Macro

Γιάννης Ραντίν: Η βίαιη μεταβολή του στεγαστικού μοντέλου στην Ελλάδα

Το στεγαστικό είναι ένα ζήτημα που τα τελευταία χρόνια βρίσκεται στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης, απασχολώντας ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Δεν πρόκειται για μεμονωμένο ελληνικό φαινόμενο, αλλά για ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις, από το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, έως το Τόκιο και το Ρίο Ντε Τζανέιρο υπάρχουν προκλήσεις σε πρωτόγνωρη κλίμακα, όπως ο εξευγενισμός, οι εξώσεις και μια απώλεια της ταυτότητας των γειτονιών. Άρα, οι οικογένειες και τα νοικοκυριά είναι δυσαρεστημένα με τη έλλειψη διαθεσιμότητας κατοικιών και με το ποσοστό που δαπανάται για τη στέγαση. Εκτιμάται πως το 2017 τριακόσια τριάντα εκατομμύρια νοικοκυριά, δηλαδή πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι, δυσκολεύονταν στη διασφάλιση ποιοτικής και προσιτής κατοικίας.
 
Όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται ένα χώρο κοινωνικοποίησης, ασφάλειας και ηρεμίας. Η αυξημένη χρηματιστικοποίηση της στέγης θέτει σε κίνδυνο όλες τις παραπάνω λειτουργίες. Η τάση που έχει εντατικοποιηθεί από την οικονομική κρίση του 2008 και έπειτα βλέπει τη στέγη σαν ένα οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό αγαθό, σαν ένα ομόλογο. Το οικιστικό απόθεμα αντιμετωπίζεται, επομένως, σαν ένα τμήμα του χαρτοφυλακίου μιας εταιρείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Νέα Υόρκη, όπου οι πολυτελείς ουρανοξύστες είναι κατά το 50% κενοί και αχρησιμοποίητοι, αλλά αλλάζουν συνέχεια ιδιοκτήτες, που εκτιμούν ότι η αξία των ακινήτων θα αυξηθεί στο μέλλον.
 
Η κατοικία από τους μεγάλους επενδυτές δεν θεωρείται αξία χρήσης (το σπίτι ως τόπος διαμονής), αλλά κεφάλαιο που είναι σε θέση να παράγει άλλο κεφάλαιο.
 
 
Εξοντωτικές δαπάνες
 
 
Η Ελλάδα είναι γενικά μια από τις χώρες όπου το στεγαστικό πρόβλημα είναι εντονότερο και έχει επιδεινωθεί με τη μεγάλη άνοδο του τουρισμού. Στατιστικά, το 2023, στα αστικά κέντρα, περίπου ένας στους τρεις κατοίκους ξοδεύει περισσότερο από το 40% του εισοδήματός του σε δαπάνες που σχετίζονται με τη στέγαση (ενοίκιο, δαπάνες για ηλεκτρικό ρεύμα, ύδρευση κλπ), ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση περίπου ένας στους δέκα κατοίκους ξοδεύει το 40% του εισοδήματός του για τις ίδιες παροχές. Στη χώρα μας παρατηρούνται, όμως, υψηλές δαπάνες σχετιζόμενες με τη στέγαση και στις αγροτικές περιοχές. Εκτιμάται πως περίπου ένας στους τέσσερις κατοίκους μη αστικών περιοχών δαπανά επίσης πάνω από το 40% του εισοδήματός του για την εξασφάλιση στέγης.
 
Η Ελλάδα, όπως και άλλες μεσογειακές χώρες, είχε υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης. Παρατηρείται όμως, από την αρχή της κρίσης, μια τάση μείωσης. Η ΕΛΣΤΑΤ, για παράδειγμα, εκτιμά πως το ποσοστό ιδιοκατοίκησης μειώθηκε κατά 11,3 ποσοστιαίες μονάδες από το 2005 (το 2005 εκτιμάται ότι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης ήταν σχεδόν 85%) έως το 2021. Με πρόσφατα στοιχεία του 2023 η ιδιοκατοίκηση έχει ποσοστό 69,6%, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 69,2%, δηλαδή η Ελλάδα είναι πλέον πολύ κοντά στον μέσο όρο. Αντίθετα, άλλες μεσογειακές χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία, παραμένουν κοντά στο 75%. Το στεγαστικό μοντέλο της Ελλάδας είναι σε μια βίαιη περίοδο μετάβασης, από το παραδοσιακό μεσογειακό μοντέλο ιδιοκατοίκησης, προς ένα νέο πρότυπο, όπου όλο και περισσότεροι άνθρωποι ενοικιάζουν την κατοικία τους.
 
