Όχι στην ΚΥΑ κοστολόγησης-τιμολόγησης
Το καλοκαίρι του 2024 ήταν το πιο θερμό καλοκαίρι στα χρονικά για την Ελλάδα, αλλά και μια περίοδος που σε διάφορες περιοχές της χώρας (και κυρίως σε νησιά) εμφανίστηκαν φαινόμενα λειψυδρίας. Και αν το γεγονός του θερμότερου καλοκαιριού είναι στενά συνδεδεμένο με την εξελισσόμενη κλιματική αλλαγή, η οποία εκτός και άλλων επιπτώσεων, επιτείνει την ξηρασία και την ανομβρία, η λειψυδρία δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Συνδέεται με το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης του νερού και με την υπερκατανάλωση του νερού, άρα με το μοντέλο διαχείρισης των υδατικών πόρων, τις ακολουθούμενες μεθόδους άρδευσης, την έλλειψη υποδομών, και εν τέλει με το παραγωγικό μας μοντέλο.
Παρόλα αυτά, κρίνοντας από τις δηλώσεις του ΥΠΕΝ (υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας), αλλά και άλλων κυβερνητικών στελεχών, η λειψυδρία αποδίδεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην κλιματική κρίση. Και η νέα ΚΥΑ (Κοινή Υπουργική Απόφαση) για την κοστολόγηση και τιμολόγηση των υπηρεσιών ύδατος, που αποφάσισε η κυβέρνηση (ΦΕΚ Β’ 5438/27.09.2024), παρουσιάζεται ως «εργαλείο» για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας.
Με τη νέα ΚΥΑ υλοποιείται μια διαδικασία/μηχανισμός κοστολόγησης και τιμολόγησης των νερών όλης της χώρας και για όλες τις χρήσεις (ύδρευση, άρδευση, αποχέτευση). Ο δε έλεγχος και η έγκριση της διαδικασίας αυτής, δεν γίνεται από δημόσιους φορείς, αλλά από την ΡΑΑΕΥ (Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων). Μια δομή, που όπως έχει αναλυθεί και σε παλαιότερη αρθρογραφία, αποτελεί ενδιάμεσο στάδιο της κυβερνητικής πολιτικής, απώτερος στόχος της οποίας είναι η δημιουργία μιας νέας «αγοράς» που θα αφορά τις υπηρεσίες ύδρευσης, αποχέτευσης και άρδευσης. Όπου, η εποπτεία και ρύθμιση αυτής της «αγοράς» δεν θα γίνεται από το Δημόσιο, αλλά από τη ρυθμιστική αρχή για τα ύδατα, της οποίας οι πράξεις της είναι άμεσα εκτελεστές και δεν ελέγχονται από τον αρμόδιο υπουργό.
Στη νέα ΚΥΑ: (1) ο προσδιορισμός των τιμολογίων γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε τα συνολικά έσοδα να καλύπτουν το χρηματοοικονομικό κόστος του παρόχου. Δηλαδή πρέπει να επιτυγχάνεται κόστος ανάκτησης 100%, (2) δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για την περίπτωση της μη κάλυψης του 100% του κόστους ανάκτησης, (3) ο κανόνας για την ποσοστιαία μεσοσταθμική αύξηση των τιμολογίων, που δεν θα υπερβαίνει τη μέση ετήσια μεταβολή του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου χρόνου, αφορά τις μεταβολές των τιμολογίων εντός της ρυθμιστικής περιόδου (διάρκειας 5 χρόνων) και όχι την για πρώτη φορά εφαρμογή τιμολογίου με τη νέα ΚΥΑ. Και βέβαια με αιτιολογημένη έκθεση του παρόχου, μπορεί να ζητηθεί και μεγαλύτερη αύξηση και εντός της ρυθμιστικής περιόδου.
Επομένως, δεν υπάρχει εγγύηση ότι με την έναρξη των νέων κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης δεν θα δούμε σημαντικές αυξήσεις. Εξάλλου, το βήμα των αυξήσεων έχει προετοιμαστεί. Το «κλειδί», όπως ειπώθηκε, είναι να εξασφαλίζεται η ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, και αν μελετηθούν τα κείμενα της πρόσφατης 2ης αναθεώρησης των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού για τα υδατικά διαμερίσματα της χώρας, θα διαπιστωθεί ότι σε ελάχιστες περιπτώσεις παρόχων ύδατος το κόστος ανάκτησης είναι 100% ή μεγαλύτερο. Άρα, έχει «τεκμηριωθεί» η ανάγκη αύξησης στα τιμολόγια του νερού.
