Macro

Γιάννης Μπαλαμπανίδης: Μεταπολίτευση, μια αδύνατη σύνοψη

Είναι τέτοια η εποχή που της ταιριάζουν οι επέτειοι, οι ευκαιρίες για ανασκόπηση ή για νοσταλγία, ειδικά όταν η αφορμή είναι η συμπλήρωση μιας ωραίας, στρογγυλής χρονικής περιόδου. Όπως τα πενήντα χρόνια Μεταπολίτευσης, που τα γιορτάζουμε αυτό το δύσκολο καλοκαίρι της αφόρητης ζέστης και της δυστοπίας του υπερτουρισμού. Τα γιορτάζουμε με τρόπο κάπως εξαναγκαστικό, σαν υποχρέωση που κάποτε γράψαμε στο ημερολόγιο και είναι πολύ αργά για να τη σβήσουμε, σαν κοκτέιλ πάρτι σε έναν καθωσπρέπει κήπο στο κέντρο της πόλης, σαν μνημόσυνο για κάποιον που δεν είμαστε σίγουροι εάν πέθανε ή ζει ακόμη.
 
Η ευγενική πρόσκληση της Εποχής που έφτασε στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο έγραφε πάνω: ένα κείμενο για τα βασικά ιδεολογικά ντιμπέιτ της Μεταπολίτευσης. Ένδυμα ημιεπίσημο, θέμα βαρύ κι ασήκωτο. Τι να ξεχωρίσεις από μια περίοδο μισού αιώνα στην οποία διαμορφώθηκαν οι βασικές ορίζουσες της εποχής μας και του τρόπου με τον οποίο τη σκεφτόμαστε; Τι να κορφολογήσεις από αυτό το απέραντο περιβόλι συγκρούσεων που παρότι αφορούσαν το πεδίο των ιδεών κάθε άλλο παρά αναίμακτες ήταν;
 
 
Μια γρήγορη επίσκεψη στα ράφια της βιβλιοθήκης ή στις καταχωρίσεις της μνήμης δεν βοηθάει ιδιαίτερα να συνοψίσεις τα σημαντικά. Και αναγκαστικά, εάν προσπαθήσεις να τα συνοψίσεις δεν θα αποφύγεις την κωδικοποίηση στα βασικά δίπολα που εν τέλει συμπύκνωσαν τις θέσεις των μεν και των δε – ενίοτε υπήρχε και κάποιος τρίτος δρόμος, μια τρίτη άποψη που προσπαθούσε να δείξει ότι μπορούμε να σκεφτόμαστε τα πράγματα έξω από τον στρατοπεδισμό, αλλά αυτές τις τρίτες απόψεις είναι πάντα πιο δύσκολο να τις συνοψίσεις επιτυχώς.
 
 
Ιδεολογικές ευκολίες και εργαλειοποιήσεις
 
 
Ανακαλώ λοιπόν, πολύ πρόχειρα, μερικές από τις μεγάλες συζητήσεις. Αν η Μεταπολίτευση ήταν η οριστική υπέρβαση του στενού κορσέ της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης, γέννησε επίσης το ερώτημα τι σημαίνει εν τέλει έθνος και εθνική κοινότητα – ή βαθύτερα: τι σημαίνει ελληνικότητα; Είναι η ουσιοκρατία του τρισχιλιετούς έθνους με την επινοημένη παράδοσή του; Είναι μια αντιστασιακή εθνική ταυτότητα που σφυρηλατήθηκε μέσα από συγκρούσεις; Είναι άραγε μια αισθητική αντίληψη που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, αλλά με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι επιχείρησε κάποτε η «Γενιά του Τριάντα», ίσως περισσότερο σκοτεινό και αμφίσημο και με μικρότερες ποσότητες από το εκτυφλωτικό ελληνικό φως; Και βέβαια, καθώς η Ελλάδα από χώρα αποστολής μεταναστών στη μεταπολεμική περίοδο μετατράπηκε σε χώρα υποδοχής από το 1990 και μετά, τέθηκε το ερώτημα «ποιος ανήκει στο έθνος»; – στο οποίο δίνουμε διαφορετικές απαντήσεις ανάλογα εάν συντασσόμαστε με το δίκαιο του αίματος και της καταγωγής (και της κατ’ εξαίρεση τιμητικής πολιτογράφησης ξένων με ειδικές ικανότητες) ή με το δίκαιο του εδάφους και με την ιδέα ότι ένα έθνος με αυτοπεποίθηση είναι αυτό το οποίο ενσωματώνει τον Άλλο που γεννιέται, ζει και παράγει σε αυτόν τον γηρασμένο τόπο.
 
Αν όμως η Μεταπολίτευση ήταν επίσης η ελληνική εκδοχή του «μεσογειακού σοσιαλισμού», μια με διαφορά φάσης κοινωνική χειραφέτηση παρόμοια με τον Μάη του 1968 υπό τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και με τη συνοδοιπορία των λοιπών προοδευτικών δυνάμεων, μια άλλη συζήτηση που έγινε, από κάποιους, αφορούσε τον λαϊκισμό και τη σχέση του με την πραγματική λαϊκότητα, πολιτική ή πολιτισμική. Ο λαϊκισμός ως εργαλειοποίηση ενός κατασκευασμένου «λαού» στα μέτρα κάποιας εξουσίας αλλά και ο λαϊκισμός ως δαιμονοποιητική μετωνυμία των κοινωνικών κινητοποιήσεων που αμφισβητούσαν τις «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» – κι από την άλλη μια ανεύρετη μονίμως λαϊκότητα, ιδίως από μια αριστερόστροφη πολιτική και διανοητική τάξη η οποία, όπως και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, έχανε σταδιακά την επαφή με τα πραγματικά λαϊκά στρώματα που, ως γνωστόν, «είναι πιο εύκολο να πεθάνεις γι’ αυτά παρά να ζήσεις μαζί τους».
 
