Η σύγκλιση Αριστεράς και Οικολογίας δεν είναι κάτι που αναδείχθηκε τα τελευταία χρόνια. Στο θεωρητικό επίπεδο υπάρχουν ήδη προ πολλού σημαντικές συνεισφορές [Paul Burkett, John Bellamy Foster, André Gorz, Alberto Garzón (ηγέτης του ΚΚ Ισπανίας και υπουργός στην τελευταία κυβέρνηση Sanchez), Bruno Latour κ.α.]. Το νήμα πήραν εφέτος δύο νέοι επιστήμονες, ο ιάπωνας Kohei Saito και ο γάλλος Paul Guilibert. Όπως θα φανεί στη συνέχεια, το έργο του πρώτου κινείται σε αυστηρά θεωρητικό επίπεδο, ενώ του δεύτερου κινείται ανάμεσα στη θεωρία και στα πολιτικά προτάγματα. Και των δύο συγγραφέων οι συμβολές στη σχετική προβληματική είναι εξαιρετικά σημαντικές, παρά το γεγονός ότι μπορεί να διατυπωθεί αντίλογος για ορισμένες προσεγγίσεις τους. Σας παρουσιάζουμε, τις κατά τη γνώμη μας, πιο αντιπροσωπευτικές πλευρές των έργων τους.
Kohei Saito: «Ο Μαρξ στην Ανθρωπόκαινο»
Στις αρχές του 2023 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Kohei Saito «Marx in the Anthropocene: Towards to the Idea of Degrowth Communism», ed. CUP (Ο Μαρξ στην Ανθρωπόκαινο: Προς μια ιδέα του κομμουνισμού της αποανάπτυξης). Πρόκειται για ένα φιλόδοξο στόχο, καθώς προσπαθεί να συνδέσει σε θεωρητικό επίπεδο τον μαρξισμό με τις ιδέες της οικολογίας. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, για τον Μαρξ η φύση δεν είναι παθητικό υλικό υποστήριγμα της δράσης του ανθρώπου, αλλά ένα δυναμικό οικοσύστημα, στο οποίο πολλά είδη και ουσίες δημιουργούν πλούσια περιβάλλοντα για τη ζωή. Το ανθρώπινο είδος, ωστόσο, είναι μοναδικό στον μεταβολισμό της φύσης, στον βαθμό που συνειδητοποιεί τη διάδρασή του με το περιβάλλον του, δημιουργώντας το κοινωνικό πλαίσιο αυτών των ανταλλαγών με τη φύση. Η ανθρώπινη κοινωνία συντονίζει συνειδητά τη διαδικασία της εργασίας, τη στιγμή όπου η ανθρώπινη δραστηριότητα συναντά τη φυσική πραγματικότητα. Αυτή η διαδικασία συντονισμού απαιτεί διαρκείς προσαρμογές μεταξύ του κοινωνικού μεταβολισμού των ανθρώπινων κοινοτήτων και του φυσικού μεταβολισμού του περιβάλλοντός τους. Η δυναμική των κοινωνικών και των φυσικών διαδικασιών θα πρέπει να είναι σε αρμονία, ώστε να προάγουν σταθερές μορφές ζωής.