Η νέα αυτή ΚΥΑ για την κοστολόγηση και τιμολόγηση των υπηρεσιών ύδατος, εμφανίζεται αφού η προηγούμενη, του 2017, έχει ακυρωθεί στο σύνολό της με ομόφωνη απόφαση του ΣτΕ (Συμβούλιο της Επικρατείας, Απόφαση 2519/2022). Η προηγούμενη ΚΥΑ κοστολόγησης-τιμολόγησης κρίθηκε από το ΣτΕ ως αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Οδηγία 60/2000, που διακηρύσσει ότι «το ύδωρ δεν είναι εμπορικό προϊόν» και συνιστά τη διασφάλιση της ποιότητας του νερού και τη διαχείρισή του όχι ως εμπορικού προϊόντος, αλλά ως κοινωφελούς αγαθού. Και επομένως, η εθνική πολιτική παροχής υπηρεσιών ύδρευσης, συμπεριλαμβανομένης και της τιμολόγησης αυτών των υπηρεσιών, πρέπει να σχεδιάζεται από τα κράτη μέλη ως πολιτική παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, με βασικό κριτήριο την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της Οδηγίας για την προστασία των εσωτερικών, επιφανειακών και υπόγειων υδάτων.
Το αν η νέα ΚΥΑ κοστολόγησης-τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδατος είναι συμβατή με την ευρωπαϊκή οδηγία και τις προηγούμενες αποφάσεις του ΣτΕ, θα κριθεί και πάλι από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, και μάλιστα από την μείζονα ολομέλειά του. Αφού, εργαζόμενοι σε δημόσιες και δημοτικές επιχειρήσεις διαχείρισης του νερού, περιβαλλοντικές οργανώσεις και πολίτες (bit.ly/3WYFXp4) έχουν καταθέσει αίτηση ακύρωσης της ΚΥΑ, που συζητήθηκε ήδη την Παρασκευή 7/2/2025, και αναμένεται η απόφαση.
Αυτή τη φορά το ΣτΕ δεν θα κρίνει μόνον αν η νέα ΚΥΑ συνάδει με την ευρωπαϊκή οδηγία για τα νερά και με τις προηγούμενες αποφάσεις του ότι (α) το νερό δεν είναι εμπορικό προϊόν για να υποβληθεί στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς, και (β) ο κύκλος του νερού είναι ενιαίος από την πηγή έως την βρύση, αλλά και αν η ανάθεση του ελέγχου της τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδατος στη ΡΑΑΕΥ (και όχι στο Δημόσιο όπως ίσχυε προηγούμενα), διασφαλίζει, όπως απαιτεί το Σύνταγμα, τον έλεγχο των υπηρεσιών ύδατος με όρους δημοσίου συμφέροντος, ώστε το αγαθό του νερού να παρέχεται στο σύνολο των πολιτών σε προσιτή τιμή.
Η ακύρωση από το ΣτΕ της νέας ΚΥΑ κοστολόγησης-τιμολόγησης του νερού θα είναι μια ακόμη ήττα της πολιτικής που ακολουθεί η νεοφιλελεύθερη και δεξιά κυβερνητική παράταξη, αλλά δεν θα είναι και η οριστική ανατροπή της στόχευσή της για τη δημιουργία συνθηκών αγοράς υπηρεσιών ύδατος. Πόσο μάλλον αν η απόφαση του ΣτΕ δεν ακυρώσει τη νέα ΚΥΑ.
Οπότε εναπόκειται στην κοινωνία των πολιτών και τους φορείς της, αλλά και τους αυτοδιοικητικούς φορείς, να είναι παρόντες και να περιφρουρήσουν τον ουσιαστικό χαρακτήρα του νερού ως κοινού αγαθού, την ενιαία και δημόσια διαχείριση του, και να το επιβάλλουν.
Ο Γιάννης Ν. Κρεστενίτης είναι ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής & Ωκεανογραφίας, Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ.