Μπαίνοντας στον πέμπτο χρόνο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, έχει καταστεί κοινοτοπία να επισημαίνουμε τον άμεσο έλεγχο που ασκεί το Μέγαρο Μαξίμου στα ΜΜΕ, και ιδίως σ’ αυτά που ακόμα ηγεμονεύουν στον δημόσιο λόγο, τα τηλεοπτικά κανάλια. Όσο κι αν οι σχέσεις αυτές εμφάνισαν κάποιες ρωγμές μετά το σκάνδαλο των υποκλοπών, που κλόνισε το κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ της κυβέρνησης και των στελεχών και εκδοτών των ΜΜΕ, οι διπλές εκλογές του περασμένου καλοκαιριού επισφράγισαν το αδιάρρηκτο αυτής της κυριαρχίας.
Σε έναν βαθμό, μάλιστα, οι όροι με τους οποίους επιτεύχθηκε ο έλεγχος της πληροφορίας είναι απολύτως διάφανοι και γνωστοί στο ευρύ κοινό. Το «καρότο» για τους εκδότες υπήρξε η πρόσβαση σε ποικίλες πηγές δημόσιου χρήματος (η λίστα Πέτσα ωχριά μπροστά στο πλήρες μέγεθος αυτού του διανεμητικού μηχανισμού) καθώς και η προνομιακή μεταχείριση ως προς τις τραπεζικές τους υποχρεώσεις, ενώ το «μαστίγιο» για τους δημοσιογράφους περιλάμβανε απολύσεις, εκβιασμούς, μηνύσεις, οργανωμένες επιχειρήσεις συκοφάντησης, παρακολουθήσεις και πολλά άλλα.
Οπως είχε γράψει κάποτε ένας δημοσιογράφος με πλούσιο έργο σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές εφημερίδες του 19ου αιώνα ονόματι Καρλ Μαρξ, ο ελεύθερος Τύπος είναι «ο ευφραδής δεσμός που συνδέει το άτομο με το κράτος και τον κόσμο». Εύκολα θα μπορούσε να συναγάγει κανείς από αυτόν τον ισχυρισμό ότι, αντίστοιχα, σκοπός της λογοκρισίας, όπου αυτή ασκείται, είναι να διαρρηγνύεται αυτός ο δεσμός. Όμως το σύνηθες δεν είναι να αποκόπτεται η πρόσβαση στην πληροφορία, αλλά, αντιθέτως, να ελέγχεται ό,τι διαμεσολαβεί τη μετάδοσή της: η μορφή, ο χρόνος, η πλαισίωση, η ιεράρχηση, η αφήγηση.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι επί των ημερών της κυβέρνησης Μητσοτάκη η ένταση αυτού του λογοκριτικού μηχανισμού έφτασε στο απόγειο. Ο δε ρόλος του Μεγάρου Μαξίμου ως «εθνικού αρχισυντάκτη» δεν πέρασε απαρατήρητος ούτε εντός της Ελλάδας ούτε εκτός αυτής, όπως έχουν δείξει οι διεθνείς αξιολογήσεις της χώρας ως προς την ελευθερία του Τύπου και οι -τυπικές ή ουσιαστικές μένει να αποδειχθεί- παρεμβάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων για την επιδιόρθωση της κατάστασης. Και καλώς, καθώς τα αποτελέσματα μιας τέτοιου μεγέθους συστημικής βίας παράγουν τόσο ορατά και απτά αποτελέσματα, που θα ήταν αδύνατο και εξόχως επικίνδυνο να αγνοηθούν.
Ομως η ένταση της κρατικής λογοκρισίας ενδέχεται να συσκοτίζει και πιο αθέατες, συχνά ακούσιες συναινέσεις που παράγουν ο Τύπος και η δημοσιολογία, ακόμα κι από τα χείλη και τις πένες αυτών που στέκονται ως αντιπολιτευόμενοι. Αν έχει δείξει κάτι η περασμένη τετραετία ή και τα τελευταία δεκατρία χρόνια, είναι ότι η πληροφορία, με κάποιον τρόπο και μέσα από αντιξοότητες, συχνά κατάφερνε να βρει έστω μια πλάγια δίοδο προς το κοινό.
Αυτό που μοιάζει, ωστόσο, πραγματικά αδιαπέραστο είναι το κοσμοείδωλο που ευνοεί τον μητσοτακισμό. Μέσα στις τεκτονικές μεταβολές των τελευταίων ετών, σχεδόν κανείς δεν αναρωτήθηκε από πού προήλθαν διάφορες ιδεολογικές κατασκευές που, αφού έγιναν πρώτα συμπαγείς, κατέληξαν καθολικές και στο τέλος αυτονόητες σε τέτοιον βαθμό, που να αποτελούν τα κοινά εκφραστικά μέσα ριζικά διαφορετικών πολιτικών χώρων.