Ωστόσο, όπως τονίζει ο Kohei Saito, ο καπιταλισμός δημιουργεί δυσαρμονία ή «ρήγματα του μεταβολισμού», καθώς στην αναζήτηση του κέρδους υποβαθμίζει τα ανθρώπινα και μη ανθρώπινα όντα, δεδομένου ότι από κοινού εργαζόμενοι και φύση πρέπει να υπηρετούν τον στόχο της μεγιστοποίησης του κέρδους, ανεξάρτητα από την ευημερία τους ή την επιβίωση τους. Με τον τρόπο αυτό ο κοινωνικός μεταβολισμός του καπιταλισμού έρχεται σε αντίθεση με τον μεταβολισμό της φύσης, με αποτέλεσμα να προκαλείται ρύπανση, εξάντληση του εδάφους, μείωση της βιοποικιλότητας, κλιματική απορρύθμιση κλπ. Το κεφάλαιο εντάσσει τη φύση σε μια κοινωνική μορφή, η οποία επεκτείνει την ελαστικότητα της φύσης πέραν των ορίων της έως ότου αυτό το ελαστικό σχήμα να σπάσει.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον συγγραφέα, αυτή η οικολογική κριτική του καπιταλισμού, αλλά και τα όρια της ανάπτυξης, οδηγούν τον Μαρξ, μετά το 1868, να αλλάξει την προοπτική του σχετικά με τον κομμουνισμό. Ειδικότερα, στα τελευταία χρόνια της διανοητικής δραστηριότητάς του, «ο Μαρξ έγινε ένας κομμουνιστής της αποανάπτυξης». Ωστόσο, αναφορικά με τη σημερινή πραγματικότητα, ο Kohei Saito αναγνωρίζει ότι υπάρχει μια αντίθεση ανάμεσα στην πράσινη και στην κόκκινη διάσταση της Αριστεράς και για τον λόγο αυτόν αναζητεί μερικά στρατηγικά σημεία σύγκλισης: τα περιβαλλοντικά κινήματα απομακρύνονται διαρκώς από τον «πράσινο καπιταλισμό» και φαίνεται ότι βαθμιαία υιοθετούν ένα ακτιβισμό που υπερβαίνει το σύστημα, ενώ οι αριστεροί βαθμιαία εγκαταλείπουν την προοπτική της προλεταριακής λύτρωσης μέσω της εργασίας και γίνονται περισσότερο κριτικοί απέναντι στην προμηθεϊκή λύση της τεχνοκρατίας. Η εναλλακτική λύση που προβάλλει στον ορίζοντα επικεντρώνεται στην παραγωγή αξιών χρήσης χωρίς να δημιουργούνται υπερβολικές πιέσεις στο περιβάλλον.
Στο εν λόγω βιβλίο του, ο Kohei Saito επιχειρεί μια πρωτότυπη επαναδιατύπωση της σκέψης του Μαρξ, αποσκοπώντας στην κριτική του καπιταλισμού στη βάση της σύγκλισης των απόψεων των οικολόγων και των αριστερών. Το σχέδιό του να δημιουργήσει ένα κοινό πλαίσιο και για τα δύο κινήματα δεν είναι εύκολο, δεδομένης της μεγάλης αντιπαράθεσης μεταξύ των αριστερών και των ακτιβιστών του περιβάλλοντος και της αποανάπτυξης, ανοίγει όμως έναν δρόμο. Το βιβλίο καταλήγει με ένα προγραμματικό κατάλογο προτάσεων, όπως τη στροφή των χρηματοδοτήσεων προς τομείς που προωθούν τις αξίες χρήσης αντί της οικονομικής αξίας (π.χ. εκπαίδευση, υγεία, τέχνη), τη μείωση του χρόνου εργασίας, την ενίσχυση της δημοκρατίας στους χώρους εργασίας, τον περιορισμό των τεχνολογιών που αφαιρούν από τους εργαζόμενους τη δυνατότητα να συντονίζουν οι ίδιοι την εργασία τους κλπ. Ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να δείξει με ισχυρά επιχειρήματα ποια είναι τα διακυβεύματα της πάλης για ένα οικολογικά βιώσιμο μέλλον. Ωστόσο, το ιδεολογικό στοιχείο της ανάλυσης του που κινείται γύρω από τον στόχο για ένα κομμουνιστικό μανιφέστο της αποανάπτυξης, χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία, ίσως και αλλαγές.
