Macro

Γιάννης Σπιλάνης: Το μετέωρο βήμα μεταξύ βιώσιμης ανάπτυξης και υπερτουρισμού

Το πόσοι τουρίστες θα έρθουν και φέτος, αφού ίσως ήδη το 2024 να σπάσαμε το φράγμα των 40 εκατ. αφίξεων, πόσα είναι τα καινούργια ξενοδοχεία, και μάλιστα σε μονάδες πολυτελείας από τα διεθνή brand, αλλά και κατά πόσο θα σπάσει το ρεκόρ συνολικών εισπράξεων κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση από τους οπαδούς της χωρίς όριο τουριστικής μεγέθυνσης, που βλέπουν στον τουρισμό την ατμομηχανή της ανάπτυξης.

Η παράλληλη συζήτηση που γίνεται, ότι λείπουν πάνω από 100 χιλιάδες εργαζόμενοι, δεν απασχολεί, τουλάχιστον τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, που έτσι κι αλλιώς τα πριν την πανδημία χρόνια στηριζόντουσαν στους φτηνούς «εκπαιδευόμενους» εισαγόμενους από τις ανατολικές χώρες, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας.

Συμπλήρωμα της συζήτησης αυτής είναι η ανάγκη για περισσότερες υποδομές που πρέπει να κατασκευαστούν άμεσα, ώστε να αναβαθμιστούν αεροδρόμια, λιμάνια και πλοία, δρόμοι (ο σιδηρόδρομος έχει βγει εντελώς από τη συζήτηση), συστήματα ύδρευσης (συμπεριλαμβανόμενων και νέων αφαλατώσεων), αποχέτευσης και διαχείρισης στερεών αποβλήτων, δίκτυα ενέργειας (κυρίως ΑΠΕ) και επικοινωνιών για να καλύψουν τις ανάγκες της πρόσθετης τουριστικής ζήτησης. Το πού θα βρεθούν οι οικονομικοί πόροι, κατά πόσο θα είναι ανταποδοτικά τα έργα, αλλά και κατά πόσο τα έργα αυτά θα αλλοιώσουν οριστικά το ευάλωτο τοπίο και θα υποβαθμίσουν χωρίς επιστροφή τους φυσικούς πόρους απασχολεί εδώ και χρόνια την ομάδα των «καθ’ έξιν γκρινιάρηδων» που ευτυχώς την τελευταία περίοδο έχει διευρυνθεί λόγω της αύξησης των προβλημάτων και των αντιδράσεων των πολιτών.

Η ομάδα αυτή επισημαίνει μεταξύ άλλων:

Η κατά κεφαλή δαπάνη των τουριστών την τελευταία εικοσαετία δεν αυξάνεται, ενώ τα καταλύματα πολυτελείας έχουν ξεπεράσει το 50% του συνόλου και οι υπερπολυτελείς βίλες (ιδιόκτητες και ενοικιαζόμενες) το ίδιο.

Οι μισθοί στον τουρισμό παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλοί σε σύγκριση με τους άλλους οικονομικούς κλάδους, ενώ οι συνθήκες εργασίας έχουν σαφώς χειροτερεύσει (7 ημέρες στις 7, 12+ ώρες απασχόλησης).

Οι διαρροές που προκαλεί η τουριστική μεγέθυνση αυξάνονται με την αύξηση των ξένων επενδύσεων, των ξένων εργαζόμενων, των εισαγωγών μέσων μεταφοράς, καυσίμων, προϊόντων και υπηρεσιών για να εξυπηρετηθούν οι τουρίστες.

Η παραγωγικότητα της εργασίας στον τουρισμό είναι ιδιαίτερα χαμηλή και δεν συμβάλλει στην αντιμετώπιση των χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας, που την κατατάσσουν στην προτελευταία θέση της ΕΕ σε ανταγωνιστικότητα και καινοτομία.

Οι επενδύσεις στην οικοδομή και ειδικά στην κατοικία – τουριστικό κατάλυμα, που κυριαρχούν γιατί γεννούν υπεραξίες αλλά και μαύρο χρήμα, δεν βελτιώνουν τη διάρθρωση της οικονομίας.

