1. Η ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην ΕΕ, υπό το βάρος εκτεταμένης φτωχοποίησης της εργασίας στην Ευρώπη, γεννά προβληματισμούς για την επίδρασή της στην Ελλάδα των συμπιεσμένων μισθών και των αποδιαρθρωμένων συλλογικών συμβάσεων (ΣΣΕ). Η Οδηγία θέτοντας στόχους και ενδεικτικά εργαλεία επίτευξής τους αποφεύγει κρίσιμες νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών για την αποτελεσματική τους υλοποίηση, αφήνοντας τις εθνικές νομοθεσίες να επιλέγουν τον τρόπο και τον βαθμό εφαρμογής των κοινοτικών κατευθύνσεων. Έτσι τα ερωτήματα πληθαίνουν για την Ελλάδα των πρόσφατων μνημονίων, των πρόσθετων μακρόχρονων δεσμεύσεων «ανταγωνιστικότητας» υπό το βάρος του χρέους και των πεπραγμένων της παρούσας κυβέρνησης απέναντι στη μισθωτή εργασία.
2. Η βίαιη μνημονιακή συρρίκνωση των μισθών με τα επταετούς διάρκειας συμπιεσμένα κατώτατα όρια, τις υποκατώτατες αμοιβές των νέων και το 12ετές πάγωμα των τριετιών, δημιούργησαν σημαντικό υπόβαθρο για την παγίωση της χαμηλά αμειβόμενης εργασίας στην Ελλάδα. Σε συνδυασμό με την απορρύθμιση των ΣΣΕ, συνέβαλαν στην εκτόξευση των εξατομικευμένων εργασιακών σχέσεων, και στην ώθηση των συνολικών αμοιβών προς τα συμπιεσμένα κατώτατα όρια.
Η χώρα πλέον συγκλίνει μισθολογικά με την ανατολική ευρωπαϊκή περιφέρεια, ακολουθώντας τις μνημονιακές δεσμεύσεις για την παρακολούθηση της εξέλιξης των κατώτατων μισθών των «ανταγωνιστριών» χωρών της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης. Επιτυγχάνεται η ταχύτατη μείωση του χάσματος απέναντί τους, με αρκετές από αυτές ήδη να καταγράφουν υψηλότερους ονομαστικούς μισθούς.
Για τον πλήρη έλεγχο της πορείας των μισθών από το κράτος και τους δανειστές σε συνθήκες συνεχιζόμενης αυξημένης επιτήρησης, επιβάλλεται η κυβερνητική αρμοδιότητα καθορισμού των κατώτατων μισθών καταργώντας εκείνη της συλλογικής σύμβασης. Οι αλλοιώσεις των αρχών της επεκτασιμότητας και της εύνοιας στις ΣΣΕ, όπως και περιορισμοί στη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία από τον «αναπτυξιακό» νόμο του 2019, επιφέρουν πρόσθετες επιπτώσεις στο ύψος και στην κατανομή των μισθών. Επίσης, η συνταγματικά ελεγχόμενη υποχρέωση εγγραφής των συνδικάτων στο ηλεκτρονικό μητρώο του υπουργείου Εργασίας για τη νομική ικανότητα υπογραφής ΣΣΕ περιορίζουν την ανάπτυξή τους.
Σήμερα η κάλυψη εργαζομένων από ΣΣΕ εκτιμάται στο 25%, υποχωρώντας από το 100% και 80% του 2012, που κάλυπταν ΕΓΣΣΕ και κλαδικές ΣΣΕ αντίστοιχα. Επιπλέον η προτεραιότητα στις επιχειρησιακές ΣΣΕ, σε βάρος των κλαδικών, οδηγεί σε μισθολογικό πάγωμα στο 70% των περιπτώσεων αντικαθιστώντας το αντίστοιχο 80% μειώσεων μισθών της μνημονικής περιόδου. Έτσι εντείνεται η μισθολογική ανισοκατανομή με τους διάμεσους μισθούς να υποχωρούν ακόμα και παρά την αύξηση των κατώτατων ορίων.
3. Η ευρωπαϊκή Οδηγία καταλήγει σε προτάσεις για τη βελτίωση των διακλαδικών και κλαδικών μισθών παράλληλα με την καθιέρωση κατώτατου μισθού και στον δημόσιο τομέα. Προτάσσει ως εργαλείο τον κοινωνικό διάλογο με βάση τα κριτήρια διαβίωσης, την κατανομή των μισθών, τους ρυθμούς αύξησής τους και την πορεία της παραγωγικότητας σύμφωνα με τη βαρύτητα που επιλέγει η κάθε χώρα.
