Macro

Γιάννης Μπαλαμπανίδης: Τα διαιρεμένα βασίλεια του καιρού μας

Πρωτοδιάβασα Τζόναθαν Κόου κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το Τι ωραίο πλιάτσικο! Ας μου επιτραπεί εξαρχής μια αυθαίρετη δήλωση: νομίζω ότι αυτό το βιβλίο άφησε ένα λογοτεχνικό σημάδι στη γενιά μας, έγινε μια κοινή αναφορά για πολλούς από εμάς που τότε, γύρω στα είκοσί μας χρόνια, το διαβάζαμε στα καφέ, στις παραλίες και στα κάμπινγκ, ανακαλύπτοντας μια λογοτεχνία η οποία μπορεί να μιλά για τη σύγχρονη πολιτική με οξύ βλέμμα αλλά και με χιούμορ, με τρόπο απολύτως μοντέρνο και ταυτόχρονα βαθιά κοινωνιολογικό. Ανακαλύπταμε έναν πολύ κοντινό μας άγγλο συγγραφέα, έναν μακρινό συγγενή, που μιλούσε με βάθος και σαγήνη για τη θατσερική Αγγλία και τις προϋποθέσεις της ηγεμονίας του θατσερισμού, αντηχώντας κάτι από την Britpop1 που ακούγαμε, των παιδιών της μετα-θατσερικής εργατικής και της μεσοαστικής τάξης, και τελοσπάντων ό,τι μας συνάρπαζε στην τότε εξωστρεφή και γοητευτική μαζική βρετανική κουλτούρα.
 
Καμιά εικοσαριά χρόνια αργότερα, συνεχίζουμε να διαβάζουμε τον Κόου, με περισσότερο ή λιγότερο ενθουσιασμό αλλά σίγουρα με αμείωτο ενδιαφέρον και περιέργεια για κάθε καινούριο βιβλίο του. Κάπως έτσι, όταν πριν λίγους μήνες προέκυψε το Bournville.Το διαιρεμένο βασίλειο (στην εξαιρετική μετάφραση της Άλκηστης Τριμπέρη, από τις εκδόσεις Πόλις), διαβάζοντάς το ένιωσα πάλι ότι βρισκόμουν σε ένα οικείο λογοτεχνικό σύμπαν, διεισδυτικό, τρυφερό και με μια σπάνια αρετή: πολύ χιούμορ. Αυτό το τελευταίο βιβλίο θα είναι εδώ απλώς η αφορμή για το σύντομο και κάπως ασυνάρτητο δοκίμιο που ακολουθεί, το οποίο δεν διεκδικεί βέβαια χαρακτήρα κριτικής ή έστω παρουσίασης· ας διαβαστεί σαν ένα μικρό tribute2 στον συγγραφέα, για να το πω πολύ βρετανικά, και σαν μικρή συλλογή ορισμένων σκέψεων πάνω στα βιβλία του.
 
 
Το εργοστάσιο της ιστορίας
 
 
Το Bournville είναι μια οικογενειακή σάγκα που συνυφαίνει την ιστορία των «common people»3 (για να θυμηθούμε το τραγούδι των Pulp) με τη μεγάλη ιστορία, των επώνυμων πρωταγωνιστών και της υψηλής πολιτικής. Όπως με όλα τα βιβλία του Τζόναθαν Κόου, έχεις την αίσθηση ότι πρόκειται για μια κοινωνιολογικά πειστική λογοτεχνία –ή μια λογοτεχνικά πειστική κοινωνιολογία.
 
Αν στο Πλιάτσικο διαβάζαμε την πικρή ιστορία του θατσερισμού την ώρα που μας συνάρπαζε η Cool Britannia4 της δεκαετίας του ΄90, στα τελευταία βιβλία του Κόου βρίσκουμε μια οξυδερκή ανατομία της σημερινής Βρετανίας, του Brexit και της αλλοπρόσαλλης πολιτικής των Συντηρητικών· μια χώρα φάντασμα του μόλις πρόσφατου εαυτού της, η οποία κλείστηκε στον εαυτό της αναπολώντας παλαιές δόξες που δεν θα ξανάρθουν πια. Είναι όμως μόνο αυτό το θέμα του Κόου; Είναι τα τελευταία βιβλία του, όπως συχνά τα συζητάμε, μόνο ένα χρονικό, σε διάφορες εκδοχές, των υπόγειων μετασχηματισμών που οδήγησαν στο Brexit;
 