Οι τόποι αλλοιώνονται με αστρονομική ταχύτητα με πολύπλευρες συνέπειες.

Η οικονομική συνιστώσα δεν αρκεί

Αυτά αφορούν στη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας που δεν βελτιώνεται από την τουριστική μεγέθυνση ούτε και αν εξεταστεί μόνο η οικονομική συνιστώσα. Σε ό,τι αφορά την κοινωνική συνιστώσα, το χαμηλό επίπεδο εισοδήματος της χώρας και η συνεχιζόμενη μετανάστευση του εκπαιδευμένου ανθρώπινου δυναμικού αποτελούν δύο από τα στοιχεία. Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι συνεχής και ανεξέλεγκτη, όπως επεσήμανε και ο Συνήγορος του Πολίτη στην έκθεση του, εστιάζοντας όχι μόνο στη δόμηση χωρίς κανόνες (όπως το βιώνουμε σε περιπτώσεις όπως το Σαρακήνικο της Μήλου), αλλά και σε μια σειρά παραμέτρους όπως είναι το νερό, το τοπίο, η παράκτια ζώνη, το γεωπεριβάλλον κ.λπ.

Το ερώτημα που πλανάται στις πιο τουριστικές περιοχές της χώρας με έμφαση στα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, του Ιονίου, την Κρήτη, τη Θάσο και σε ορισμένες παράκτιες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, είναι αν έχει ξεπεραστεί και αυτή η φέρουσα ικανότητα των τόπων, με αποτέλεσμα η κατάσταση να είναι μη αναστρέψιμη. Η φέρουσα ικανότητα δεν αφορά τον τουρισμό, αλλά τον προορισμό και το κατά πόσο αυτός μπορεί να αντέξει από το αποτύπωμα που αφήνουν όλες οι δραστηριότητες που υπάρχουν, μαζί με τον τουρισμό. Αυτό που ενδιαφέρει είναι αν στον τόπο δημιουργούνται ή υποσκάπτονται οι προϋποθέσεις για να υπάρχει ανθρώπινη και περιβαλλοντική ευημερία τώρα και στο μέλλον.

Η καλπάζουσα εκληματικότητα και παραβατικότητα στις περιοχές με έντονη τουριστική δραστηριότητα (λόγω των υπερκερδών που αυτή εξασφαλίζει), σε συνδυασμό με άλλα φαινόμενα υποβάθμισης της ποιότητας ζωής των κατοίκων (καταπάτηση δημόσιων χώρων, κυκλοφοριακό, έλλειψη νερού, υπερβολικός θόρυβος, διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος, αδυναμία πρόσβασης σε παραλίες, αδυναμία εύρεσης κατοικίας, άνοδος τιμών, δυσκολία προσαρμογής από το υπερφορτωμένο καλοκαίρι στη χειμερινή αδράνεια κ.λπ.) είναι στοιχεία υπερτουρισμού.

Το σκεπτικό των «αρνητών»

Οι «αρνητές» του υπερτουρισμού στην Ελλάδα υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο αυτό συμβαίνει για σύντομο χρονικό διάστημα, στην κορύφωση της τουριστικής περιόδου, που κυμαίνεται από έναν μέχρι τρεις-τέσσερις μήνες, και ότι την υπόλοιπη περίοδο οι προορισμοί είναι «άδειοι», δεν υπάρχει ζωή. Δηλαδή βγάζουν έναν μέσο όρο μεταξύ υψηλής και χαμηλής πίεσης, μεταξύ του «είναι αδύνατη η ζωή» και «δεν υπάρχει ζωή». Είναι μια ιδιαίτερη «γνωμάτευση» που τους επιτρέπει να ισχυριστούν ότι οι προορισμοί μπορούν να αντέξουν ακόμη μεγαλύτερη πίεση που φέρνει η δημιουργία και νέων κλινών (επαγγελματικών και ιδιωτικών) και επομένως προτείνουν μέσω των χωροταξικών σχεδίων συνέχιση της δόμησης ακόμη και σε περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ως «κορεσμένες».

