Τα ακραία φαινόμενα δεν είναι θεομηνίες
Τα συστημικά ΜΜΕ που μεταφέρουν και διαδίδουν την κυβερνητική προπαγάνδα επιμένουν να αποδίδουν τις τεράστιες καταστροφές που αφήνουν πίσω τους τα ακραία φαινόμενα που όλο και συχνότερα πλήττουν την γεωγραφική μας περιοχή τα τελευταία χρόνια, στη σφοδρότητα των φαινομένων.
Εμπεδώνουν, δηλαδή, μια αντίληψη που θέλει τα ακραία φαινόμενα να ισοδυναμούν με… θεομηνίες.
Όμως η Κλιματική Αλλαγή, συνέπεια της οποίας είναι η συχνή επανεμφάνιση περιόδων ξηρασίας και περιόδων πλημμυρικών φαινομένων που προκαλούν εκτεταμένες καταστροφές, δεν είναι… θεομηνίες. Είναι απολύτως ανθρωπογενείς.
Όπως απολύτως ανθρωπογενές είναι και το έλλειμμα πολιτικών για την πρόληψη των ακραίων φαινομένων, όπως και τεχνικών έργων για την προσαρμογή στις νέες και δυσμενείς συνθήκες της Κλιματικής Αλλαγής.
Η Κλιματική Αλλαγή, δηλαδή, στη δική μας γεωγραφική περιοχή της Μεσογείου και της ΝΑ Ευρώπης, δεν αναγνωρίζεται τόσο από την αύξηση της θερμοκρασίας, όπως πιστεύουν πολλοί.
Η οποία, άλλωστε, αύξηση κατά 1,6 βαθμούς αναφέρεται στον μέσο όρο των θερμοκρασιών του πλανήτη και γίνεται περισσότερο αισθητή στις ψυχρές περιοχές και ειδικά στους πόλους.
Η νέα πραγματικότητα της εναλλαγής περιόδων ξηρασίας και πλημμύρας
Η Κλιματική Αλλαγή στην περιοχή της Μεσογείου αναγνωρίζεται κυρίως από τη συχνή εναλλαγή ακραία υγρών με ακραία ξηρές περιόδους. Αυτή είναι η νέα πραγματικότητα και σε αυτήν πρέπει να προσαρμοστούμε.
Η κακοκαιρία Ιανός, για παράδειγμα, που χτύπησε τη Θεσσαλία το 2021, ήταν ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο που, σύμφωνα με τους μετεωρολόγους, είχε περίοδο επαναφοράς 500 χρόνια.
Κι όμως, μετά από 3 μόλις χρόνια από τον Ιανό, είχαμε μια ακόμη πιο σπάνια και ακόμη πιο σφοδρή, ως προς την εκδήλωση κακοκαιρία, τον Daniel, που είχε συχνότητα επανεμφάνισης, σύμφωνα με όσα ξέραμε μέχρι πρότινος, τα 1.000 χρόνια αυτή τη φορά!
Δυο εξαιρετικά σπάνια ακραία φαινόμενα, δηλαδή, που το ένα εμφανίζονταν κάθε 500 και το άλλο κάθε 1000 χρόνια, χτύπησαν μέσα σε τρία μόλις χρόνια την τελευταία πενταετία, καταστρέφοντας ό,τι βρέθηκε μπροστά τους.
Οι ακραίες καιρικές συνθήκες, συνεπώς, στην εποχή της Κλιματικής Αλλαγής δεν είναι πλέον ούτε τόσο απρόσμενες, ούτε όμως και τόσο αιφνιδιαστικές, όσο οι αρμόδιοι για τον απροετοίμαστο κρατικό μηχανισμό θέλουν να παρουσιάζουν.
Οι κακοκαιρίες μπορεί να μην είναι απολύτως προβλέψιμες, καθώς δεν υπάρχουν ακόμη δεδομένα από μεγάλες χρονοσειρές που να επιβεβαιώνουν την αλλαγή της μετεωρολογικής και υδρολογικής πραγματικότητας στο πλαίσιο της Κλιματικής Αλλαγής.
Είναι, όμως, απολύτως γνωστό και τεκμηριωμένο επιστημονικά ότι στο εξής, στο πλαίσιο της Κλιματικής Αλλαγής, θα έχουμε πιο συχνά την επανεμφάνιση ακραίων φαινομένων που μέχρι πρότινος εμφανίζονταν πολύ πιο σπάνια και με πολύ πιο ήπιες εκδηλώσεις από όσο σήμερα.
