Macro

Γιάννης Τσιλίκας: Από την αριστεία στην απαξίωση: πώς η κυβέρνηση διαλύει την έρευνα

Η υπόθεση του προγράμματος «Εμπιστοσύνη στα Αστέρια μας» δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό κακοδιαχείρισης. Είναι ακόμη ένα επεισόδιο σε μια μακρά αλυσίδα κυβερνητικών επιλογών που συστηματικά αποδυναμώνουν την έρευνα, περιθωριοποιούν το δημόσιο πανεπιστήμιο και υπονομεύουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.

Αρχικά όμως ας εξηγήσουμε τι είναι το πρόγραμμα «Εμπιστοσύνη στα Αστέρια μας – Trust Your Stars»:

Χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης με συνολικό προϋπολογισμό περίπου 80,8 εκατ. ευρώ με στόχο την ενίσχυση της έρευνας στα ελληνικά πανεπιστήμια. Υλοποιείται σε δύο δράσεις: η πρώτη απευθύνεται σε νέους ερευνητές και υποψήφιους διδάκτορες, ενώ η δεύτερη ενισχύει συμπράξεις διαφορετικών ΑΕΙ. Δικαιούχοι είναι οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) των ΑΕΙ και οι δαπάνες που καλύπτονται περιλαμβάνουν προσωπικό, εξοπλισμό, ταξίδια, διάχυση αποτελεσμάτων, αναλώσιμα, καθώς και έμμεσες δαπάνες.

Η πρόσκληση για υποβολή προτάσεων άνοιξε στις 24 Απριλίου 2024 και έληξε στις 10 Ιουνίου 2024, με προθεσμία ολοκλήρωσης των έργων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025. Κεντρικοί στόχοι σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας του προγράμματος είναι η στήριξη νέων επιστημόνων, η προώθηση συνεργασιών μεταξύ πανεπιστημίων, καθώς και η αναβάθμιση των ερευνητικών υποδομών με προοπτική κοινωνικού και οικονομικού αντίκτυπου.

Εδώ να πούμε ότι η συγγραφή μίας ερευνητικής πρότασης είναι αρκετά εξαντλητική και θέλει μόχθο και πολλές ανθρωποώρες από επιστήμονες διαφορετικών πεδίων. Είναι μία εργασία που δεν αμείβεται και συνήθως έχει μικρές πιθανότητες χρηματοδότησης στη χώρα μας (όχι λόγω έλλειψης επιστημονικού περιεχομένου αλλά λόγω περιορισμένων πόρων και μεγάλου ανταγωνισμού)

Μετά από έναν χρόνο καθυστέρησης –εδώ υπενθυμίζουμε ότι η προθεσμία ολοκλήρωσης είναι η 31 Δεκεμβρίου του 2025 και τα έργα δεν έχουν ακόμα ξεκινήσει– το υπουργείο Παιδείας συγκρότησε δωδεκαμελή επιτροπή αξιολόγησης με αδιαφανή κριτήρια. Τα μέλη της, προερχόμενα από αντικείμενα μακρινά από τα περισσότερα επιστημονικά πεδία των υποβαλλόμενων προτάσεων, κλήθηκαν να κρίνουν εκατοντάδες ερευνητικά έργα σε μόλις δυόμιση μήνες. Οι αξιολογήσεις που παρήγαγαν δεν είχαν μόνο πραγματολογικά λάθη, αλλά σε πολλές περιπτώσεις έφεραν εμφανή ίχνη αυτόματης παραγωγής μέσω συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης /LLM –πρακτική που εγείρει σοβαρά ζητήματα νομιμότητας και δεοντολογίας. Δεν είναι τυχαίο ότι κορυφαίοι ερευνητές και ερευνήτριες, με διεθνώς αναγνωρισμένο έργο, βρέθηκαν αποκλεισμένοι από χρηματοδότηση, την ίδια ώρα που οι εκθέσεις κρίσης τους υποτιμούσαν ακόμη και τα ίδια τους τα βιογραφικά.