Οι «αρνητές» της έννοιας της φέρουσας ικανότητας προσομοιάζουν με τους αρνητές της κλιματικής αλλαγής, που δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα (παραγωγή και κατανάλωση), με την ένταση που γίνεται, έχει ξεπεράσει τα περισσότερα από τα εννέα πλανητικά όρια που καθόρισαν επιστήμονες και αποδέχτηκε η μεγάλη πλειοψηφία των χωρών του κόσμου. Ούτε ενδιαφέρονται για το αν θα επιτευχθούν οι Παγκόσμιοι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs) που έχουν τεθεί για το 2030 από τα Ηνωμένα Έθνη και αφορούν πέρα από το περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία.

Το ερώτημα είναι: Πώς μπορούμε να κινηθούμε αν έχουμε διαπιστώσει το πρόβλημα, ενώ οι «αρνητές» κινούνται στη λογική «business as usual» ή «πάμε και όπου βγει», όπως φαίνεται και στο σχέδιο του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου του Τουρισμού που βρίσκεται σε επεξεργασία; Γκολφ και πισίνες στις άνυδρες περιοχές, χιονοδρομικά χωρίς χειμώνα, νέα καταλύματα παντού (ακόμη και σε ακατοίκητα νησιά), κυρίως πολυτελή και εκτός κλίμακας, κατασκευές «πάνω στο κύμα» και πάνω σε περιοχές πλούσιας βιοποικιλότητας, ρυπογόνα κροουαζιερόπλοια-πολιτείες, ταξίδια αναψυχής αστραπή (fast tourism), δημιουργία οικονομιών και κοινωνιών που εξαρτώνται από την πρόσοδο των ιδιωτικών ενοικιάσεων σύντομης διάρκειας, είναι μερικές από τις επιλογές που γίνονται ρητά ή άρρητα, συνειδητά ή ασυνείδητα και οδηγούν αναπότρεπτα στην ταχύτατη μείωση της ανθεκτικότητας των προορισμών και του πλανήτη. Και όλα αυτά «βαφτισμένα» ως βιώσιμη ανάπτυξη, ενώ είναι μεγέθυνση χωρίς όρια.

Εναλλακτικά σενάρια

Δύο είναι τα βασικά εναλλακτικά σενάρια για τον τουρισμό:

Το ένα, το ελάχιστο αποδεκτό με δεδομένη την κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, είναι η εφαρμογή δράσεων για τη διαχείριση του προβλήματος με αλλαγές, μικρές και μεγάλες, που να περιορίσουν το μέγεθος του αποτυπώματος της κάθε τουριστικής διανυκτέρευσης σε ό,τι αφορά την κατανάλωση ενέργειας, την κατανάλωση νερού, την παραγωγή αποβλήτων, την κατανάλωση εδάφους και βιοποικιλότητας, χερσαίας και θαλάσσιας. Αποτελεί μια προσπάθεια για πράσινη μετάβαση, που όμως θα έχει περιορισμένα σε εύρος και χρόνο αποτελέσματα, εφόσον η αύξηση τουριστικών κλινών και ροών συνεχίζεται σε έναν προορισμό.

Το δεύτερο είναι η εφαρμογή πολιτικών που θα μεταβάλουν το τουριστικό προϊόν ανατρέποντας το σημερινό μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει πλέον περιθώριο για μεγέθυνση με «πολυτέλεια» που εξαντλεί τους πόρους και δημιουργεί μη βιώσιμες καταστάσεις. Το νέο μοντέλο αυτό οφείλει να επιβάλει έναν «αργό και λιτό τουρισμό», βάζοντας όρια στην κατανάλωση φυσικού κεφαλαίου και λαμβάνοντας υπόψη τα όρια και τη διατήρηση της ταυτότητας των προορισμών. Προορισμοί που θα αναδεικνύουν τους τοπικούς φυσικούς, πολιτιστικούς και παραγωγικούς τους πόρους, με εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, με κατασκευή πράσινων υποδομών και βασικό στόχο τη βελτίωση της εργασίας και της ποιότητας ζωής των κατοίκων, προσφέροντας ευεξία και μοναδικές εμπειρίες στους επισκέπτες, ενώ ταυτόχρονα θα επιτρέπουν στις τοπικές κοινωνίες να απολαμβάνουν τους καρπούς του τουρισμού.

Η ΕΠΟΧΗ