Έπειτα από μια σειρά «θεαματικές» παρεμβάσεις –όπως η διακοπή χρηματοδότησης των προγραμμάτων υγείας σε φτωχές χώρες, η απόφαση για έξοδο από τον ΠΟΥ, η επίθεση σε ομοσπονδιακούς οργανισμούς δημόσιας υγείας και βιοϊατρικής έρευνας, και ο διορισμός ενός αντι-εμβολιαστή στη θέση του υπουργού Υγείας–, η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ έρχεται αντιμέτωπη με τη θλιβερή πραγματικότητα της κατάστασης της υγείας του πληθυσμού των ΗΠΑ.
Οι ΗΠΑ έχουν μακράν χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής σε σχέση με όλες τις χώρες υψηλών εισοδημάτων. Μάλιστα, η θέση τους στην παγκόσμια κατάσταση επιδεινώνεται προϊόντος του χρόνου, φτάνοντας το 2021 στην 57η για τις γυναίκες και 46η για τους άνδρες. Παχυσαρκία, κακή διατροφή, ναρκωτικά, ένοπλη βία, μεγάλες αλληλοδιαπλεκόμενες ανισότητες (γεωγραφικές, φύλου, φυλετικές, κοινωνικοοικονομικές), βρίσκονται στη βάση αυτού του γεγονότος.
Πρόσφατη μελέτη δείχνει μεγάλο χάσμα στο προσδόκιμο ζωής ανάμεσα σε δέκα διαφορετικές εθνοτικές/φυλετικές ομάδες του πληθυσμού των ΗΠΑ, με την καλύτερη επίδοση να αφορά την ομάδα ασιατικής καταγωγής και τη χειρότερη τους γηγενείς πληθυσμούς. Η διαφορά αυτή ήταν 20,4 έτη το 2022, έναντι 12,6 έτη το 2000. Η απόκλιση στο προσδόκιμο ζωής ανάμεσα σε διαφορετικές γειτονιές της ίδιας πόλης φτάνει μέχρι και τα 25 έτη. Μεταξύ 1970 και 2000, η επιμήκυνση της διάρκειας ζωής μετά τα 60 έτη ήταν 3,5 φορές μεγαλύτερη στους λευκούς από ό,τι στους μαύρους. Επίσης, στη χώρα παρατηρείται υψηλή βρεφική και μητρική θνησιμότητα, σημαντικά μεγαλύτερη σε μαύρους και γηγενείς σε σύγκριση με τους λευκούς. Μάλιστα, σε Πολιτείες που έχει μερικώς ή ολικώς απαγορευτεί η έκτρωση είναι ήδη ορατή η αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας, φαινόμενο πιο έντονο ανάμεσα στους μαύρους και στον αμερικανικό Νότο. Η αντιεμβολιαστική στάση μέρους του πληθυσμού έχει πυροδοτήσει επιδημία ιλαράς που εξαπλώνεται από το Τέξας στο Νέο Μεξικό και οδηγεί τον νέο υπουργό να αναθεωρήσει τη στάση του απάναντι στο εμβόλιο.
Παραταύτα, οι ΗΠΑ είναι παγκόσμιες πρωταθλήτριες στη συνολική δαπάνη υγείας, που φτάνει στο 16,5% του ΑΕΠ – μακράν υψηλότερη από αυτή άλλων χωρών. Το ύψος αυτό της δαπάνης αποδίδεται κυρίως στο υπέρογκο διοικητικό κόστος, που οφείλεται στον κατακερματισμό και τον ιδιωτικό χαρακτήρα της ασφάλισης: 240 εταιρείες και 318.000 προγράμματα με αντίστοιχη ποικιλία στην κοστολόγηση και τον τρόπο χρέωσης.
Η χώρα αποτελεί μοναδικό διαβόητο παράδειγμα συνδυασμού υψηλής δαπάνης και κακών επιδόσεων υγείας. Το μεγαλύτερο (και διαχρονικά αυξανόμενο) τμήμα της δαπάνης υγείας προέρχεται από το δημόσιο, φτάνοντας στο 69% της συνολικής δαπάνης υγείας το 2020, αν συνυπολογιστούν δαπάνες από το «Medicare» (ασφάλιση για όλους >65 ετών), το «Medicaid» (ασφάλιση των κοινωνικο-οικονομικά αδυνάμων), επιδοτήσεις για αγορά ιδιωτικών προγραμμάτων ασφάλισης και αγορά συμβολαίων από ιδιωτικές ασφαλιστικές από το κράτος και τις Πολιτείες για τους υπαλλήλους τους. Το 2021, η δημόσια κατά κεφαλή δαπάνη υγείας των ΗΠΑ ξεπέρασε τη συνολική κατά κεφαλή δαπάνη σε άλλες πλούσιες χώρες. Ακόμη πιο ενδιαφέρον, μεγάλο τμήμα των δημόσιων πληρωμών διαμεσολαβείται από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές. Το 2020, το 54% των εσόδων των ασφαλιστικών εταιριών προερχόταν από δημόσιες πηγές.
Οι πάροχοι υπηρεσιών υγείας είναι ιδιωτικοί φορείς, μη κερδοσκοπικοί ή κερδοσκοπικοί, με τους δεύτερους να κερδίζουν έδαφος τις τελευταίες δεκαετίες. Η πιο πρόσφατη συγκριτική αξιολόγηση των συστημάτων υγείας των ΗΠΑ και άλλων εννιά πλούσιων χωρών από το Commonwealth Fund, που δημοσιεύτηκε πριν λίγους μήνες, είχε τίτλο «A Portrait of the Failing U.S. Health System» (βλ. σχήμα).