Paul Guilibert: «Η εκμετάλλευση των έμβιων όντων»
Ο Paul Guilibert στο βιβλίο του «Expoiter les vivants – Une écologie politique du travail», ed. Amsterdam (Η εκμετάλλευση του έμβιων όντων – Μια πολιτική οικολογία της εργασίας), που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες, επιχειρεί να άρει το (ψευδεπίγραφο) τείχος που χωρίζει την Οικολογία από τους εργαζόμενους. Υποστηρίζει ότι πρέπει να υπάρξει συμμαχία των ανθρώπων και των ζώων, ένα «νέο οικολογικό προλεταριάτο», καθώς και οι δύο είναι αντικείμενα εκμετάλλευσης, ώστε να αναδυθεί αυτό που ονομάζει «ο κομμουνισμός των έμβιων όντων». Αφορμή για τη συγγραφή του αποτέλεσε η νίκη των συνδικάτων των εργαζόμενων και των οικολογικών οργανώσεων, οι οποίοι μετά από πολλούς αγώνες, κατόρθωσαν το 2012 να κλείσουν τις πλέον ρυπογόνες μονάδες (τους φούρνους αλουμινίου) της επιχείρησης σιδηρουργίας Ilva στον Τάραντα της Ιταλίας. Μια τέτοια μάχη συνιστά για τον συγγραφέα αυτό που αποκαλεί «η Οικολογία της εργατικής τάξης».
Ο Paul Guilibert μάς καλεί, λοιπόν, να σκεφτούμε πώς θα δράσουμε έτσι ώστε να δημιουργήσουμε ένα συνασπισμό των συμφερόντων των εργαζομένων και όσων μάχονται για το περιβάλλον, με τελικό σκοπό την υπέρβαση του καπιταλισμού. Για τον συγγραφέα, από τη μια, ο τρόπος παραγωγής και ειδικότερα η εργασία και, από την άλλη, η προστασία του πλανήτη, αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, που πρέπει να οδηγούν στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας δίκαιης και αξιοβίωτης, στην οποία θα είναι εξασφαλισμένα τα μέσα βιοπορισμού καθενός από τα μέλη της, χωρίς να προκληθεί μη επανορθώσιμη εξαλλοίωση των λοιπών έμβιων όντων.
Ο συγγραφέας διατυπώνει ένα ορισμό της εργασίας ακριβή, αλλά συνάμα και ευρύ: εκτός από την εργασία ως εμπόρευμα, υπάρχει η οικιακή εργασία –συνήθως εκτελούμενη από τις γυναίκες–, η εργασία βιοπορισμού –π.χ. αγροτική απασχόληση για την παραγωγή αγαθών που θα ιδιοχρησιμοποιηθούν– και ως ένα βαθμό η εργασία που διεκπεραιώνεται από τα κατοικίδια ζώα, όπως οι σκύλοι-οδηγοί για τους τυφλούς ή οι αγελάδες για το γάλα. Ωστόσο, στις καπιταλιστικές κοινωνίες μόνο η εργασία-εμπόρευμα –παραδοσιακό προνόμιο των ανδρών– έχει χρηματική αξία, συχνά με τη μορφή μισθού, ενώ οι οικιακές εργασίες ή εκείνες για βιοπορισμό ή ακόμη και αυτές των λοιπών έμβιων όντων, που όμως είναι αναγκαίες για την εργασία-εμπόρευμα, βρίσκονται εκτός της σφαίρας της εργασίας και, συνεπώς, θεωρούνται ότι εκτελούνται δωρεάν.
Ο Paul Guilibert προσφεύγει σε διάφορες πολιτικές φιλοσοφίες από τον Μαρξ έως τις σύγχρονες οικοφεμινιστικές απόψεις, για να καταδείξει ότι αυτή η μη αναγνώριση ως εργασία των λεγόμενων «φυσικών» δραστηριοτήτων, όπως αυτές των γυναικών ή των ζώων ή του βιοπορισμού, ανατρέχει στη γέννηση του καπιταλισμού στο τέλος του μεσαίωνα. Συγκεκριμένα, από την ανάπτυξή της στο τέλος του 15ου αιώνα, η εμπορευματική ιδεολογία δεν έπαυσε να παράγει ένα κόσμο ομογενοποιημένο και ομοιόμορφο μέσω της περιοριστικής αντίληψης για την εργασία. Αυτή συνοψίζεται σε δύο λέξεις: για να δημιουργηθεί κέρδος, ο κινητήρας του καπιταλισμού, θα πρέπει είτε να μειωθεί το κόστος της εργασίας –πληρώνοντας λιγότερο από αυτό που θα έπρεπε τους εργάτες ή εκμεταλλεύοντας τους σκλάβους– είτε να απομειωθεί η εργασία μέσω της άρνησης του κοινωνικοοικονομικού ρόλου των γυναικών και της άνευ ορίων εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων.