Αυτό σημαίνει ότι 1) πολλοί άνθρωποι δεν είναι πλέον σε θέση να συντηρήσουν τον ιδιόκτητο χώρο διαμονής τους με τα έξοδα που αυτό συνεπάγεται και 2) η απώλεια του ιδιόκτητου χώρου οδηγεί σε ευαλωτότητα και στην αγορά εργασίας, καθώς αυξάνεται η ανάγκη του εργαζομένου για οποιαδήποτε εργασία, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις του μισθώματος.
 
 
Τουρισμός και airBnB
 
 
Ο τουρισμός και η άνοδος της βραχυχρόνιας μίσθωσης έχει αυξήσει την πίεση στο οικιστικό απόθεμα πολλών περιοχών. Αυτό παρατηρείται στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και σε παραθαλάσσιες περιοχές, με αποτέλεσμα τουριστικά νησιά να μη μπορούν να κρατήσουν αναγκαίους εργαζόμενους σε τομείς όπως η εκπαίδευση και η υγεία. Το πρόβλημα δεν δημιουργείται μόνο από τις υψηλές τιμές των ενοικίων και των κατοικιών προς πώληση, αλλά και από τους καθηλωμένους μισθούς, σε συνδυασμό με την αυστηροποίηση των διαδικασιών χορήγησης στεγαστικών δανείων από τις τράπεζες.
 
Η κατοικία στην Ελλάδα, για πολλές οικογένειες, λειτούργησε σαν κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας. Μια οικογένεια, όταν βρισκόταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, πουλούσε τα ακίνητα που είχε στην κατοχή της. Το στοιχείο της οικογένειας ήταν και είναι πολύ έντονο, με τους ανθρώπους που βρίσκονταν σε ανεργία ή με χαμηλά εισοδήματα να στηρίζονται στο οικογενειακό περιβάλλον για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών τους. Το 2024 αυτό το πλαίσιο έχει αρχίσει να αποδυναμώνεται.
 
Η προσιτή στέγη είναι ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για την ποιότητα ζωής του ανθρώπου. που δεν βιώνεται ομοιόμορφα από όλες τις κοινωνικές ομάδες. Τα φτωχότερα στρώματα, οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, και οι μειονότητες γενικότερα πλήττονται περισσότερο από την αγορά και μίσθωση ακινήτων, πόσο μάλλον όταν συνυπάρχουν πολλαπλές ιδιότητες, π.χ. μονογονεϊκή οικογένεια με μικρό εισόδημα.
 
Το ζήτημα των ακριβών ενοικίων πλήττει σχεδόν όλες τις γεωγραφικές περιοχές της χώρας, όχι όμως στον ίδιο βαθμό. Στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στις 9 Δεκεμβρίου 2024 δείχνουν μια τρομακτική άνοδο στην Αττική, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να παρουσιάζονται στο Μοσχάτο, όπου η αύξηση της αξίας των ακινήτων ήταν της τάξεως του 116%, με το ιστορικό κέντρο να παρουσιάζει επίσης υψηλή άνοδο, και ειδικά στην περιοχή του Ψυρρή, που έχει γίνει τουριστικός προορισμός. Αν συνεχιστούν αυτές οι αυξήσεις, υπάρχει κίνδυνος πολλές περιοχές να χάσουν τον χαρακτήρα της γειτονιάς , με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη μικρή επιχειρηματικότητα και για τους παλαιούς κατοίκους που αναγκάζονται να αλλάξουν περιοχή.
 
Η κατάσταση στην Ελλάδα επιδεινώνεται από τη χαμηλή ποιότητα της μέσης οικίας. Η ενεργειακή αποδοτικότητα μεγάλου μέρους των κατοικιών είναι χαμηλή, με κακή μόνωση, έλλειψη θέρμανσης και υψηλές ενεργειακές απαιτήσεις, με ιδιοκτήτες που δεν διαθέτουν τους πόρους (ή συχνά τη βούληση) να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες αλλαγές για την ενεργειακή αναβάθμιση του ακινήτου. Οι ευάλωτες ομάδες, συνεπώς, αναγκάζονται λόγω των οικονομικών συνθηκών να διαμένουν σε κατοικίες που τους θερινούς και χειμερινούς μήνες έχουν θερμοκρασίες που δυσχεραίνουν την ποιότητα ζωής και την υγεία τους. Η κακή ποιότητα αυτών των ακινήτων δεν εμποδίζει τους ιδιοκτήτες από το να έχουν παράλογες απαιτήσεις, τόσο για την πώληση όσο και για τη μίσθωση του ακινήτου τους. Είναι πασίγνωστα τα παραδείγματα κατοικιών σε κακή κατάσταση, που οι ιδιοκτήτες τους προσπαθούν να πουλήσουν σε υπέρογκες τιμές.
 