Πίσω από την εμφανή πόλωση της χώρας που επέλεξε οριακά την έξοδο από την «Ευρώπη» το 2016 υπάρχει μια πολλαπλά διαιρεμένη κοινωνία, όπως είναι όλες οι κοινωνίες μας σήμερα – και η ελληνική. Πολώσεις κοινωνικές και ταξικές, με μεγάλες ανισότητες· πολώσεις αξιακές: εθνοκεντρισμός, ομοφοβία και ρατσισμός versus κοσμοπολιτισμός, συμπερίληψη και δικαιώματα· πολώσεις γενεακές ακόμη. Στον Αριθμό 11 του Κόου ένιωθες να σιγοβράζει ανάμεσα στις σελίδες μια υπόκωφη κοινωνική ένταση που περιμένει να εκραγεί. Στη Μέση Αγγλία έβλεπες ξεκάθαρα τη σύγκρουση ανάμεσα στη μητρόπολη και τις μετα-βιομηχανικές επαρχίες βόρεια του Μπέρμιγχαμ, όπου οι αυτοκινητοβιομηχανίες έδωσαν τη θέση τους στα shopping malls5. Η κοινωνική τάξη, η κοινωνική κινητικότητα (ή μη), η πολυπολιτισμικότητα, ο εθνικισμός, η σεξουαλικότητα, η οικογένεια και η κοινότητα – όλα αυτά συνυπάρχουν και στο Bournville και ταυτόχρονα όλα κρύβουν μικρές ή μεγάλες εντάσεις, όπως ο άρρητος ρατσισμός της οικογένειας Λαμπ, που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο, απέναντι στην μη λευκή νύφη τους ή το αργοπορημένο coming out6 ενός άλλου μέλους της.
 
Έχει όμως ξεχωριστό ενδιαφέρον και ο τρόπος που ο Κόου πραγματεύεται λογοτεχνικά τη βρετανικότητα ως μια σύνθετη και αντιφατική ταυτότητα, από τη σκοπιά των «common people». Τελευταία, έχει αποκτήσει μεγάλη δυναμική η αυτομυθοπλασία (autofiction), η βιωματική αφήγηση που μέσα από την προσωπική βιογραφία αναδεικνύει το κοινωνικό, τις κοινωνικές, έμφυλες και φυλετικές διακρίσεις – αρκεί να θυμηθεί κανείς το νόμπελ στην Αννί Ερνώ. Η λογοτεχνική ματιά του Κόου κινείται στον αντίποδα. Είναι προσωπική αλλά με λιγότερο εμφανή την προσωπική εμπλοκή. Είναι το πολυφωνικό μυθιστόρημα, όπου υπάρχει ο παντογνώστης αφηγητής αλλά και επιμέρους αφηγήσεις άλλων προσώπων, πολλαπλές οπτικές γωνίες, διαφορετικά είδη γραφής (αφήγηση, ημερολόγιο, διάλογος, ντοκουμέντο, βιβλικά κείμενα, αλλά και μουσική και σινεμά), πολλαπλοί χρόνοι, flashback ή προοικονομία.
 
Ο Κόου μοιάζει να επιμένει σε μια πιο κλασική, ίσως και κάπως μετα-μοντέρνα, εκλεκτικιστική τεχνική αφήγησης, την οποία χειρίζεται άψογα εξάλλου, προκειμένου να ξεκλειδώσει μια διαιρεμένη και αντιφατική κοινωνία όπως οι δικές μας. Η δική του γραφή μιλάει για πρόσφατα συλλογικά τραύματα χωρίς να υποκύπτει στον πειρασμό της ευκολίας, της γενίκευσης και της καρικατούρας όσων δεν συμπαθεί. Μοιάζει σαν η επιλογή του ύφους να υπηρετεί έναν συγκεκριμένο σκοπό: να δώσει ένα κοινωνικό πανόραμα, μια συνθετική εικόνα των διαιρεμένων βασιλείων του καιρού μας.
 