Ο παραπάνω διευρυμένος ορισμός της εργασίας έχει ιδιαίτερη σημασία για την Οικολογία. Από τη μια πλευρά, μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα με ποιο τρόπο ο καπιταλισμός, αρχικά μέσω της αποικιοκρατίας και στη συνέχεια μέσω της εκβιομηχάνισης, μπόρεσε να απομειώσει την αξία της φύσης και να τη μετασχηματίσει σε διαθέσιμους «πόρους»: εξορύξεις πρώτων υλών, αποψίλωση των δασών, εντατικές μονοκαλλιέργειες κλπ. Από την άλλη πλευρά, επεκτείνει την έννοια της εργασίας και σε άλλους δρώντες. Σε αυτό το πλαίσιο ο συγγραφέας επικεντρώνεται αναλυτικά στην κατάσταση των κατοικίδιων ζώων –βοοειδή, ζώα για την εκτέλεση διάφορων εργασιών, ζώα σε ζωολογικούς κήπους κλπ– τα οποία θεωρεί ότι είναι σαν τους εργαζόμενους, που αλλοτριώνονται στην ίδια τους τη ζωή από τον καπιταλισμό, και κατά συνέπεια αποτελούν μέρος ενός «οικολογικού προλεταριάτου» σε διαδικασία ανασύνθεσης.
Αυτοί οι εργαζόμενοι, λοιπόν, που έχουν λέπια, τρίχες ή φτερά είναι κατά τον συγγραφέα το ανώτερο στάδιο της καπιταλιστικής εργασίας: στερούμενοι δια της βίας το δικαίωμα σε μια αυτόνομη ζωή, είναι αναγκασμένοι, μέχρι τον θάνατο τους, να παράγουν οικονομική αξία από τις δικές τους συνθήκες αναπαραγωγής. Πχ., η αγελάδα που της δίνουν ορμόνες με το ζόρι για να παράγει γάλα, το οποίο όμως δεν προορίζεται για τα μικρά της, αλλά για τις ανάγκες της αγροτοβιομηχανίας.
Σε αυτό ακριβώς το νέο οικολογικό προλεταριάτο που απαρτίζεται από ζώα και ανθρώπους που υφίστανται εκμετάλλευση, ο συγγραφέας βλέπει το αφετηριακό σημείο αμφισβήτησης της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας προβάλλει μια νέα έννοια: «τον κομμουνισμό των έμβιων όντων», αντλώντας επιχειρήματα από τη μαρξιστική, την οικολογική και τη φεμινιστική παράδοση. Προσφέρει έτσι μια διέξοδο απέναντι στη κυρίαρχη λογική των «μικρών βημάτων», προτείνοντας ένα συλλογικό επαναπροσδιορισμό της εργασίας, ο οποίος αρθρώνει την αντικαπιταλιστική πάλη με τη φροντίδα του πλανήτη και των κατοίκων του.
Ένας τέτοιος κομμουνισμός των έμβιων όντων θα μάς παρείχε τη δυνατότητα, κατά τον συγγραφέα, να αντιμετωπίσουμε τον πυλώνα της εργασίας στο καπιταλιστικό σύστημα, τη συνάρθρωση δηλαδή του μισθού και των μέσων διαβίωσης (δηλαδή η κατανάλωση των αγαθών), που επιτρέπει τους πολυάριθμους εκβιασμούς των εργοδοτών στην απασχόληση. Με άλλες λέξεις, ο κομμουνισμός των έμβιων όντων μπορεί να «αποσπάσει από την εργασία τον βιοπορισμό, δηλαδή να αποσπάσει την κοινωνική αναπαραγωγή από την καπιταλιστική παραγωγή που είναι υπεύθυνη για την εκμετάλλευση και την οικοκτονία». Αν και ο Guilibert δεν αναλύει διεξοδικά τις παραπάνω έννοιες, μπορούν ωστόσο να συνδεθούν με εκείνες της φεμινίστριας Silvia Federici, καθώς έχουν ως κοινό στοιχείο την αποσύνδεση της εργασίας από τα μέσα βιοπορισμού, με την εξασφάλιση των τελευταίων μέσω της θέσπιση ς εισοδήματος χωρίς προαπαιτούμενα.