Η προτεραιότητα της προσαρμογής στις συνθήκες της Κλιματικής Αλλαγής
Γι’ αυτό και εκτός της καταπολέμησης του φαινομένου της Κλιματικής Αλλαγής μέσω της μείωσης των εκπομπών του άνθρακα, που είναι ασφαλώς η πρώτη προτεραιότητα παγκοσμίως, αναδύεται σήμερα ως στοιχειώδης ανάγκη επιβίωσης για τον πλανήτη και η μεγάλη προσπάθεια της προσαρμογής στις νέες και δυσμενείς συνθήκες της Κλιματικής Αλλαγής.
Μέχρι, δηλαδή, να επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης των εκπομπών των θερμοκηπικών αερίων σε επίπεδα που να επιτρέπουν τη σταθεροποίηση της τάσης αύξησης της μέσης θερμοκρασίας της γης, οφείλουμε να εκπαιδευτούμε να συνυπάρχουμε με τα ακραία φαινόμενα και να προσαρμοστούμε σε αυτά, προκειμένου να επιβιώσουμε.
Με δεδομένη, μάλιστα, την πεισματική άρνηση της Κλιματικής Αλλαγής από πλευράς του προέδρου Τραμπ, του ηγέτη της μεγαλύτερης υπερδύναμης στον πλανήτη, των ΗΠΑ, με το νέο δόγμα «Drill baby drill», που σημαίνει επιστροφή στις εξορύξεις άνθρακα, ο στόχος της αντιμετώπισης του κλιματικού φαινομένου πηγαίνει πολλά χρόνια πίσω.
Και ταυτόχρονα έρχεται πιο επιτακτικά στο προσκήνιο ο στόχος της προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα.
Η προσαρμογή στις συνθήκες της Κλιματικής Αλλαγής επιβάλλει σήμερα στα κράτη τη λήψη μιας σειράς μέτρων και την εκτέλεση μιας σειράς έργων για την πρόληψη των ακραίων φαινομένων και τον μετριασμό των φυσικών καταστροφών, που θα εξασφαλίσουν την επιβίωση μέχρι να αντιμετωπιστούν οι αιτίες που προκαλούν την υπερθέρμανση του πλανήτη και το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Κενά και ελλείψεις για την προσαρμογή στις νέες συνθήκες
Η έρευνα για τις αιτίες που προκάλεσαν τις μεγάλες καταστροφές από την πλημμύρα Daniel στη Θεσσαλία αναδεικνύει μεγάλα κενά και ελλείψεις τόσο σε μέτρα πολιτικής, όσο και σε έργα, η κάλυψη των οποίων πρέπει να θεωρηθεί ως υψηλής προτεραιότητας για την προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή και τον περιορισμό των φυσικών καταστροφών.
Συγκεκριμένα, στις πληγείσες περιοχές στη Θεσσαλία παρατηρήθηκε:
1. Απουσία έργων ορεινής υδρονομίας, όπως αναβαθμοί, μικρά ή και μεγαλύτερα φράγματα, τόσο για την καθυστέρηση και την έγκαιρη συγκράτηση των πλημμυρικών απορρών στα ανάντη των λεκανών απορροής, όσο και για τον εμπλουτισμό των υδροφορέων και την αντιμετώπιση της λειψυδρίας.
2. Απουσία αναδάσωσης σε καμένες ανάντη δασικές περιοχές οι οποίες, ως εκ τούτου, γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από ιδιώτες για εγκατάσταση ανεμογεννητριών και ξενοδοχειακών μονάδων. Το αποτέλεσμα της μη αναδάσωσης και της ιδιωτικοποίησης των δασών είναι να χάνεται η ιδιότητά τους να συγκρατούν και να καθυστερούν τις πλημμυρικές απορροές, καθώς και να εμπλουτίζουν τους υδροφορείς και να εμποδίζουν τη διάβρωση και την ερημοποίηση των κατάντη εδαφών.
3. Απουσία λεκανών εκτόνωσης των πλημμυρικών απορροών στην πεδινή περιοχή.
4. Απουσία ολοκληρωμένων έργων καθαρισμού από τα φερτά, διάνοιξης της κοίτης και κατασκευής αναχωμάτων σε όλο το μήκος των ρεμάτων και των χειμάρρων. Αντίθετα, τα όποια έργα αντιπλημμυρικής προστασίας βρέθηκαν ήταν αποσπασματικά και εντοπισμένα κυρίως σε περιοχές κατοικίας και όχι σε όλο το μήκος των υδατορευμάτων και σε όλη την έκταση της υδρολογικής λεκάνης, όπως υποδεικνύουν οι επιστημονικές μελέτες και οι διεθνείς οργανισμοί.