Μέσα σε αυτήν, πρωταγωνιστής δεν είναι μια προσωπική φωνή γύρω από την οποία αρθρώνεται η ιστορία. Ούτε όμως και οι βαριές κοινωνικές δομές, οι μεγάλες δυνάμεις της ιστορίας, που εξαϋλώνουν τις προσωπικές ιστορίες, την ατομική δράση και τις επιλογές του καθενός και της καθεμιάς. Για να το πούμε κάπως κοινωνιολογικά, δομή και δράση, ιστορία και υποκείμενο, συντίθενται σε μια ενιαία συναρπαστική αφήγηση – η οποία καμιά φορά μάς αποκαλύπτει περισσότερα πράγματα απ’ όσα θα μας αποκάλυπταν εμβριθείς πολιτικές και κοινωνικές αναλύσεις, για τη Βρετανία αλλά όχι μόνο για αυτήν. Και εν τέλει με μια γραφή που υπηρετεί το άλλο μείζον της λογοτεχνίας: τη συγκίνηση και την απόλαυση της ανάγνωσης.
 
 
Παρελθόν και παρόν
 
 
Το Bournville περιστρέφεται γύρω από τη σοκολάτα και το εργοστάσιο σοκολάτας. Μια πόλη χτισμένη γύρω από και για το εργοστάσιο – πόλη και εργοστάσιο βρίσκονται σε μια σχέση συμβίωσης, το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο. Μια ψευδο-ουτοπία στην εποχή της μεγάλης ανάπτυξης του καπιταλισμού: δημιούργημα μιας οικογένειας κουακέρων, οι οποίοι θέλησαν να δώσουν στο εργατικό δυναμικό μια συνθήκη διαβίωσης ποιοτική, με πάρκα, με χώρους αναψυχής, με σχολεία για τα παιδιά (αλλά και χωρίς αλκοόλ)· μια εκδοχή «ηθικού» καπιταλισμού που φαίνεται σήμερα τόσο αθώα, αν όχι αφελής.
 
Σε μια συνέντευξή του στον Independent, τον Νοέμβριο του 2022, ο Κόου υποστήριζε ότι το σημερινό χάος στη Βρετανία ανάγεται στη δεκαετία του ΄80 και στον θατσερισμό, στην αποβιομηχανοποίηση και στη μετάβαση στον τριτογενή τομέα, στην «απόφαση να σταματήσουμε να είμαστε ένα από τα εργαστήρια του κόσμου και να γίνουμε μια από τις τράπεζές του». Θα πει ίσως κανείς ότι στο Bournville κρύβεται μια νοσταλγία για μια παλιότερη, λίγο πιο ηθική εποχή του καπιταλισμού, τότε που φτιάχναμε πράγματα (σοκολάτες, αυτοκίνητα κλπ.) και αντλούσαμε περηφάνια από αυτά. Ή μπορεί να πρόκειται για μια ριζική αμφισημία, η οποία σαρκάζει τις ψευδαισθήσεις του πρωτο-καπιταλισμού δείχνοντας ταυτόχρονα τη σκληρότητα, και τη ρηχότητα, της σημερινής παγκοσμιοποιημένης μητροπολιτικής οικονομίας που αφήνει πίσω όσους δεν μπορούν να ακολουθήσουν – αυτούς ακριβώς, δηλαδή, που υπήρξαν ο πυρήνας της ψήφου υπέρ του Brexit, που κατά τα άλλα υποστήριζαν είτε τους Συντηρητικούς είτε τους Εργατικούς.
 
