Η λέξη αχούρι δεν αρκεί για να περιγράψει το ξενοδοχείο. Ήταν τόσο βρώμικο που άπλωνες την πετσέτα που είχες φέρει μαζί σου για να μην ακουμπάνε τα μαλλιά σου στην ελεεινή μαξιλαροθήκη, ενώ ήταν απαραίτητο να έχεις και σλίπινγκ μπαγκ γιατί τα σεντόνια ήταν σε ανάλογη κατάσταση. Στην μπανιέρα έμπαινες φορώντας τις παντόφλες για να μην πατήσεις με γυμνά πόδια στην κάποτε λευκή επιφάνεια η οποία από τη βρώμα είχε πάρει το σκούρο γκρι χρώμα που έχει ο πνεύμονας του μακροχρόνιου καπνιστή. Σε όλο το χώρο έβλεπες κάτι θρασύτατες κατσαρίδες να σουλατσάρουν αμέριμνες, χωρίς καθόλου να ενοχλούνται από την ανθρώπινη παρουσία, θεωρώντας προφανώς αδιαφιλονίκητη την κυριαρχία τους στο habitat του αχουριού.
Το ξενοδοχείο όμως είχε δύο μεγάλα πλεονεκτήματα. Το πρώτο ήταν ότι βρισκόταν πολύ κοντά στην πλατεία Ταχρίρ, το επίκεντρο της αναταραχής που συντάρασσε τότε τον αραβικό κόσμο. Το δεύτερο ήταν ότι οι ιδιοκτήτες του ήταν Κόπτες. Το να είσαι Κόπτης στην Αίγυπτο σημαίνει εξ ορισμού ότι δεν είσαι με το κράτος – για την ακρίβεια το κράτος θεωρεί εξ ορισμού ότι δεν είσαι μαζί του.
Όταν λοιπόν δεν είσαι με το κράτος, δεν κάνεις πολλές ερωτήσεις στους παράξενους νεαρούς Δυτικούς που έρχονται στο ξενοδοχείο σου όχι για να κάνουν τουρισμό, αλλά γιατί έχουν γοητευτεί από μια άνοιξη που μαράθηκε πρόωρα. Δεν ρωτάς τίποτα ούτε όταν βλέπεις κάποιους από τους ξένους πελάτες σου να γυρνάνε αργά τη νύχτα, κλαμένοι από τα δακρυγόνα και ταραγμένοι από τη σφαγή της οποίας αναπάντεχα έγιναν μάρτυρες – εκείνο το βράδυ ο στρατός άνοιξε πυρ εναντίον της διαδήλωσης. Δεν ρωτάς. Απλώς τους κοιτάς για μια στιγμή και στη συνέχεια στρέφεις ξανά το βλέμμα σου στην τηλεόραση της ρεσεψιόν, αφήνοντας τους μόνους τους να συνειδητοποιήσουν αυτό που μόλις έμαθαν, δηλαδή ότι η επανάσταση δεν είναι μια ωραία λέξη, μια υψιπετής αφηρημένη ιδέα, αλλά ο νεαρός άντρας που τον κουβαλάγανε οι σύντροφοί του ουρλιάζοντας· ο νεαρός άντρας με το λευκό ματωμένο πουκάμισο και το απόκοσμο βλέμμα, στο οποίο δεν αποτυπωνόταν πια ο πόνος, αλλά η απόσταση από όσα συνέβαιναν γύρω του.
«Ας σαμπ γιουρίντ ισκάτ αν νιζάμ» – Ο λαός θέλει την ανατροπή του καθεστώτος… Είναι τέλη Γενάρη, δυόμισι μήνες από τη σφαγή – μια από τις πολλές εκείνης της περιόδου. Από το ανοιχτό παράθυρο του ξενοδοχείου ακούγονται τα συνθήματα των προσυγκεντρώσεων που κατευθύνονται στην Ταχρίρ για την επέτειο του ενός χρόνου από την «επανάσταση της 25ης Γενάρη».
Μέσα στο δωμάτιο οι φωνές από τον δρόμο ακούγονται ως κάλεσμα. Κάλεσμα στη ζωή που ανθίζει εκεί έξω∙ στη ζωή που ανθίζει στην επανάσταση, τη διακινδύνευση, την αβεβαιότητα∙ είναι το κάλεσμα της ζωής που βιώθηκε πιο βαθιά από ποτέ εκείνο το βράδυ που ένιωσες την ακατανίκητη ορμή να τρέξεις προς τα εκεί που έπεφταν οι σφαίρες, γιατί όσο πιο κοντά πλησίαζες τόσο πιο ζωντανός ένιωθες.
Διαβάζεις ξαπλωμένος την ιστορία της οικογένειας Τρότα.[1] Ο Ροτ σε έχει συνεπάρει σε βαθμό που δεν μπορείς να κλείσεις το βιβλίο, την ίδια στιγμή που νιώθεις ότι πρέπει να το κλείσεις αμέσως για να βγεις στον δρόμο. Η φωνή του είναι και αυτή ένα κάλεσμα· κάλεσμα στη ζωή που ανθίζει εντός, στον Λαβύρινθο των αφηγήσεων, στην ενδοχώρα της αυτοκρατορίας των λέξεων. Εκείνη τη στιγμή της ηδονικής αμφιθυμίας μεταξύ των δύο καλεσμάτων, στο αχούρι όπου οι φωνές του φλεγόμενου Καΐρου μπλέκονταν με αυτές της μυθικής Αυστροουγγαρίας, ο χρόνος απέκτησε μια ασυνήθιστη πυκνότητα και νέες δυνατότητες αναδύονταν∙ όλα έμοιαζαν εφικτά. Δεν ήταν.
Σημείωση:
1. Γιόζεφ Ροτ, «Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ», μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Άγρα.
Γιάννης Αλμπάνης