5. Μπαζώματα, υπογειοποιήσεις και τσιμεντοποίηση ρεμάτων και χειμάρρων εντός οικισμών, προκειμένου να εξασφαλιστεί επιπλέον χώρος στην επιφάνεια του εδάφους για δραστηριότητες από τους δήμους.
6. Απουσία μελετών και έργων για την ολοκληρωμένη αντιπλημμυρική προστασία σε επίπεδο λεκανών απορροής.
7. Απουσία έργων που προσομοιώνουν στη φύση, «nature based solutions», όπως αποκαλούνται σήμερα διεθνώς. Τα έργα αυτά θεωρούνται σήμερα από τους διεθνείς επιστημονικούς οργανισμούς ως τα πιο αποτελεσματικά ως προς την προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, αλλά και τα πιο αποδοτικά ως προς την προστασία του περιβάλλοντος και ως προς την επίτευξη των στόχων της «πράσινης» μετάβασης.
Η εκ των υστέρων έρευνα, δηλαδή, μετά τις τεράστιες καταστροφές στη Θεσσαλία που ακόμη δεν έχουν αποκατασταθεί, ανέδειξε ένα τεράστιο κενό στην πρόβλεψη, στην πρόληψη και την ολοκληρωμένη αντιπλημμυρική προστασία.
Μια παρατήρηση που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρόληψη και η προσαρμογή στις ακραίες συνθήκες της κλιματικής αλλαγής στη χώρα μας είναι μια πολιτική που δεν αγγίζει τις κυβερνητικές προτεραιότητες.
Μια απλή ματιά, άλλωστε, στα έργα που εντάχθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν από το Ταμείο Ανάκαμψης τα τελευταία χρόνια αρκεί για να διαπιστωθεί το μεγάλο κενό στην πρόληψη των ακραίων φαινομένων και στον μετριασμό των φυσικών καταστροφών.
Αυτό το κενό στην προσαρμογή στις συνθήκες της Κλιματικής Αλλαγής είναι η αιτία όχι μόνο για τις πλημμυρικές καταστροφές, αλλά και για τα φαινόμενα λειψυδρίας που πλήττουν τελευταία τις τουριστικές, τις αγροτικές και τις αστικές περιοχές στη χώρα μας. Αυτή, δηλαδή, είναι η αιτία τόσο της λάθος διάγνωσης, όσο όμως και της εσφαλμένης κατεύθυνσης των μέτρων για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας. Καθώς δεν αντιμετωπίζουν τις αιτίες, που δεν είναι άλλες από την Κλιματική Αλλαγή και όσα αυτή φέρνει, αλλά μόνο τα συμπτώματα του προβλήματος.
Η Ελλάδα ανοχύρωτη στους φυσικούς κινδύνους και στις φυσικές καταστροφές
Συμπερασματικά η Ελλάδα είναι εντελώς ανοχύρωτη απέναντι στους φυσικούς κινδύνους και στις φυσικές καταστροφές.
Δεν μας φταίει, συνεπώς, ο κακός μας ο καιρός, αλλά η πλήρης απουσία πολιτικών για την πρόληψη των ακραίων φαινομένων και έργων για την προσαρμογή στις νέες συνθήκες.
Εκείνο που μας φταίει, τελικά, είναι η πολιτική κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης των Κοινών Αγαθών και της απουσίας δημόσιων έργων για την πρόληψη των ακραίων φαινομένων και τον μετριασμό των φυσικών καταστροφών.
Η ιδιωτικοποίηση της φύσης και των Κοινών Αγαθών και η ανάδειξη της ατομικής ευθύνης, αντί της κρατικής, ως κεντρικής προτεραιότητας για την προστασία από τους φυσικούς κινδύνους, είναι η αιτία για τις μεγάλες καταστροφές που υφίσταται η χώρα μας.
Και οι οποίες μας φτωχαίνουν διαρκώς, γιατί έχουν τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην Ανάπτυξη, όσο όμως και στο Περιβάλλον της πατρίδας μας.
Τελικά, όπως φαίνεται, ήρθε η ώρα να αποδειχθεί για ακόμη μια φορά, με τραγικό όμως τρόπο, η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου.
Σύμφωνα με την οποία οι οργανισμοί που δεν προσαρμόζονται στις αλλαγές της φύσης, είναι καταδικασμένοι να μην επιβιώσουν από τις συνέπειες που αυτές προκαλούν.
Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι Καθηγητής Τομέα Υδραυλικής & Τεχνικής Περιβάλλοντος, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