Για την αποφυγή της φτωχοποίησης και της ανισοκατανομής των μισθών προτείνεται ενδεικτικά ως κατώτατο μισθολογικό όριο το 60% του διάμεσου ή το 50% του μέσου μισθού, δείκτες που ανταποκρίνονται καλύτερα στον δεύτερο στόχο και όχι στο κόστος διαβίωσης. Προτείνεται, επίσης, η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών εφόσον επιτρέπουν οι οικονομικές συνθήκες.
Τέλος, για την καλύτερη κατανομή των μισθών, όπως στις χώρες με κάλυψη τουλάχιστον του 80% των εργαζομένων από ΣΣΕ, προτείνεται η αύξηση του αντίστοιχου ποσοστού για τις υπόλοιπες και η εκπόνηση σχεδίου παρακολούθησης της εξέλιξής του.
4. Η αισθητά θετική επίδραση της Οδηγίας στην Ελλάδα προϋποθέτει πολιτική βούληση για ουσιαστική αξιοποίηση των κοινοτικών κατευθύνσεων, χωρίς το άλλοθι των μη υποχρεωτικών κρίσιμων δεσμεύσεων. Με δεδομένο, μάλιστα, το σχετικό σχέδιο νόμου, επισημαίνονται τα εξής:
α) Ως προς τον γενικό κατώτατο μισθό, αν και η Οδηγία προβλέπει και την αρμοδιότητα της ΣΣΕ, καταγράφεται η επιμονή στην κρατική ρύθμιση ακολουθώντας τις διατηρούμενες μνημονιακές δεσμεύσεις. Στα κριτήρια καθορισμού του προτάσσονται οι οικονομικοί δείκτες έναντι του κόστους διαβίωσης, σε αντίθεση με την Οδηγία όπου, προφανώς, απουσιάζει το αναγκαίο κριτήριο της διανομής μεταξύ κερδών και μισθών.
Η προώθηση του κοινωνικού διαλόγου με νέες διαδικασίες δεν παρέχει ουσιαστικές εγγυήσεις για την εργασία, υπό τους δεδομένους αρνητικούς συσχετισμούς των διαβουλευόμενων μερών και τις διατηρούμενες πρακτικές ψευδεπίγραφου διαλόγου με προειλημμένες αποφάσεις. Η μέχρι τώρα, άλλωστε, «διαβούλευση» επί κειμένων καταλήγει στα σημερινά κατώτατα όρια των 830 ευρώ αντί των 910 που απαιτούν τα πραγματικά επίπεδα πληθωρισμού και παραγωγικότητας της εργασίας. Επομένως, η κυβερνητική δέσμευση για αύξηση στα 950 ευρώ το 2027 ήδη είναι εκτός των κοινωνικών αναγκών.
Η προβλεπόμενη αυτόματη μισθολογική αναπροσαρμογή από το 2028, προϋποθέτει αξιόπιστο υποστηρικτικό μηχανισμό και τον αποκλεισμό της αυθαίρετης επίκλησης δυσχερειών της οικονομίας για την αποφυγή εφαρμογής της.
Η καθιέρωση, τέλος, του κατώτατου μισθού και στο Δημόσιο δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εργαλείο σύγκλισης των μισθών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα με όρους συνολικής υποβάθμισης.
β) Ως προς την ανάπτυξη των ΣΣΕ ποικίλουν τα ερωτήματα για μια χώρα με δραματικά χαμηλό ποσοστό κάλυψης εργαζομένων, αλλοιωμένες τις αρχές της επεκτασιμότητας και της εύνοιας, με προτεραιότητα στην επιχειρησιακή διαπραγμάτευση που μπορεί δυνητικά να αυξήσει τον συνολικό αριθμό των ΣΣΕ, ενθαρρύνοντας, ωστόσο, την άνιση μισθολογική κατανομή υπό το ισχύον πλαίσιο.
Επομένως, απαιτούνται μέτρα ενίσχυσης της καθολικής υποχρεωτικότητας των συλλογικών ρυθμίσεων, καθιέρωσης μηχανισμών ουσιαστικής παρακολούθησης της πορείας των ΣΣΕ, σε σύνδεση με σαφείς και ελεγχόμενους στόχους επάρκειας των μισθών. Πρόκειται για κοινωνικά επιβεβλημένη αναγκαιότητα όταν η φτώχεια αγγίζει σήμερα το 19% των μισθωτών, που αντιστοιχεί στο 43% με βάση το εισόδημα του 2009, με τη χώρα να παρουσιάζει τη μεγαλύτερη απώλεια αγοραστικής δύναμης των μισθών στην ΕΕ κατά την τελευταία 15ετία, και να βρίσκεται στην προτελευταία θέση πραγματικών μισθών μετά από την Βουλγαρία.
Ο Γιάννης Κουζής είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.