Αναρωτήθηκε κανείς πώς έφτασε η «ανάπτυξη» να γίνει προτεραιότητα ακόμα και γι’ αυτούς που θα ισοπεδωθούν από αυτή; Πώς έφτασε να αντιστρέφεται σιωπηλά και κοινή συναινέσει η βασική κατάκτηση της Μεταπολίτευσης, δηλαδή η απομάκρυνση του στρατού από τα πολιτικά πράγματα; Ή πώς φτάσαμε από την υγιή και πολιτικοποιημένη αντίδραση στον νόμο στο να μετριέται μέχρι και το δικαίωμα της πρόσβασης στις ελεύθερες παραλίες σε κλίμακα ανομίας;
Η προβληματικοποίηση αυτών των φαινομένων ή η απόρριψη των όρων διεξαγωγής της συζήτησης δεν βρήκαν ποτέ χώρο στον δημόσιο λόγο. Ο πλουραλισμός του σχολιασμού επί των ειδήσεων αντικαταστάθηκε σταδιακά από ένα ολοένα και πιο περιορισμένο πλαίσιο, όπου μία φωνή εκπροσωπεί ανοιχτά και λυσσαλέα το ακροκεντρώο status quo, ενώ οι αντιπολιτευόμενες φωνές περιορίζονται σε πολύ συγκεκριμένες, στενά κομματικές εκπροσωπήσεις.
Από την άλλη, έχοντας να αντιμετωπίσει τόσο τη συστημική κριτική του «λαϊκισμού» όσο και τους κινδύνους του κοσκινίσματος από τη συλλογική διάνοια του στρατευμένου Διαδικτύου, το μάχιμο ρεπορτάζ απάντησε στην ολιγοφωνία αυτή με ένα μοντέλο που προτάχθηκε πρωτίστως από ανεξάρτητους αλλά και κάποιους θαρραλέους συστημικούς δημοσιογράφους ως αντίβαρο στην προπαγάνδα. Καθιερώθηκε έτσι ένα στιλ στεγνού και αυστηρού ρεπορτάζ, που απέτασσε μετά βδελυγμίας κάθε υποψία σχολιασμού προκειμένου να επιδεικνύει την αυστηρή δεοντολογία του εκάστοτε γράφοντος σε αντίστιξη με την υπαγορευμένη ή ασπόνδυλη δημοσιογραφία.
Οι σκοποί ήταν παραπάνω από αγνοί, το μοντέλο ενδεχομένως υπαγορευμένο από τις συνθήκες και οι επιτυχίες αυτής της προσέγγισης κάθε άλλο παρά αμελητέες. Όμως η δημοσιογραφία δεν απευθύνεται σε μια ανώτερη ηθική αρχή που θα μας μετρήσει αναδρομικά την ώρα της κρίσης, αλλά αμολιέται στην καθημερινή αρένα της πληροφορίας με σκοπό να κυριαρχήσει πάνω στις άλλες αφηγήσεις. Με την παραίτηση από το σχόλιο, όταν η πληροφορία απεκδύεται δηλαδή του πλαισίου που την καθιστά σημαντική, ο εκάστοτε υπαίτιος έχει ήδη κερδίσει, έχοντας περιορίσει την κριτική που δέχεται σε μια απλή αξιολόγηση της επιτυχίας ή αποτυχίας των πεπραγμένων του. Η εξουσία και οι πολιτικές της τίθενται αυτομάτως στο απυρόβλητο.
Παραμονές της έκρηξης έντονων κοινωνικών συγκρούσεων που βράζουν στο υπέδαφος, χωρίς να είναι γνωστό πώς θα εκφραστούν και ποια συλλογικά υποκείμενα σε ποια στρατόπεδα θα τις εκπροσωπήσουν, είναι πια επείγον να διορθωθεί η διαλυμένη δημόσια σφαίρα. Χρειάζεται πλέον μια δημοσιογραφία πιο αφηγηματική και πιο σχολιαστική, που θα παράγει κοσμοείδωλα. Που θα προτιμά να πει μια κουβέντα παραπάνω, παρά μια κουβέντα λιγότερη. Μόνο έτσι θα σπάσει το ξόρκι της μονοφωνίας που συντηρεί και αναπαράγει οριζόντια την παρούσα, νοσηρή κατάσταση.
Ο Γιάννης-Ορέστης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος