Macro

Γιατί αργούν να μιλήσουν;

Η τραυματική εμπειρία από βιασμό, κακοποίηση, παιδοεγκληματική πράξη δεν αποτελεί μόνο μια εισβολή, διάρρηξη και αποδιοργάνωση της συνείδησης, αλλά και ακύρωση κάθε αξίας και νοήματος στη συμβολική βαθμίδα της ψυχικής εμπειρίας του υποκειμένου.
Με αφορμή τις πρόσφατες καταγγελίες βιασμών, κακοποιήσεων ή σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο του θεάματος, πολλοί έθεσαν το ερώτημα: Γιατί τα θύματα δεν μίλησαν νωρίτερα;
Βέβαια, αυτή η ερωτηματική διατύπωση μπορεί να θεωρηθεί ότι ενέχει και μια χροιά μομφής ή ακόμα και κατηγορίας εις βάρος εκείνων που υπέκυψαν στη βία του δράστη, υπαινισσόμενη το περίφημο «όποιος δεν μιλάει συμφωνεί»!
Πριν επιχειρήσουμε να φωτίσουμε από ψυχαναλυτική σκοπιά την κοινή διαπίστωση ότι χρειάζεται χρόνος για να μιλήσει εκείνος ή εκείνη που υπέστη μια τόσο βίαιη εξωτερική επίθεση, επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι μια τέτοια ερώτηση, θέλοντας ή μη, στηρίζει τόσο την εθελοτυφλία όσο και τον ισχύοντα κομφορμισμό, εφόσον υπαινισσόμενη τη συναίνεση ισοπεδώνει τη διαφορά ανάμεσα στο «υποκύπτω» και το «συναινώ».
Η λογική αυτής της ισοπέδωσης φτάνει στο αποκορύφωμά της με το μεγαλόστομο συμπέρασμα ορισμένων πως, εφόσον όσοι και όσες υπέκυψαν στη βία δεν μίλησαν έως τώρα, θα μπορούσε να εξακολουθήσουν να σιωπούν! Αφού λοιπόν πρώτα τους προσάπτουν τη σιωπή, εν συνεχεία τους καλούν να συνεχίσουν να σιωπούν, με το επιχείρημα, στην προκειμένη περίπτωση, ότι τέτοιες καταγγελίες αμαυρώνουν τον χώρο του θεάτρου!
Ετσι, λοιπόν: ο χώρος της τέχνης, όπως και ο κοινωνικός, ο επαγγελματικός αλλά και ο οικογενειακός χώρος δεν αμαυρώνονται από τη βιαιοπραγία του δράστη, αλλά από τον πόνο και τη μαρτυρία εκείνων που υπέστησαν τη βιαιοπραγία!
Το παιδί, η γυναίκα, ο άνθρωπος που υπέστη θωπείες, βιάστηκε, ταπεινώθηκε είναι η ντροπή της οικογένειας, όχι όμως ο βιαστής, ο αιμομίκτης, ο δήμιος της ελευθερίας και της υποκειμενικής θέλησης. Ο άνθρωπος που εξευτελίστηκε στον χώρο εργασίας, στο σχολείο ή αλλού είναι το σκουπίδι, το απόβλητο, το μίασμα, και όχι ο δράστης του εγκλήματος.
Η κοινωνική στάση
«…Οταν ένα θύμα καταγγείλει τον δήμιό του, τον βιαστή, τον καταχραστή, τον άρπαγα της περιουσίας του ή της ζωής του, συχνά η πρώτη αντίδραση των άλλων είναι να του αντιγυρίσουν ότι πήγαινε γυρεύοντας, πως του άξιζε ό,τι έπαθε, είτε γιατί δεν πρόσεχε είτε γιατί το προκάλεσε, έστω και άθελά του, ή ακόμα κι ότι λέει ψέματα. Οι πρώτοι εκδότες, στους οποίους απευθύνθηκαν οι Εβραίοι για να δημοσιεύσουν τις μαρτυρίες τους, αρνήθηκαν να τις εκδώσουν, ισχυριζόμενοι ότι επρόκειτο περί ψεμάτων! Και αν ακόμα αυτός που ταπεινώνεται, βιάζεται, εξευτελίζεται δεν κατηγορηθεί ως ψεύτης, συχνά του καταλογίζουν την ντροπή των δημίων για τα αποτρόπαια στα οποία τον υπέβαλαν και γίνεται δικό του θέμα να βρει τρόπο και λόγια για όλα όσα ακατονόμαστα υπέστη, χωρίς να επισύρει την οργή, την περιφρόνηση, την αδιαφορία ή την απόρριψη των άλλων».1
Είναι απορίας άξιον, ηχεί παράδοξα, αλλά πρόκειται για διαχρονικά παγιωμένη κοινωνική στάση που επαληθεύεται εύκολα στην καθημερινή ζωή.
