Αν εξαιρέσουμε την εκτός πολιτικής ορθότητας ρητορική του Τραμπ, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη από την προσδοκία μετωπικής αντιπαράθεσης των ΗΠΑ με την Ε.Ε.
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν η Γαλλία του Μακρόν και η Ιταλία της Μελόνι, οι θέσεις και πρακτικές των οποίων για το ελεύθερο εμπόριο είναι πολύ πιο κοντά στις απόψεις του επερχόμενου Αμερικανού προέδρου από ό,τι στις θέσεις του Βερολίνου.
Τα παραπάνω θύμισε πρόσφατα το EuroIntelligence, με αφορμή την ενδοευρωπαϊκή διαμάχη που προέκυψε ως προς την πραγματοποίηση συμφωνίας της Ε.Ε. με την εμπορική ένωση της Λατινικής Αμερικής Mercosur.
Eτσι, επιβεβαιώνεται για πολλοστή φορά ότι το κύριο όπλο των ΗΠΑ στις διαμάχες με την Ε.Ε. είναι οι ενδοευρωπαϊκές αντιπαλότητες.
Σήμερα, το πρόβλημα του Βερολίνου και των «φειδωλών» του Βορρά δεν είναι τόσο η απαξίωση του ελεύθερου εμπορίου από τον Τραμπ όσο η προσυπογραφή από τη Γαλλία και την Ιταλία της επιθετικής εθνικής αναδίπλωσης των ΗΠΑ. Αιχμή του δόρατος είναι η απειλή επιβολής τιμωρητικών δασμών στις χώρες που έχουν πλεονασματικό ισοζύγιο στις συναλλαγές τους με τις ΗΠΑ.
Τραμπ, Μακρόν και Μελόνι δεν μπορούν στο όνομα του ελεύθερου εμπορίου να συμπιέσουν σε σημείο θραύσης την ούτως ή άλλως ρηγματωμένη πολιτική και κοινωνική σταθερότητα των χωρών τους.
Με τα σημερινά δεδομένα, η συμφωνία Ε.Ε. – Μercosur θα πυροδοτήσει αγροτικές εξεγέρσεις στον ευρωπαϊκό Νότο.
Παρόμοιο σκηνικό σε ό,τι αφορά τη χειραφέτηση της Αμυνας της Ε.Ε από τις ΗΠΑ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Γερμανία που προτιμά να ακούει τον Τραμπ να την αποκαλεί λαθρεπιβάτη της ασφάλειας της Δύσης, παρά να είναι ο ήσσων εταίρος σε ένα γαλλογερμανικό δίδυμο αμυντικής συνεργασίας.
Με μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και πυρηνικά όπλα, η πρωτοκαθεδρία της Γαλλίας είναι δεδομένη.
Από τα παραπάνω εύλογα προκύπτει το ερώτημα πώς, με δεδομένη την απόκλιση Βορρά – Νότου εντός της Ε.Ε., θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για μια ενιαία παρουσία της Γηραιάς Ηπείρου στη διεθνή σκηνή.
Πρόκειται για ένα ερώτημα που θέτει επίσης άλλο ένα: σε ποιο βάθος χρόνου η πολιτική ελίτ της Γερμανίας θα κατανοήσει ότι η έξοδος από τη σημερινή ύφεση δεν είναι δυνατή χωρίς την εγκατάλειψη της μόνιμης περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής;
Το κόστος της αδυναμίας αμυντικής χειραφέτησης είναι ήδη δυσθεώρητο, όπως δείχνουν οι εξελίξεις στην Ουκρανία, με την αναζήτηση συμβιβασμού να προαναγγέλλεται ως διμερής διαπραγμάτευση ΗΠΑ – Ρωσίας ερήμην της Ευρώπης.
Γιώργος Καπόπουλος