Ο,τι δεν κατάφερε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και στη συνέχεια η πανδημία μπορεί να το καταφέρει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία;
Αυτό το ερώτημα κυριαρχούσε πριν από ένα χρόνο, αν και κατά πόσον δηλαδή θα υπάρξει επανεκκίνηση της δυναμικής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με γαλλογερμανική ατμομηχανή.
Ενα χρόνο μετά υπάρχει κοινός παρονομαστής μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, όχι ως προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση αλλά ως προς τη διαπίστωση ότι και οι δύο χώρες βιώνουν μια σοβαρή εσωτερική κρίση που δεν αφήνει περιθώρια για ευρωπαϊκά σχέδια.
Στη Γερμανία ύστερα από σχεδόν ενάμιση χρόνο στην εξουσία η τρικομματική κυβέρνηση Σολτς θυμίζει ακυβέρνητη πολιτεία, με τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους και τους Φιλελευθέρους να διαγκωνίζονται ποιος θα είναι πρώτος στις διαφοροποιήσεις σε όλα τα στρατηγικής σημασίας θέματα, από την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων στα αυτοκίνητα μέχρι τις σχέσεις με τη Ρωσία και τη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας.
Με αυτά τα δεδομένα είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι οι συμβιβαστικές φόρμουλες με τις οποίες επιλύονται οι ενδοκυβερνητικές κρίσεις συνομολογούνται στη βάση του ελάχιστου κοινού παρονομαστή.
Μια ματιά στη ρητορική του Σολτς και της «πράσινης» υπουργού Εξωτερικών Μπέρμποκ για τη Ρωσία αναδεικνύει διαφορές πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών.
Παρά τον απαξιωτικό παραπάνω απολογισμό οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η δυναμική της κατάτμησης και πολυδιάσπασης της πολιτικής σκηνής είναι παρούσα, με το εύλογο ερώτημα αν η Γερμανία θα βαδίσει προς ακυβερνησία τύπου Ισραήλ.
Από την απέναντι όχθη του Ρήνου ο Μακρόν αντιμετωπίζει μια έκρηξη κοινωνικής οργής και πολιτικής απαξίωσης πριν καν κλείσει ένας χρόνος από την επανεκλογή του στη δεύτερη και τελευταία πενταετή θητεία του.
Ο Μακρόν και η κυβέρνηση Μπορν απέφυγαν την πρόσφατη πρόταση μομφής με διαφορά εννέα ψήφων, είναι όμως βέβαιο πως αν κορυφωθούν και παραταθούν οι κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν κατά της επιμήκυνσης του εργασιακού βίου κατά δύο έτη θα έχουν ως μοναδική επιλογή την προκήρυξη πρόωρων εκλογών ή τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
Η ταυτόχρονη εσωστρέφεια σε Γερμανία και Γαλλία, σε συνδυασμό με την απουσία βούλησης για χειραφέτηση της Γηραιάς Ηπείρου, δυσαρεστεί τόσο τον Νότο της Ε.Ε-ευρωζώνης όσο και τους «φειδωλούς» του Βορρά.
Σε ένα παρόμοιο σκηνικό δεν υπάρχει ούτε και στον πιο μακρινό ορίζοντα προοπτική αμυντικής χειραφέτησης της Ε.Ε.
Επιπλέον ως προς τις μελλοντικές σχέσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας με τη Ρωσία οι δύο ισχυρές χώρες της Ευρώπης θα δουν να συρρικνώνεται, αν όχι να μηδενίζεται, το όποιο περιθώριο διαφοροποίησης με τις ΗΠΑ.
Η Ανατολική Ευρώπη και κυρίως οι αναδυόμενες περιφερειακές δυνάμεις, δηλαδή η Πολωνία και η Ρουμανία, με τη στήριξη των ΗΠΑ θα έχουν από εδώ και στο εξής ένα άτυπο αλλά σημαντικό βέτο ως προς τη στάση της Ε.Ε. απέναντι στη Ρωσία.
Πριν από ακριβώς είκοσι χρόνια οι τότε ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας ήρθαν σε μετωπική σύγκρουση με την απόφαση του Μπους υιού να εισβάλει στο Ιράκ και μαζί με το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο δρομολόγησαν την αμυντική και πολιτική χειραφέτηση της Ε.Ε. αλλά και τριμερείς συναντήσεις κορυφής σε τακτά χρονικά διαστήματα με τον Πούτιν.
Είκοσι χρόνια μετά και με σημείο αναφοράς έναν πόλεμο εντός της Ευρώπης η Ε.Ε. των 27 μοιραία και άβουλη παρατηρεί ως θεατής μια σύγκρουση που σε μεγάλο βαθμό θα καθορίσει το μέλλον της.
Γιώργος Καπόπουλος