Για εκείνους λοιπόν που η εμπειρική γνώση δεν τους αρκεί, για εκείνους που επιζητούν το «επί τον τύπον των ήλων», των αριθμών εν προκειμένω, μπορούμε να παραθέσουμε στατιστικά στοιχεία: ότι ακόμα και σήμερα στη Γαλλία, παραδείγματος χάριν, μόνον ένας βιασμός στους έντεκα καταγγέλλεται επίσημα, παρ’ όλο που ο αριθμός των μηνύσεων για βιασμό φέρεται να διπλασιάστηκε από το 1985 έως το 1995 και να αναδιπλασιάστηκε από το 2011 έως το 2019.2
Υπάρχει λοιπόν μια «καθωσπρέπει», μια «καθεστηκυία» λογική, που θεωρεί πως όταν υποκύπτεις συναινείς, πως, αφού σιώπησες αρχικά και για κάποιο διάστημα, μπορείς να συνεχίσεις να σιωπάς.
Πρόκειται για μια λογική που έχει το θράσος να τραβάει το σχοινί ώς εκεί που δεν πάει, μια λογική που φτάνει στο σημείο να ισχυριστεί ότι ψεύδονται οι καταγγέλλουσες ή οι καταγγέλλοντες. Πώς ένας άνθρωπος με λαμπρή σταδιοδρομία και κοινωνική θέση είναι δυνατόν να έχει προβεί σε τέτοιες ειδεχθείς πράξεις; Πώς είναι δυνατόν να είναι κακοποιός κι εγκληματίας ο κοινωνικά ή/και επαγγελματικά υψηλά ιστάμενος;
Και πάλι για τους θιασώτες των αριθμητικών δεδομένων, οι στατιστικές δείχνουν ότι καμία κοινωνική τάξη δεν συμμετέχει με μεγαλύτερα ποσοστά απ’ ό,τι οι άλλες στα εν λόγω εγκλήματα, αν και το 41% αυτών που τελικά προσάγονται στη Δικαιοσύνη είναι άνεργοι, ανάπηροι, δικαιούχοι επιδομάτων απορίας ή άτομα με επισφαλή εργασία, που στη ζωή τους εναλλάσσονται περίοδοι δουλειάς στη μαύρη αγορά με υποαπασχόληση και περιόδους αεργίας· και το 90% όσων καταδικάζονται ανήκουν στα λαϊκά στρώματα, ενώ το 20% βρίσκεται σε απόλυτη περιθωριοποίηση κατά τη διάπραξη των αδικημάτων. Αυτά μας πληροφορεί η δημοσίευση με τίτλο «Οι βιαστές ενώπιον του δικαίου: ένα ταξικό άδικο;»3
Προτού, λοιπόν, προσπαθήσουμε να φωτίσουμε από ψυχαναλυτική άποψη το ερώτημα γιατί τα θύματα βιασμού, κακοποίησης ή αιμομιξίας αργούν να μιλήσουν, ερώτημα που αποτελεί εξάλλου κοινή διαπίστωση, θεωρήσαμε απαραίτητο να σκιαγραφηθεί με κάποιες αδρές γραμμές το κοινωνικό σκηνικό. Γιατί πώς θα μπορούσε η ψυχανάλυση να φωτίσει κάποια από τις πιο σκοτεινές πτυχές του εαυτού μας, αν αγνοεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο ξετυλίγεται η εμπειρία της ζωής, και πώς θα ήταν δυνατόν οι ψυχαναλυτές να αγνοούν τα κοινωνικά δεδομένα και τις επιπτώσεις των γεγονότων που συγκλονίζουν ή απλώς βρίσκονται στο προσκήνιο της επικαιρότητας της εποχής τους; Η αναλύτρια ή ο αναλυτής δεν ζουν ταμπουρωμένοι στο γραφείο τους ούτε εντοιχισμένοι στη σιωπή που τους αποδίδουν οι γελοιογραφικές καρικατούρες.