Η εικόνα αυτή δεν είναι μεμονωμένη. Προηγήθηκαν οι «Συμπράξεις Ερευνητικής Αριστείας», όπου οι καταγγελίες για σκανδαλώδεις αξιολογήσεις ήταν επίσης καταιγιστικές· η δραματική μείωση των υποτροφιών του ΙΚΥ· η παύση της τακτικής χρηματοδότησης του ΕΛΙΔΕΚ. Όλα αυτά συγκροτούν μια συνεκτική πολιτική απαξίωσης της βασικής και ελεύθερης έρευνας, της οποίας η κοινωνική χρησιμότητα είναι αναντικατάστατη ενώ ταυτόχρονα μάς δείχνει με τον πλέον καθαρό τρόπο την πρακτική του υπουργείου Παιδείας και της κυβέρνησης για το δημόσιο πανεπιστήμιο, τα ερευνητικά κέντρα και την έρευνα.

Η κυβέρνηση, πίσω από τα μεγάλα λόγια περί «αξιοκρατίας» και «καινοτομίας», διαχειρίζεται τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης –για να μην ειπωθεί με τρόπο ΟΠΕΚΕΠΕ– με τρόπο που εξυπηρετεί συμφέροντα, αποκλείει ολόκληρα επιστημονικά πεδία –ιδίως τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες– και τελικά συρρικνώνει τις δυνατότητες των πανεπιστημίων να αποτελέσουν μοχλό γνώσης και κοινωνικής προόδου. Στον βωμό μιας στρεβλής λογικής ανταγωνιστικότητας, η έρευνα μετατρέπεται από δημόσιο αγαθό σε προνόμιο λίγων.

Η απάντηση σε αυτή την πορεία δεν μπορεί να είναι άλλη από τη συλλογική διεκδίκηση: αύξηση της δημόσιας και σταθερής χρηματοδότησης· επαναφορά των αξιολογήσεων στο ΕΛΙΔΕΚ με πιστοποιημένους αξιολογητές· στήριξη όλων των επιστημονικών κλάδων, από τις φυσικές επιστήμες ως τις ανθρωπιστικές· θεσμική κατοχύρωση δικαιωμάτων για τους νέους ερευνητές, πλήρη αποχή από κάθε συμμετοχή της πανεπιστημιακής έρευνας στη χρηματοδότηση της πολεμικής οικονομίας, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις κοινωνικές ανάγκες.

Η υπόθεση «Εμπιστοσύνη στα Αστέρια μας» είναι, στην πραγματικότητα, άλλη μια κραυγή δυσπιστίας απέναντι σε μια πολιτική που αντιμετωπίζει τη γνώση ως εμπόρευμα και τους ερευνητές ως αναλώσιμους. Η ριζοσπαστική απάντηση οφείλει να είναι σαφής: έρευνα για τις κοινωνικές ανάγκες, για την ισότητα, για τη δημοκρατία. Έρευνα που θα παραμένει δημόσιο αγαθό και κοινός μας πλούτος.

Υ.Γ.

Τον Σεπτέμβριο του 2024 κατατέθηκαν 1.938 προτάσεις στο πλαίσιο της Παρέμβασης ΙΙ του προγράμματος «Ερευνώ-Καινοτομώ» που αφορά τις Συμπράξεις Επιχειρήσεων με Ερευνητικούς Οργανισμούς. Να μας ενημερώσει το υπουργείο Ανάπτυξης και η γενική γραμματεία Έρευνας εάν έχουν ανοίξει οι φάκελοι για αξιολόγηση και έλεγχο πληρότητας. Φήμες λένε ότι δεν έχει ανοίξει ούτε ένας φάκελος της Παρέμβασης ΙΙ και ότι εάν βγάλουν αποτελέσματα του χρόνου η επιστημονική κοινότητα θα πρέπει να αισθάνεται ευγνωμοσύνη. Για το φιάσκο του ΟΠΣΚΕ θα τα πούμε άλλη στιγμή.

Η ΕΠΟΧΗ