Εθνικοποιήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Μέχρι πριν λίγο καιρό θα ήταν αδιανόητο, αφού η ευρωζώνη έχει ως πυλώνα τις ιδιωτικοποιήσεις. Κι όμως, η είδηση που ήρθε από τη Γερμανία, είναι ενδεικτική των καιρών που αλλάζουν. Η γερμανική κυβέρνηση προχώρησε στην εθνικοποίηση του ενεργειακού κολοσσού Uniper. Το γερμανικό κράτος θα αγοράσει το 56% της Uniper από τη φινλανδική Fortum έναντι 500 εκατομμυρίων. Στη συνέχεια, θα προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 8 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στο τέλος της διαδρομής, η κρατική συμμετοχή στην εταιρία θα φτάσει στο 98,5%.
Η Uniper προμηθεύει το 40% του αερίου που χρησιμοποιείται στη Γερμανία. Μεταξύ των πελατών της είναι και αρκετοί δήμοι που παρέχουν θέρμανση στους πολίτες. Η εταιρία έχασε 12 δισεκατομμύρια από την αρχή της χρονιάς, λόγω της μείωσης της ροής του ρωσικού αερίου και της αντικατάστασής του από άλλες ακριβότερες πηγές. Είναι ενδεικτικό ότι η αγορά από το γερμανικό κράτος συμφωνήθηκε στην τιμή του 1,70 ευρώ ανά μετοχή, όταν τον Φεβρουάριο πριν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η τιμή της μετοχή της Uniper διαπραγματευόταν στα 40 ευρώ.
Αλλαγή πορείας
Σύμφωνα με τους New York Times, «η απόφαση του Βερολίνου να εθνικοποιήσει την Uniper είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα όπου κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη αντιστρέφουν την επί δεκαετίες πολιτική της προώθησης της ελεύθερης αγοράς στις βιομηχανίες ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, καθώς οι νομοθέτες κινούνται για να εξασφαλίσουν τον εφοδιασμό, αντιμέτωποι με τις τιμές ρεκόρ της ενέργειας».
Σχολιάζοντας την εθνικοποίηση της Uniper, o Werner Hoyer, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων δήλωσε στην τηλεόραση του Bloomberg: «Μπορεί να έχουμε περισσότερες όπως αυτή λόγω των απίστευτα υψηλών τιμών οι οποίες δεν μπορούν να μεταβιβαστούν και τα κράτη πρέπει να παρέμβουν. Αυτό είναι κάτι που μάλλον θα δούμε για λίγο».
Την περασμένη Παρασκευή η γερμανική κυβέρνηση ξεκίνησε επίσης την εθνικοποίηση της γερμανικής θυγατρικής του ρωσικού πετρελαϊκού Rosneft. To Bloomberg αναφέρει ότι είναι πολύ πιθανή η εθνικοποίηση άλλων δύο γερμανικών εταιριών αερίου, της VNG AG και της Securing Energy for Europe GmbH. Το Blomberg μάλιστα χαρακτηρίζει «ιστορική» την παρέμβαση του γερμανικού κράτους στην αγορά αερίου.
Τον Ιούλιο η γαλλική κυβέρνηση είχε ανακοινώσει την πλήρη εθνικοποίηση της κορυφαίας γαλλικής εταιρίας ηλεκτρισμού της EDF, η οποία διαχειρίζεται και τους πυρηνικούς αντιδραστήρες. Το γαλλικό κράτος κατείχε ήδη το 84% της εταιρίας.
Παράλληλα, όλες οι κυβερνήσεις της Ευρώπης παίρνουν μέτρα ελέγχου των τιμών της ενέργειας.
Η αγορά δεν λειτουργεί
Ο Γιάννης Μάντζαρης, δρ Ηλεκτρολόγος Μηχανικός είχε επισημάνει στο φάκελο Ενέργεια Πόλεμος του Ινστιτούτου Eteron ότι «τόσο από τον δημόσιο λόγο όσο και από τα μέτρα που προτείνονται, συνάγεται ότι η λειτουργία των αγορών αντιμετωπίζεται από τους ίδιους τους αρχιτέκτονές της μάλλον ως κομμάτι του προβλήματος και σίγουρα όχι της λύσης».
Η διαφαινόμενη αλλαγή πορείας στην ενεργειακή πολιτική δεν σημαίνει βέβαια ότι το πολιτικό σύστημα της Ευρώπης ανακάλυψε ξαφνικά τα αγαθά του κρατικού παρεμβατισμού. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η ίδια η πραγματικότητα του πολέμου και της κρίσης καθιστά αδήριτη την ανάγκη του δημόσιου ελέγχου της αγορά ενέργειας.
Και Ελλάδα;
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την κρατική παρέμβαση για να στηρίξει ουσιαστικά τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα και όχι το κοινωνικό σύνολο. Μεταφέρει κάθε μήνα πακτωλό στις εταιρίες ενέργειας για να συγκρατηθούν οι τιμές (δύο δισεκατομμύρια θα φτάσουν οι κρατικές επιδοτήσεις των λογαριασμών μέσα στον Σεπτέμβριο), αλλά αφήνει ανεξέλεγκτη την κερδοσκοπία του χρηματιστηρίου Ενέργειας. Την ίδια στιγμή, η ΔΕΗ παρά το 34% που εξακολουθεί να κατέχει το Δημόσιο, λειτουργεί ως εν ενισχυτής και όχι ως κυματοθραύστης της κερδοσκοπίας, Να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση εκχώρησε το 17% της ΔΕΗ στους ιδιώτες τον περασμένο Νοέμβριο, ενώ είχε ξεσπάσει η ενεργειακή κρίση.
Αλλά και από οικολογικής σκοπιάς η κυβερνητική πολιτική είναι κοντόφθαλμη. Ο Βλάσης Οικονόμου, διευθυντής του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκής Ενεργειακής και Κλιματικής Πολιτικής στις Βρυξέλλες επισημαίνει ότι «δαπάνες για εξοικονόμηση ενέργειας και πραγματικής προστασίας του ευάλωτου καταναλωτή (με αναβάθμιση κτιρίου, φωτοβολταϊκά στη στέγη κοκ) υπολείπονται πολύ των χρηματοδοτήσεων λογαριασμών. Αυτό δυστυχώς επιδεινώνει τελικά την θέση των καταναλωτών μακροχρόνια ενώ καθυστερεί όλο και πιο πολύ (και αυξάνει και το κόστος έτσι) στην πραγματική ενεργειακή μετάβαση των νοικοκυριών που θα μειώσει και τις ανάγκες τους σε θέρμανση και χρήση ενέργειας».
Με πιο απλά λόγια, την ώρα που έχει καταστεί προφανής η ανάγκη δημόσιου ελέγχου της αγοράς ενέργειας, η κυβέρνηση επιμένει σε μια κρατικοδίαιτη αγορά-ζόμπι που δεν λειτουργεί προς όφελος ούτε της κοινωνίας ούτε του περιβάλλοντος.
Γιάννης Αλμπάνης