Ξεκίνησε η κοινοβουλευτική διαδικασία για το νέο νομοσχέδιο (ν/σ) της Κυβέρνησης «Όροι αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας στις παραθαλάσσιες περιοχές και άλλες διατάξεις», που όπως το παρουσίασε ο Υπουργός Οικονομικών (ΥΠΟΙΚ), στοχεύει να βάλει «τάξη στη δημόσια περιουσία που βρίσκεται σε παραθαλάσσιες περιοχές». Στο δε σχετικό βίντεο που έχει αναρτήσει συμπλήρωνε: «Το θυμάστε το «κίνημα της πετσέτας» πέρσι το καλοκαίρι στις παραλίες; Οι άνθρωποι είχαν δίκιο στα περισσότερα. Με το μπάχαλο που γινόταν με τη δημόσια περιουσία στις παραθαλάσσιες περιοχές. Και τώρα πάμε να το αντιμετωπίσουμε!»
Είναι όμως πράγματι έτσι; Θωρακίζεται ακόμη περισσότερο η δημόσια περιουσία στις παραθαλάσσιες περιοχές και κατοχυρώνεται ο κοινόχρηστος χαρακτήρας του αιγιαλού και της παραλίας, με το νέο νομοσχέδιο (ν/σ);
Το ν/σ καταργεί όλες τις αλλαγές στους ορισμούς για τον αιγιαλό και την παραλία, οι οποίες καθιερώθηκαν με το ν.4607/2019 (65Α’/24.4.2019), που στόχο είχαν την ενίσχυση (α) του κοινόχρηστου χαρακτήρα τους και (β) της προστασίας τους από το δημόσιο. Έτσι η φράση «ο αιγιαλός αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος της Χώρας, που προστατεύεται από την Πολιτεία, η οποία το διαχειρίζεται, σύμφωνα με τη φύση του και τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του» διαγράφεται στο νέο ν/σ.
Το ίδιο γίνεται και στις πιο αναλυτικές και ολοκληρωμένες διατυπώσεις αναφορικά με τα στοιχεία κυριότητας επί των συγκεκριμένων κοινόχρηστων πραγμάτων/αγαθών, αφού επίσης αλλοιώνονται οι διατυπώσεις του ν.4607/2019, που στο άρθρο 24 αναφέρουν (παράγραφος 1): «ο αιγιαλός, η παραλία, η όχθη, η παρόχθια ζώνη, το υδάτινο στοιχείο, ο πυθμένας και το υπέδαφος του βυθού της θάλασσας, λιμνοθάλασσας, λίμνης και της κοίτης πλεύσιμου ποταμού είναι πράγματα κοινόχρηστα και ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, το οποίο έχει υποχρέωση να τα προστατεύει και να τα διαχειρίζεται, σύμφωνα με τις αρχές της αειφορίας και του χωροταξικού σχεδιασμού», και (παράγραφος 2) «Η προστασία των κοινοχρήστων πραγμάτων και του οικοσυστήματος αυτών της παραγράφου 1 είναι ευθύνη του Κράτους, το οποίο μεριμνά για την οργάνωση και λειτουργία ολοκληρωμένου συστήματος καταγραφής, διαχείρισης, εποπτείας και ελέγχου τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τις αρχές της αειφορίας και του χωροταξικού σχεδιασμού». Οπότε τα περί «βελτίωσης του πλαισίου που διέπει τη διαχείριση των παραθαλάσσιων περιοχών, ώστε να διασφαλίζεται ο κοινόχρηστος χαρακτήρας τους ….» που αναφέρονται στο άρθρο1 (Σκοπός) του ν/σ είναι έωλα.
Ειδικότερα όσον αφορά την παραλία, το χώρο που χρήζει και την μεγαλύτερη προστασία και όπου επικεντρώθηκε το προηγούμενο καλοκαίρι, αυτό που υποτιμητικά ονομάστηκε «κίνημα της πετσέτας», ενώ ήταν κοινωνικές αντιδράσεις απέναντι στην κατάργηση του κοινόχρηστου χαρακτήρα της παραλίας και στην παρεμπόδιση της ελεύθερης πρόσβασης στον αιγιαλό και τη θάλασσα, η πρόθεση του κυβερνητικού ν/σ είναι σαφής. Καταργεί το ελάχιστο πλάτος των 30 μέτρων για την παραλία, που είχε θεσπιστεί με το ν.4607/2019 – μια δογματική διάταξη όπως ανέφερε ο ΥΠΟΙΚ στην επιτροπή. Χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι το ελάχιστο αυτό πλάτος είναι πάντα αρκετό για τη διασφάλιση του συνόλου των ακτομηχανικών και περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών της φυσικής παραλίας.