Το Bournville είναι ένα «μυθιστόρημα σε επτά στιγμές», όπως λέει ο υπότιτλος της αγγλικής έκδοσης («A Novel in Seven Occasions»). Οι περισσότερες περιστρέφονται γύρω από κομβικές στιγμές της μεταπολεμικής ιστορίας της βρετανικής μοναρχίας. Πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι κατά κάποιον τρόπο δύο οικογένειες: η οικογένεια Λαμπ και η βασιλική οικογένεια, οι «μικροί άνθρωποι» και οι βασιλιάδες. Μία παράλληλη ιστορία που διατρέχει το βιβλίο έχει να κάνει με τη σχέση της Βρετανίας με την Ευρώπη, με επίκεντρο τη σοκολάτα αλλά και έναν ξανθομάλλη, αχτένιστο, παρορμητικό τύπο, ο οποίος τη δεκαετία του ’70 τρέχει με γρήγορα αυτοκίνητα στους δρόμους των Βρυξελλών και γράφει πύρηνα άρθρα ενάντια στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα – μια πρόσχαρη αλλά επικίνδυνη καρικατούρα ονόματι Μπόρις, την οποία ξανασυντάμε αρκετές σελίδες παρακάτω ως ένοικο της Ντάουνινγκ Στριτ. Μοιάζει να υπάρχει στο Bournville μια σαρκαστική κριτική στις ελίτ της χώρας, είτε αυτές είναι η μοναρχία είτε η πολιτική ελίτ. Και αυτό είναι κομμάτι της σκιαγράφησης της Βρετανίας σαν ένα έθνος αντιφατικό – όπως η κυρία Λαμπ: είναι σοσιαλίστρια και ταυτόχρονα λατρεύει τη βασιλική οικογένεια.
 
Σε κάποια σελίδα του βιβλίου αναφέρεται ότι το 1977 εορτάζεται το ιωβηλαίο της Ελισάβετ και ταυτόχρονα στα τσαρτ κυριαρχεί το «God save the queen» των Sex Pistols. Στη δική μας εφηβεία, στη δεκαετία του ΄90 έφτανε στη μικρή μας χώρα ο απόηχος της Cool Britannia μέσα από τη βρετανική ποπ, μαζί με την υπόσχεση πολιτικής ανανέωσης του μπλαιρισμού και των Νέων Εργατικών (που υφίστανται επίσης την απηνή κριτική του Κόου, στο Bournville και σε προηγούμενα βιβλία, σαν μια μη-ρήξη με τον θατσερισμό). Ως εξωτερικοί παρατηρητές πάλι, βλέπαμε αργότερα στην οθόνη της τηλεόρασης την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, το 2012, να μεταφέρει την εικόνα μιας χώρας μοντέρνας, με ιστορική αυτοπεποίθηση, ικανής να επανεπινοεί τον εαυτό της – η οποία, τέσσερα μόλις χρόνια μετά, έκανε μια απολύτως εθνοκεντρική και φοβική επιλογή.
 
Στις σελίδες του Bournville επανέρχεται σταθερά η φράση «Όλα αλλάζουν και όλα παραμένουν ίδια» («Everything changes, and everything stays the same»). Μια χώρα υπερβολικά προσηλωμένη, κολημμένη στο παρελθόν της (στην αίγλη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, στον Τσώρτσιλ και στις βασιλικές παραδόσεις) αλλά που ταυτόχρονα αλλάζει διαρκώς. Κρύβεται τελικά μια αλλαγή μέσα στη συνέχεια; Όπως στα σπιτάκια της πολίχνης του Bournville, όπου ζούσε παλιότερα μια τυπική μεσοαστική αγγλική οικογένεια και σήμερα ζουν πρόσφυγες που φτιάχνουν τη ζωή τους στην Αγγλία; Ή μήπως η φράση αυτή θα πρέπει να διαβαστεί όπως η περίφημη φράση στον Γατόπαρδο «Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα να αλλάξουν»;
 
Είναι ένα ερώτημα ανοιχτό. Όπως και να ’χει πάντως, η διάσταση της αλλαγής μέσα (και ενάντια) στη συνέχεια είναι κομβική στον Κόου. Στα βιβλία του βρίσκουν κομβική θέση πολλά ζητήματα που έχουν να κάνουν με διάφορες διακρίσεις και ανισότητες. Οι σεξουαλικές ταυτότητες και η ρευστότητά τους, οι έμφυλες και φυλετικές διακρίσεις, η πολυπολιτισμικότητα, η αποδοχή ή μη αποδοχή του άλλου, του έγχρωμου, του μετανάστη και του πρόσφυγα. Περίπου όλα αυτά που συναποτελούν αυτό που σήμερα αποκαλούμε woke culture7, η οποία αντανακλά νέες αξίες και προσανατολισμούς, ειδικά στις νεότερες γενιές (στους millennials8 και την generation Ζ9), παίρνοντας συχνά κινηματικό, ακτιβιστικό προσανατολισμό.
 