«Οτι άριστος ιατρός και φιλόσοφος», υπενθυμίζει, με τα λόγια του Γαληνού, ο Λακάν σε μια διάλεξη-συζήτηση με τίτλο «Η θέση της ψυχανάλυσης στην ιατρική», στο νοσοκομείο της Σαλπετριέρ (La Salpetrière) το 1966, ενώ αρέσκεται να προτείνει τη λειτουργία του ψυχαναλυτή ως διερμηνέα της παραφωνίας των λόγων.
Ηδη το 1930, στο βιβλίο του «Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό» (Das Unbehagen in der Kultur), ο Φρόιντ πραγματεύεται το πρόβλημα της ελευθερίας του ατόμου σε σχέση με τις απαιτήσεις του πολιτισμού να τιθασεύσει τα ένστικτά του και να προσαρμοστεί στις κομφορμιστικές νόρμες.
Θεωρεί λοιπόν ο Φρόιντ ότι η πάλη ανάμεσα στην ενστικτώδη αναζήτηση της ηδονής και την πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής «δημιουργεί τον περισσότερο πόνο», υπογραμμίζοντας όμως το βασικό παράδοξο πως ο πολιτισμός, μολονότι αποτελεί πηγή δυστυχίας, είναι ό,τι καλύτερο βρήκε ο άνθρωπος για να προστατευτεί από τη δυστυχία.
Γίνεται, λοιπόν, φανερή η ανάγκη εισαγωγής των αποχρώσεων όσον αφορά τη διαλεκτική της πολυπλοκότητας, προκειμένου να φανεί υπό ποίαν έννοια η ψυχαναλυτική προσέγγιση θα μπορούσε να φωτίσει τις πιο σκοτεινές πτυχές του καθένα μας.
Πέραν του συμβατικού
Ο έρωτας δεν είναι απλώς και μόνο μια ηδονιστική εμπειρία, μια ευχαρίστηση, μια απόλαυση, ένα καταναλωτικό προνόμιο· είναι επίσης συνδεδεμένος με το τραγικό στοιχείο της ανθρώπινης πλευράς μας αλλά και την ενόρμηση του θανάτου, όπως εισηγείται η φροϊδική διδασκαλία.
Η ψυχαναλυτική προσέγγιση της σεξουαλικότητας εκτείνεται πέραν του συμβατικού, πέρα από τα κοινωνικά καλούπια, συνορεύοντας πιο συχνά με την εμπειρία της τρέλας παρά με την αποδοχή των κοινωνικών συμβάσεων. Βέβαια, τίποτα και σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί ότι η παραβίαση των νόμων είναι τιμωρητέα πράξη.
Οι βιασμοί, οι κακοποιήσεις, οι παιδοεγκληματικές πράξεις, αιμομικτικές ή μη, οι παρενοχλήσεις, σεξουαλικού χαρακτήρα ή μη, συνιστούν τραυματικές εμπειρίες.
Η τραυματική εμπειρία δεν αποτελεί μόνο μια εισβολή, διάρρηξη και αποδιοργάνωση της συνείδησης, αλλά και ακύρωση κάθε αξίας και νοήματος στη συμβολική βαθμίδα της ψυχικής εμπειρίας του υποκειμένου.
Η συμβολική βαθμίδα της ψυχικής εμπειρίας αφορά τη διάσταση του λόγου, δηλαδή του σημαίνοντος και της άρθρωσης των σημαινόντων σε σημαίνουσα αλυσίδα, και του νόμου γενικότερα.
Οι άλλες δύο βαθμίδες της ψυχικής εμπειρίας, κατά τον Λακάν, είναι η βαθμίδα του φαντασιακού (imaginaire) –που αφορά ό,τι είναι της τάξης της εικόνας (image), δηλαδή τις κατοπτρικές, ανταγωνιστικές, ναρκισσιστικές, αλλοτριωτικές σχέσεις– και η βαθμίδα του πραγματικού (réel) –που περιλαμβάνει ό,τι είναι αδύνατο να συμβολοποιηθεί, δηλαδή να ειπωθεί με λόγια. Σε αυτήν τη βαθμίδα, του πραγματικού δηλαδή, τοποθετεί ο Λακάν την τραυματική εμπειρία, αλλά και την απόλαυση.