Κι ακόμη πιο μετά, ολόκληρη η συζήτηση για το εάν και κατά πόσο η ελληνική κοινωνία ήταν δεκτική στον εκσυγχρονισμό ή εάν παρέμενε δομικά καθηλωμένη σε μια παραδοσιακή αντινεοτερική φάση που την καθιστούσε μη μεταρρυθμίσιμη, ακόμη και εξαίρεση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Σε μια παραλλαγή της: εάν το παντοδύναμο κράτος έπνιγε την κοινωνία ή η ισχυρή κοινωνία πολιτών διέθετε δυνατότητες χειραφέτησης από τον κρατικό πατερναλισμό. Ούτε εδώ αποφύγαμε τις ιδεολογικές ευκολίες και τις εργαλειοποιήσεις, είτε καθιστώντας τον «εκσυγχρονισμό» ιδεολογικό όπλο που θα μπορούσε να σαρώσει αγκυλώσεις αλλά και θεμελιώδη κεκτημένα, είτε από την άλλη παραγνωρίζοντας πραγματικούς θύλακες οπισθοδρόμησης που κρύβαμε κάτω από το χαλί. Στη διασταύρωση δε με τη συζήτηση για την Ευρώπη, διαμορφώθηκαν στρατόπεδα πεπεισμένων «δυτικών» για τους οποίους η Δύση είναι μια σχεδόν ανιστορική ταυτότητα απόλυτης υπεροχής, που η κριτική της αποτελεί έγκλημα καθοσιώσεως, αλλά και παρατάξεις που αναζητούσαν σε μια φαντασιακή καθ’ ημάς Ανατολή τη χαμένη μας πνευματική ρίζα που την πριόνισε η επάρατη δυτικότροπη γραμμή του ορίζοντος.
 
 
Οι ιδεολογικές συγκρούσεις
 
 
Κι έπειτα, προσπαθώντας μάταια να συνοψίσω κάπως τις ιδεολογικές συγκρούσεις της Μεταπολίτευσης, σκέφτηκα ότι όλα αυτά έχουν τη μοναδική αξία τους γιατί μας διαμόρφωσαν, αλλά ταυτόχρονα δεν έχουν καμία αξία εάν δεν σκεφτούμε τι μπορεί να σημαίνουν για τα παιδιά και τα εγγόνια της Μεταπολίτευσης. Για τις γενιές που έζησαν αυτή την περίοδο όχι ως ορίζοντα προσδοκιών αλλά ως ματαίωση και διαρκή επισφάλεια, από τη μεγάλη κρίση του 2009-2010 και εξής.
 
Πώς αντιμετωπίζουμε, δηλαδή, αυτά τα ερωτήματα εμείς, οι γενιές που μεγαλώνουμε χωρίς αυταπάτες προπαντός. Για κάποιους ανάμεσά μας, αυτά τα ερωτήματα και οι συζητήσεις δεν έχουν σημασία, ανήκουν σε εποχές πολυτελείας. Για τη δική μας βιοτική συνθήκη, ο μόνος δρόμος είναι η πραγματιστική στάση απέναντι στις επισφάλειές μας, η εξατομικευμένη προσπάθεια να βρεις τον τρόπο, με μια δόση αυτοπροστατευτικού κυνισμού ενδεχομένως, χωρίς πολλές πολλές ανασκοπήσεις – αφού όλοι ξέρουμε ότι οι μεγάλες εθνικές αλλαγές που μας έταξαν δεν θα έρθουν ποτέ και ότι οι νέες συλλογικότητες διαμορφώνονται ανάμεσα σε ανθρώπους που μοιράζονται τις ίδιες επισφαλείς συνθήκες ζωής. Για άλλους, τα ερωτήματα απαντιούνται μέσα στην καθημερινή πρακτική, το ποιος ανήκει στο έθνος για παράδειγμα: για τα παιδιά που μεγαλώνουν λ.χ. στα πολυπολιτισμικά σχολεία της Αθήνας, το ερώτημα δεν τίθεται καν. Για κάποιους άλλους πάλι, το δίπολο Δύση – Ανατολή είναι οφθαλμοφανώς πλαστό, γιατί μπορούμε και αναγνωρίζουμε χωρίς ενοχές τα κρίματα της Δύσης όπως και τις φαντασιώσεις του οριενταλισμού – εξού και, στο πεδίο της κουλτούρας για παράδειγμα, έχουν επιτυχία εγχειρήματα που σαρκάζουν τις δυτικότροπες ή ανατολικότροπες πόζες μας αναζητώντας διέξοδο σε έναν πολύ υπαρκτό υβριδισμό.
 
Με αυτή την έννοια, ίσως, έχει μια κάποια σημασία να θυμόμαστε τις μεγάλες συγκρούσεις ιδεών των τελευταίων πενήντα χρόνων. Έχοντας όμως ταυτόχρονα κατά νου ότι μπορεί η αξία τους να είναι περιορισμένη, καθώς καινούρια ερωτήματα, και ενδεχομένως ένας καινούριος ορίζοντας προσδοκιών, αναδύονται αργά και αθόρυβα σαν υπόγεια ρεύματα την ώρα που γιορτάζουμε τη Μεταπολίτευσή μας αυτό το δύσκολο καλοκαίρι της αφόρητης ζέστης και της δυστοπίας του υπερτουρισμού.
 
Γιάννης Μπαλαμπανίδης