Υπάρχει μια ολόκληρη συζήτηση για την woke culture, που ξεκίνησε από την Αμερική και τον αγγλοσαξονικό κόσμο, πέρασε στην ηπειρωτική Ευρώπη και έχει φτάσει φυσικά και στην Ελλάδα. Μία από τις πιο δυναμικές πολιτισμικές τάσεις του καιρού μας, που έχει απέναντί της μια εξίσου έντονη κριτική, μάλλον συντηρητική, με το σκεπτικό ότι αυτά τα κινήματα υπονομεύουν τη συνοχή των κοινωνιών μας, αφού κάθε επιμέρους ταυτότητα συγκροτείται ως τέτοια, και αμφισβητούν, ως ριζοσπαστικές εκφράσεις της παλιάς ουτοπίας του εξισωτισμού, τον πυρήνα του δυτικού πολιτισμού. Σε ένα ωραίο και αστείο απόσπασμα στη Μέση Αγγλία, η μεσήλικη κυρία Έλενα λέει πως η Αγγλία υποφέρει από την τυραννία της πολιτικής ορθότητας, που δεν μας επιτρέπει να τιμούμε τις ωραίες βρετανικές παραδόσεις, όπως το κυνήγι της αλεπούς! Αν παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη του ύφους του Κόου, μπορεί να σκεφτεί ότι συν τω χρόνω γίνεται πιο μετρημένος, μετριοπαθής, χωρίς τις εξάρσεις και τον ηλεκτρισμό των πιο νεανικών βιβλίων του. Ωστόσο, αν και ο ίδιος τυγχάνει ένας λευκός, μεσήλικας, δυτικός άνδρας, με δεδομένη δηλαδή τη δυνατότητα να έχει ισχυρή φωνή στον δημόσιο χώρο, δεν ξεχνά τη διεργασία του αναστοχασμού, της κριτικής του ίδιου του εαυτού του – εξού και εν τέλει υποδέχεται όλη αυτή τη προβληματική, που δεν ανήκει στη γενιά του ή στο κοινωνικό του στάτους, χωρίς να την εργαλειοποιεί ή να την κάνει μια καρικατούρα γεροντικού ριζοσπαστισμού.
 
 
Για ποιους, με ποιους, ενάντια σε ποιους
 
 
Μια τελευταία παρατήρηση. Σε ένα πορτραίτο του Κόου στο Cherwel (την «παλαιότερη φοιτητική εφημερίδα της Οξφόρδης»), τον Νοέμβριο του 2018, αναφέρεται ότι η εσωτερική δομή των βιβλίων του παραπέμπει στην αφηγηματική αρχιτεκτονική του Ντίκενς. Ο ίδιος σχολιάζει ότι αυτός είναι ο λόγος που δεν γράφει διηγήματα, επειδή αντλεί ευχαρίστηση από τη διαδικασία των συνδέσεων και της δομής.
 
Ας πάρουμε αυτή την αφορμή για να θυμηθούμε το δοκίμιο που γράφει ο Όργουελ για τον Ντίκενς, το 1939. Από τη σκοπιά ενός αμιγώς πολιτικού συγγραφέα, ο Όργουελ λέει για τον Ντίκενς ότι ήταν «εκτός των άλλων ένας λαϊκός μυθιστοριογράφος, ικανός να γράφει για τους καθημερινούς ανθρώπους και τη χαμοζωή τους». Ο Ντίκενς, συνεχίζει ο Όργουελ, δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεται πάντα στο πλευρό του αδύνατου ενάντια στον δυνατό. Ωστόσο, από την άλλη, «ο ριζοσπαστισμός του είναι ασαφής, κι ωστόσο υπαρκτός. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα σε έναν ηθικολόγο κι έναν πολιτικό. Δεν έχει εποικοδομητικές προτάσεις, ούτε και μια ξεκάθαρη αντίληψη για τη φύση της κοινωνίας στην οποία επιτίθεται, παρά μόνο μια συγκινησιακή αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά».
 