 
Τι κάνουμε;
 
 
Η στέγαση απασχόλησε πολύ την ελληνική κοινωνία κατά τη διάρκεια των χρόνων της κρίσης. Στην Ελλάδα, μολονότι δεν υπήρχε μια παράδοση αγώνων σαν της Ισπανίας, υπάρχει μεγάλη κινητοποίηση κατά των εξώσεων και των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας. Τα τελευταία χρόνια το ζήτημα αυτό έχει επανέλθει και έχει δημιουργηθεί ένα νέο δυναμικό κίνημα υπέρ της στέγασης, με ανοιχτά καλέσματα, συζητήσεις και διαδηλώσεις συλλογικοτήτων, τόσο στην Αθήνα, όσο και σε άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας. Το γεγονός αυτό είναι ενθαρρυντικό και η συζήτηση που έχει ανοίξει αποτελεί σημείο αλλαγής για τα ελληνικά δεδομένα.
 
Από τα κινήματα έχουν παραχθεί πολλές προτάσεις επίλυσης του προβλήματος, όπως η αξιοποίηση των κενών κατοικιών (οι οποίες αποτελούν περίπου το 21% του συνόλου στην Αττική και σε μεγάλο βαθμό ανήκουν σε τράπεζες) και των κενών και αχρησιμοποίητων δημόσιων κτηρίων. Υπάρχουν πάνω από 70.00 κενά κτήρια δημόσιας και δημοτικής ιδιοκτησίας, πολλά από τα οποία είναι σε πολύ κακή κατάσταση, λόγω εγκατάλειψης. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ίδιοι οι δημόσιοι φορείς δεν γνωρίζουν το μέγεθος της περιουσίας τους. Συνεπώς, είναι αναγκαία η καταγραφή του μεγέθους και της κατάστασης αυτής της περιουσίας, όχι μόνο για τη συντήρηση και αξιοποίησή τους, αλλά και για την προστασία τους. Επίσης, η συζήτηση γύρω από τη στέγη αποτελεί ευκαιρία να διατυπωθούν ιδέες και επιτυχημένες πρακτικές από προγράμματα άλλων πόλεων και χωρών. Σημαντικό βήμα, όμως, αποτελεί η στοχοθεσία και η δημιουργία, μετά από διάλογο, ενός πλαισίου για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το δικαίωμα στην κατοικία τον 21ο αιώνα.
 
Η συλλογική συνεργατική κατοικία αποτελεί μια άλλη ενδιαφέρουσα ιδέα. Αυτή η πρόταση ερευνά εναλλακτικές εκτός της κερδοσκοπικής χρήσης της ιδιοκτησίας και προσπαθεί να αποεμπορευματοποιήσει την έννοια της κατοικίας. Τα μοντέλα συλλογικής ανάπτυξης αναβιώνουν στις Κάτω Χώρες, ιδίως στο Βέλγιο. Σύμφωνα με το μοντέλο της συλλογικής κατοικίας, οι πολίτες εντάσσονται σε ένα σχετικό πρόγραμμα, το οποίο τους παρέχει περισσότερες δυνατότητες και ευκολίες από αυτές που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν μεμονωμένα. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου οι πολίτες έχουν περιορισμένες αποταμιεύσεις, η συνεργασία μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση του στεγαστικού προβλήματος. Ο θεσμός των ενεργειακών κοινοτήτων θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την ενεργειακή αναβάθμιση και ανακαίνιση κατοικιών.
 
Παρόλο που το δικαίωμα στην κατοικία είναι θεσμοθετημένο στο άρθρο 21 παράγραφος 4 του ελληνικού Συντάγματος, που αναφέρει ότι «Η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που τη στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του κράτους», οι κρατικές παρεμβάσεις σε αυτόν τον τομέα υπήρξαν περιορισμένες. Η διατύπωση είναι γενική, αλλά παρέχει τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να παρεμβαίνουν σε αυτόν τον τομέα. Σημαντική επίσης είναι η θεσμοθέτηση επίσημων φορέων στεγαστικής πολιτικής, κάτι που απουσίασε σε μεγάλο βαθμό ιστορικά από τη χώρα.
 
Η κατοικία, ως ένα από τα κύρια προβλήματα της εποχής μας, απαιτεί ριζοσπαστικές λύσεις και η στεγαστική πολιτική είναι κεντρικό στοιχείο της ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής, με την πρόσβαση σε αυτήν να αποτελεί αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα.
 
Γιάννης Ραντίν