Κατά την τραυματική εμπειρία, η σωματική και ψυχική βία που βιώνει το υποκείμενο δεν είναι δυνατόν να εκφραστούν άμεσα με λόγια, εφόσον οι συμβολικές συντεταγμένες αυτού που υφίσταται την επίθεση ακυρώνονται, καταργούνται από τον βιαστή, το υποκείμενο συρρικνώνεται, γίνεται αντικείμενο στα χέρια του Αλλου.

Ο δράστης και το θύμα

Κατά τη διάπραξη των αδικημάτων παραβίασης της σωματικής και ψυχικής υπόστασης, το μόνο που μετράει για τον δράστη είναι η απόλαυση που μπορεί να αντλήσει από το θύμα. Το θύμα υποχρεώνεται σε μια βίαιη, μια ολοσχερή άρνηση της υποκειμενικότητάς του.
Από τη μια στιγμή στην άλλη απογυμνώνεται από την ιστορία του, τις αξίες του, τη θέλησή του, βιώνει μια κάθοδο στα τάρταρα, το κενό, την ανυπαρξία. Πώς, λοιπόν, υφιστάμενο τη βίαιη και ανεξήγητη κατάργηση των συμβολικών του συντεταγμένων θα μπορούσε να βρει λόγια για να καταγγείλει την αποτρόπαιη εμπειρία στην οποία εξαναγκάστηκε;
Η τραυματική εμπειρία αποτελεί ένα ρήγμα, μια κατακρήμνιση μέσα στο συμβολικό. Ο Λακάν δεν παραιτήθηκε ποτέ από το γεγονός ότι το τραύμα φωλιάζει στη γλώσσα, εκεί ακριβώς όπου η γλώσσα συντρίβεται, συναντάει το αδύνατο, εκεί όπου καλούμαστε να εφεύρουμε τη δική μας ενική λύση.
Και βέβαια δεν αποτελεί λύση η αποσιώπηση του τραυματικού συμβάντος, ούτε ο στραγγαλισμός του συμπτώματος που μπορεί να αναδυθεί ως επίπτωση της τραυματικής εμπειρίας: κρίσεις πανικού, κατάθλιψη, απαξιωτικές καταθλιπτικές ιδέες, ανορεξία, απόπειρες αυτοκτονίας, αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, χρήση τοξικών ουσιών, επιθετικότητα ή απάθεια.
Η επίλυση εναπόκειται στην προσπάθεια μιας σημαίνουσας ανασκευής που αναγνωρίζει, αποδέχεται, ημερεύει κατά κάποιον τρόπον το απαράδεκτο, το ανεξήγητο, την κεραμίδα της συνάντησης με το πραγματικό που αποκαλύπτει την ανεπάρκεια του συμβολικού, την τρύπα (trou) στη γλώσσα – εξ ου και ο νεολογισμός του Λακάν trou-matisme, λέει, αντί του traumatisme· συνάντησης που μπορεί να τύχει στον καθένα, χωρίς καμία δυνατή εξήγηση, εφόσον είναι της τάξης του πραγματικού, βρίσκεται δηλαδή εκτός νοήματος.
Κατά κάποιον τρόπο, λοιπόν, η τραυματική εμπειρία φέρνει στο φως το έλλειμμα στο συμβολικό, ό,τι δηλαδή μένει ανεπεξέργαστο από τη γλώσσα. Η ψυχική επεξεργασία του τραύματος απαιτεί την αποδοχή του εκτός νοήματος· φυσικά, τίποτα δεν αναιρεί το ότι η πράξη είναι εκτός νόμου, παράνομη, και ο δράστης πρέπει να οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη και να κριθεί από αυτήν για το αδίκημά του. Προς μεγάλη απογοήτευση όμως όσων υπέστησαν το αδίκημα, τα ερωτήματα όσον αφορά το γιατί αυτής της πράξης ή το «γιατί έτυχε σε μένα κάτι τέτοιο» δεν θα βρουν απάντηση. Το πραγματικό, το τυχαίο είναι εκτός νοήματος, δεν γνωρίζει καμία ηθική ή δικαιοσύνη.