Ο Τζόναθαν Κόου είναι άραγε ένας ηθικολόγος ή ένας πολιτικός; Ενάντια σε ποιον γράφει; Έχει μια ξεκάθαρη αντίληψη για τη φύση της κοινωνίας στην οποία επιτίθεται, έχει μια αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά, ή ίσως κάτι ανάμεσα στα δύο; Σε κάθε περίπτωση, ο Κόου είναι ένας συγγραφέας που μοιάζει διαρκώς εκκρεμής: ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, στην αλλαγή και στη συνέχεια, στο πολιτικό και στο κοινωνικό, στη νοσταλγία και στην κριτική. Ακόμη, μετεωρίζεται ανάμεσα στο εντός και στο εκτός της ίδιας του της χώρας. Αυτός που έχει καθιερωθεί ως μέγας ανατόμος της «βρετανικότητας» λέει συχνά, όχι χωρίς αυτοσαρκασμό, ότι έχει περισσότερους αναγνώστες και αναγνώστριες στη Γαλλία και στην Ιταλία, ενδεχομένως και στην Ελλάδα, παρά στην Αγγλία. Θυμίζει τον Γούντυ Άλεν και το παράπονό του ότι οι ταινίες του βλέπονται περισσότερο στο Παρίσι παρά στη Νέα Υόρκη. Ίσως αυτή να είναι η μοίρα των σπουδαίων συγγραφέων, δηλαδή αυτών που κατανοούν σε βάθος τη χώρα τους και την ιστορία της, αλλά, για κάποιον μυστηριώδη λόγο, μιλούν περισσότερο σε όσους ζουν εκτός αυτής. Αυτό όμως δεν θα μπορούσε να είναι ένας ορισμός της οικουμενικότητας της τέχνης;
 
 
Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
 
 
 
Σημειώσεις του Επιμελητή:
 
1. Η Britpop ήταν ένα βραχυχρόνιο μουσικό κίνημα που εμφανίστηκε στη Βρετανία στα μέσα της δεκαετίας του 1990, με ρίζες στην ανεξάρτητη βρετανική μουσική σκηνή των αρχών της ίδιας δεκαετίας.
 
2. Φόρος τιμής
 
3. Οι απλοί άνθρωποι
 
4. Cool Britannia (θα μπορούσε να αποδοθεί ως «χαλαρή» Βρετανία) αποκαλείται η περίοδος κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 90 (1993-1997), που στη Βρετανία υπήρχε μια μεγάλη υπερηφάνεια για την κουλτούρα της στη μουσική (βλ. σημείωση 1), αλλά και στην τέχνη και τη μόδα. Ο όρος χρησιμοποιείται ειρωνικά σε αντιδιαστολή με τον τίτλο του βρετανικού πατριωτικού τραγουδιού “Rule, Britannia!”, που στο βρετανικό ναυτικό και τις δυνάμεις ξηράς θεωρείται περίπου ο «ανεπίσημος» εθνικός ύμνος.
 
5. Εμπορικά κέντρα, μολ.
 
6. Ο όρος “coming out” αναφέρεται στην αποκάλυψη από ένα πρόσωπο είτε δημόσια, είτε σε κάποιο άλλο ή περισσότερα πρόσωπα, της ερωτικής του επιθυμίας, ή του σεξουαλικού του προσανατολισμού.
 
7. Ο όρος woke culture (κουλτούρα woke) χρησιμοποιείται από τη δεκαετία του 2010, και σημαίνει την επίγνωση των κοινωνικών ανισοτήτων, συμπεριλαμβανομένων του σεξισμού και της ομοφοβίας, και την επαγρύπνηση που πρέπει να έχουν οι προοδευτικοί άνθρωποι για την αντιμετώπισή τους.
 
8. Διάφοροι ερευνητές θεωρούν ότι οι μιλένιαν ή γενιά Υ περιλαμβάνει τα άτομα που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990.
 
9. Διάφοροι ερευνητές θεωρούν ως γενιά Ζ τα άτομα που γεννήθηκαν στα μέσα ή στα τέλη της δεκαετία του ΄90 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2010.

Γιάννης Μπαλαμπανίδης