Βρισκόμαστε ήδη στην 3η δεκαετία του 21ου αιώνα, με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής καθημερινά ορατές και αντιληπτές, και στο σύνολο της ελληνικής ακτογραμμής, ένα πολύ σημαντικό τμήμα των αμμωδών ακτών διαβρώνεται και κινδυνεύει να εξαφανιστεί πλήρως, προς το τέλος του παρόντος αιώνα, λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας και της ενίσχυσης των παράκτιων πλημμυρών. Αυτή η δυσμενής εξέλιξη για την παράκτια ελληνική ζώνη, τον αιγιαλό και την παραλία, καθιστά ακόμα πιο επιτακτική (αν και θα μπορούσε να είχε γίνει και σε προηγούμενες αναθεωρήσεις του ν.2971/2001) την ανάγκη για την υιοθέτηση και ενσωμάτωση, επιτέλους, των διατάξεων που προβλέπει η «Σύμβαση για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος και των παρακτίων περιοχών της Μεσογείου», γνωστή και ως «Σύμβαση της Βαρκελώνης» που αναφέρει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη (και η Ελλάδα είναι ένα από αυτά αφού έχει υπογράψει τη Σύμβαση από το 2008): «καθορίζουν στις παράκτιες ζώνες, από την υψηλότερη χειμερινή ίσαλο γραμμή, ζώνη στην οποία δεν επιτρέπεται η δόμηση. Λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις περιοχές οι οποίες επηρεάζονται άμεσα και αρνητικά από την αλλαγή του κλίματος και τους φυσικούς κινδύνους, αυτή η ζώνη δεν μπορεί να έχει πλάτος μικρότερο των 100 μέτρων».
Αλλά εκτός των παραπάνω είναι «περίεργο», ειδικά για την παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία, που κάνει πολύ συχνή χρήση της «κλιματικής κρίσης» σε πολλές εκφάνσεις της πολιτικής της, ότι στην προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση απουσιάζει παντελώς ακόμη και η απλή αναφορά στον συγκεκριμένο όρο.
Η θέση ότι δεν αποτελεί στόχευση του ν/σ η «διασφάλιση του κοινόχρηστου χαρακτήρα των παραθαλάσσιων περιοχών» ενισχύεται και από την πρόβλεψη για την κατάργηση της δημόσιας κτήσης του παλαιού αιγιαλού, όπως καθόριζε ο ν.4607/2019. Με το τωρινό ν/σ, ο παλαιός αιγιαλός παύει να είναι κοινόχρηστο πράγμα, αλλά μεταφέρεται στην ιδιωτική περιουσία του δημοσίου. Οπότε το τμήμα αυτό της παραλίας, που δημιουργείται με πρόσχωση από φυσικές παράκτιες διεργασίες ή μεταβολές που προκαλούν τεχνικά έργα (όχι πάντα ορθά σχεδιασμένα ή/και αδειοδοτημένα), θα μπορεί να πωληθεί ή/και να παραχωρηθεί και για άλλες χρήσεις. Που στις πιο πολλές περιπτώσεις θα έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό ή και την απαγόρευση στη κοινόχρηστη χρήση της παραλίας και στην πρόσβαση στον αιγιαλό.
Θα έχουν ενδιαφέρον οι τοποθετήσεις του ΥΠΟΙΚ, των κυβερνητικών στελεχών και των βουλευτών της συμπολίτευσης, επί των αλλαγών που επιδιώκουν και πως αυτές κατοχυρώνουν ακόμη περισσότερο τη δημόσιας περιουσία, τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του αιγιαλού και της παραλίας και την ανεμπόδιστη χρήση τους από τους πολίτες.
Ο Γιάννης Ν. Κρεστενίτης είναι Ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής & Ωκεανογραφίας ΑΠΘ