Συγκριτική παρουσίαση της απόδοσης των συστημάτων υγείας 10 χωρών.
Πηγή: Health Care by Country 2024 Report | Commonwealth Fund
Η χώρα είχε κάκιστες επιδόσεις σε όλα τα πεδία, εκτός από την ποιότητα των υπηρεσιών. Μείζον και διαχρονικό πρόβλημα στις ΗΠΑ αποτελούν οι περιορισμοί στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας για τους κοινωνικο-οικονομικά ασθενέστερους, δηλαδή γι’ αυτούς που τις έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Το 2023, υπήρχαν 26 εκατομμύρια (7,9% του πληθυσμού) ανασφάλιστοι, αριθμός μικρότερος σε σχέση με τα 50 εκατομμύρια το 2010, κατά την έναρξη της εφαρμογής του «Obamacare». Ωστόσο, ένας πληθυσμός που κυμαίνεται μεταξύ του ενός τρίτου και τους ενός τετάρτου των Αμερικανών εργαζομένων είναι υπο-ασφαλισμένοι. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να πληρώνουν από την τσέπη τους για πολλές υπηρεσίες και φάρμακα, γεγονός που οδηγεί σε αποφυγή θεραπείας, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με χειρότερη υγεία και, τελικά, με μεγαλύτερο κόστος υπηρεσιών. Το 2021, το οικογενειακό χρέος για ιατρικούς λόγους ξεπερνούσε το σύνολο όλων των άλλων χρεών μαζί. Το 2024, το 50% των καρκινοπαθών που επιβίωναν είχαν ιατρικό χρέος. Οι περισσότεροι από όσους χρεοκοπούν λόγω ιατρικών δαπανών έχουν ασφάλιση.
Χαρακτηριστική περίπτωση σκανδαλώδους χρήσης δημόσιου χρήματος αποτελεί η «ιδιωτικοποίηση» του «Medicare», δηλαδή η χρήση πόρων του «Medicare» για αγορά ασφαλιστικών προγραμμάτων από ιδιωτικές εταιρείες. Τα ιδιωτικοποιημένα σχήματα επιβάλλουν συμμετοχές στη δαπάνη, με αποτέλεσμα να διώχνουν τους ασθενείς που έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες φροντίδας (π.χ. καρκινοπαθείς, πάσχοντες από χρόνια νοσήματα), ενώ την ίδια στιγμή υπερτιμολογούν τις υπηρεσίες, αυξάνοντας έτσι την κατά κεφαλή δαπάνη που πληρώνει το Δημόσιο. Έτσι, προέκυψε αύξηση δαπάνης για το «Medicare» κατά 22%, με παράλληλη μείωση της κάλυψης.
Εν κατακλείδι, η φροντίδα υγείας στις ΗΠΑ χρηματοδοτείται κυρίως από το κράτος, αλλά διαμεσολαβείται και παρέχεται από ιδιωτικούς φορείς, με το κόστος να αυξάνεται και το επίπεδο υγείας τους πληθυσμού να επιδεινώνεται. Τι θα κάνει γι’ αυτά η διοίκηση Τραμπ;
Αν και η υγεία δεν απασχόλησε σημαντικά την προεκλογική αντιπαράθεση, φαίνεται ότι οι γενικές κατευθύνσεις της πολιτικής Τραμπ περιλαμβάνουν α) περικοπές των ομοσπονδιακών δαπανών, κυρίως μέσα από τον περιορισμό του «Medicaid», των επιδοτήσεων της αγοράς προγραμμάτων ασφάλισης από τους οικονομικά ασθενέστερους και τον περιορισμό της φαρμακευτικής δαπάνης, β) μεταφορά ευθυνών από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση στις Πολιτείες, και γ) μεγαλύτερη απορρύθμιση της αγοράς υπηρεσιών, ώστε «να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός».
Δυστυχώς για το λαό των ΗΠΑ, η επιστημονική έρευνα δείχνει ότι αυτά που χρειάζεται να γίνουν είναι τα αντίθετα. Έχει αποδειχθεί ότι η επέκταση της ασφάλισης μετά το 2010, αλλά και η αντιμετώπιση των φυλετικών διακρίσεων και η αναγνώριση και αντιμετώπιση της ευαλωτότητας κάθε είδους, βελτιώνουν τις εκβάσεις υγείας. Απαιτείται επέκταση του «Medicaid» και επιδίωξη καθολικής κάλυψης υπηρεσιών υγείας, χωρίς τις στρεβλώσεις της υπο-ασφάλισης που εισάγουν οι ασφαλιστικές εταιρείες. Η λύση πρέπει να αναζητηθεί στη συγκεντροποίηση και το δημόσιο χαρακτήρα της ασφάλισης – όχι στην περαιτέρω απελευθέρωση της ασφαλιστικής αγοράς που αυξάνει το κόστος και περιορίζει την πρόσβαση. Ποιος θα το κάνει όμως; Οι γίγαντες της ασφαλιστικής αγοράς τραβούν το πολιτικό σύστημα μακριά από τέτοιες ιδέες. Η διοίκηση Τραμπ είναι ανοιχτά αντίθετη και οι Δημοκρατικοί, μετά το «Obamacare», δεν έδειξαν ενδιαφέρον για περαιτέρω τομές. Ωστόσο, τον Ιούνιο του 2024, το 65% των Αμερικανών ψηφοφόρων τάσσονταν υπέρ της κρατικά εγγυημένης ασφάλισης υγείας. Αυτό το λαϊκό πλειοψηφικό αίτημα αναζητά πολιτική έκφραση σε σύγκρουση όχι μόνο με την Ακροδεξιά, αλλά και με τη συστημική πολιτική των Δημοκρατικών.