Ενας άθλος

Πρόκειται, λοιπόν, για μια αποδοχή που αποτελεί άθλο στην καθημερινή μας ζωή και πολύ περισσότερο μετά από μια βίαιη, τραυματική εισβολή στην ψυχική και σωματική μας υπόσταση. Πόσοι από μας θα δεχόμασταν έναν θάνατο, μια αναπηρία μετά από τροχαίο ατύχημα ή μια ανίατη αρρώστια χωρίς το παραμικρό αίσθημα αδικίας, χωρίς την επιφωνητική φράση: «Γιατί έτυχε σε μένα; Γιατί τώρα; Τι φταίω; Δεν μου άξιζε τέτοια τύχη!».
Πόσοι μπορούν απλώς και μόνον να μιλήσουν για θάνατο, αποχωρισμούς, ατυχίες ή αποτυχίες, ασθένειες που φέρνει η ζωή και όχι η αυθαίρετη εγκληματική θέληση ενός αγνώστου που γίνεται ο δήμιος της δικής μας θέλησης και ελευθερίας; Χρειάζεται, λοιπόν, μια αποποίηση των φαντασιώσεων περί παντοδυναμίας, μια αποδοχή ότι η ζωή είναι ένα είδος παλίμψηστου, ότι η μουτζούρα αποτελεί υπογραφή της εμπειρίας και όχι στίγμα προς απόκρυψη ή εξαφάνιση.
Η ψυχανάλυση δεν οχυρώνεται πίσω από την άρνηση του πραγματικού, όπως εξάλλου και τα «θύματα» που καταθέτουν έστω δέκα, είκοσι, τριάντα ή και περισσότερα χρόνια μετά την τραυματική εμπειρία, τα οποία όλο και πιο συχνά αρνούνται τον χαρακτηρισμό «θύμα», εφόσον έχουν μπορέσει να αρθρώσουν δικό τους λόγο –και έχουν αφήσει πίσω τους το καθεστώς αντικειμένου στο οποίο συρρικνώθηκαν από τον δράστη του αδικήματος–, να ανασκευάσουν και να επανεγκαθιδρύσουν τις συμβολικές τους συντεταγμένες.
Μια τέτοια ψυχική επεξεργασία είναι μακροχρόνια και επώδυνη, είναι έργο ζωής. Πράγμα που αναγνωρίζει εν μέρει ο νομοθέτης, εφόσον ο γαλλικός Ποινικός Κώδικας δίνει δικαίωμα καταγγελίας έως και τριάντα χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος αλλά χωρίς να έχει προβλέψει τη μη παραγραφή του! Οπότε, παρά την εκδίκαση, ο δράστης δεν εκτίει άλλη ποινή πέραν της κοινωνικής απαξίωσής του.
Ο ελβετικός Ποινικός Κώδικας προβλέπει τη διά βίου μη παραγραφή αδικημάτων εξαναγκασμού σε γενετήσιες πράξεις όταν στρέφονται ενάντια σε παιδιά που δεν έχουν συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας τους. Κατά τον αυστριακό Ποινικό Κώδικα, η παραγραφή αρχίζει από τη συμπλήρωση του εικοστού όγδοου έτους της ηλικίας του θύματος και κατά τον γερμανικό με το τριακοστό.
Ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας ορίζει ότι «η παραγραφή επέρχεται δεκαπέντε χρόνια μετά την πράξη, αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, και είκοσι, αν έχει εκκινήσει η ποινική διαδικασία».
1. Ελφη Κιλλαχίδου, «Τίνος παιδί είσαι εσύ;», Σμίλη, Αθήνα 2020, σ. 58.
2. ENVEFF, Enquête Nationale sur les Violences Enversles Femmesen France, στο πλαίσιο του INED [Institut National d’Études Démographiques].
3. Véronique Le Gouaziou, Les viols en justice: une (in)justice de classe? Dans nouvelles questions féministes 2013/ (τόμ. 32) σ. 16-28, στο www.cairn.info et Viol: que fait la justice? Pressede Science Po, 2019.

H Ελφη Κιλλαχίδου-Λεφέβρ είναι ψυχίατρος και ψυχαναλύτρια