Κινήματα
Αναφερθήκαμε στην αφορμή για τη συγγραφή του εν λόγω βιβλίου (το παράδειγμα του Τάραντα). Πέρα, όμως, από αυτό είδαμε τα τελευταία χρόνια, παραδείγματα κοινής πάλης για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη και την κοινωνική ισότητα που μάς δίνουν, κατά τον συγγραφέα, ένα προείκασμα της ιδέας του κομμουνισμού των έμβιων όντων. Στην Καλιφόρνια, η Campaign for Clean and Safe Ports είχε κοινό στόχο (που στέφθηκε με επιτυχία) την πάλη κατά της περιβαλλοντικής ρύπανσης από τα φορτηγά και υπέρ των δικαιωμάτων των οδηγών των φορτηγών. Στη Γαλλία, συνδικαλιστικές οργανώσεις και περιβαλλοντικές κινήσεις έδωσαν κοινό (νικηφόρο) αγώνα για να σωθεί η χαρτοβιομηχανία Chapelle-Darblay, η τελευταία στη Γαλλία που παράγει χαρτί ανακυκλωμένο 100%. Ο Guilibert, για να στηρίξει τις προτάσεις του, θέτει σε πρώτο πλάνο την κρίσιμη σύγκλιση μεταξύ των συνδικαλιστικών και των οικολογικών αγώνων, καθόσον σήμερα που οι κοινωνίες μας είναι ισχυρής έντασης άνθρακα, η λιγότερη εργασία σημαίνει λιγότερη παραγωγή, επομένως λιγότερη ρύπανση, λιγότερα αέρια θερμοκηπίου. Ο χρόνος που απελευθερώνεται από την κατάργηση της μη αναγκαίας εργασίας «οδηγεί σε μία αναδιανομή των πόρων περισσότερο προς την κατεύθυνση εργασιών οικοκοινωνικά πιο χρήσιμων, παρά προς την κατεύθυνση παραγωγής εμπορευμάτων ισχυρής ανταλλακτικής αξίας». Η ενασχόληση με την κηπουρική, η φροντίδα των οικείων, η μέριμνα για τα δάση, η συμμετοχή σε τοπικές ομάδες αλληλεγγύης είναι μερικές από τις οικοκοινωνικά χρήσιμες δράσεις, στις οποίες θα μπορούσαν να συμμετάσχουν οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες, απαλλαγμένες από τον χρόνο της μη αναγκαίας εργασίας.
Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει ότι υπάρχουν και αρκετές σκιές στην προσπάθεια σύγκλισης στην οποία έγινε λόγος παραπάνω. Η αποχώρηση της CGT από τη συλλογικότητα Plus jamais ça! εξ αιτίας της διαφωνίας σχετικά με την πυρηνική ενέργεια (η CGT είναι υπέρ) αποτελεί ένα σοβαρό αντιπαράδειγμα. Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι το βιβλίο Exploiter les vivants καταφέρνει να διατυπώσει εννοιολογικά το πλαίσιο αυτού που θα μπορούσε να είναι ένας τρίτος δρόμος της οικολογίας: ούτε φιλελεύθερη «οικολογία στο σπίτι», ούτε ρατσιστική «οικολογία του έθνους», αλλά μια ριζοσπαστική «οικολογία των κοινών» που είναι η μόνη που δίνει προοπτική στην αποανάπτυξη και στην απελευθέρωση για όλες και όλους.
Γιώργος Μπάλιας