Always historicize! Με αυτή την προτροπή ξεκινάει Το πολιτικό ασυνείδητο του Φρέντρικ Τζέιμσον. Ένα βιβλίο σταθμός στην πνευματική πορεία του σημαντικότερου αμερικανού μαρξιστή θεωρητικού, και, ταυτόχρονα, ένας σταθμός σε αυτό που ονομάζουμε Θεωρία της Λογοτεχνίας.
Σε σχέση με το πρώτο, να πούμε εδώ ότι ο Τζέιμσον προχωράει από τις προηγούμενες επιμέρους μελέτες του για τον Σαρτρ, τα προβλήματα της λογοτεχνικής μορφής, την αποτίμηση του ρώσικου φορμαλισμού και του δομισμού ή τη μελέτη του για τον Γουίνταμ Λιούις, σε μια ολιστική θεώρηση (και χρήση) της συγκαιρινής του (αλλά και της πρότερης) θεωρίας για τα πολιτισμικά τεχνουργήματα. Μια ολιστική ή «ολοποιητική» θεώρηση σε καιρούς που τα παραπάνω επίθετα ήταν εντόνως δυσφημισμένα, αφού στην τότε διανοητική μόδα κυριαρχούσε το «μικρό» (…που είναι ωραίο), η «διασπορά», το ασυνεχές, το ετερογενές, η ποικίλη «μοναδολογία» (σήμημα, μύθημα, φώνημα, ψύχημα…), κ.ο.κ. Θα ξεκινήσει με τη μάλλον προκλητική για τα δεδομένα της εποχής –εποχής κυριαρχούμενης σε σημαντικό βαθμό από τα ποικίλα εμμενή ή κειμενομόλα μοντέλα ερμηνείας– διαπίστωση ότι μόνο μια στέρεα ιστορικοποιημένη (ως προς το υποκείμενο εκφοράς και το σημείο θεώρησής του) και ιστορικοποιούσα (ως προς το «αντικείμενο»-«κείμενο») ερμηνεία μπορεί να μας δώσει τη βαθύτερη σημασία των πολιτιστικών artefactorum, όντας, όπως το είχε πει κάπου παλιότερα ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, η μόνη μορφή γνήσιας γνώσης. Αντιγράφω τις πρώτες αράδες από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο του βιβλίου («Για την ερμηνεία. Η λογοτεχνία ως κοινωνική συμβολική πράξη»):
Αυτό το βιβλίο υποστηρίζει την προτεραιότητα της πολιτικής ερμηνείας των λογοτεχνικών κειμένων. Συλλαμβάνει την πολιτική προοπτική όχι μόνο ως μια συμπληρωματική μέθοδο, όχι ως ένα επιλεκτικό υποβοήθημα των άλλων τρεχόντων στις μέρες μας ερμηνευτικών ρευμάτων –του ψυχαναλυτικού ή μυθο-κριτικού, του υφολογικού, του ηθικού, του δομιστικού– αλλά, μάλλον, ως τον απόλυτο ορίζοντα κάθε ανάγνωσης και κάθε ερμηνείας. (σελ. 1)
Από αυτήν τη δήλωση, ο ορίζοντας προσδοκιών του αναγνώστη θα καρτερούσε πιθανόν μεγαλοπρεπείς ή μανιφεστιακές πολιτικολογούσες αναλύσεις, ταξινομήσεις των κειμένων σε «προοδευτικά ή αντιδραστικά»[2], ή βεβιασμένες και μηχανιστικές απόπειρες για ένα «νομοταγές» συνταίριασμα «βάσης» και «εποικοδομήματος» στη βάση μιας «μηχανικής» ή «μηχανιστικής» αιτιότητας [mechanical/mechanistic causality], κοντολογίς σε ό,τι ονομάστηκε (όχι πάντα από αγαθά κίνητρα) «ξύλινο» ή «απολιθωμένο». Δεν είναι αυτή η περίπτωση του Τζέιμσον. Σε αυτό συντελεί πρώτα απ’ όλα η στέρεα και βαθιά γνώση του συγγραφέα όχι μόνον των κλασικών του μαρξισμού αλλά και όλων των μεταγενεστέρων στοχαστών και ρευμάτων που αναφέρονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στον μαρξισμό. Από τον Λούκατς μέχρι τον Αλτουσέρ (που η σκέψη του ήταν εντόνως δραστική και επιδραστική την εποχή συγγραφής του βιβλίου), και από τη Σχολή της Φρανκφούρτης μέχρι τον Έρνστ Μπλοχ, τον Πουλαντζά, τον Γκοντελιέ και άλλους. Και κατά δεύτερον, το ότι το βιβλίο είναι μια αριστοτεχνική άσκηση –ας μου επιτραπεί η έκφραση– «θεωρητικού ιμπεριαλισμού». Ο Τζέιμσον δεν ορρωδεί προ ουδενός (όπως θα έλεγαν οι φιλόλογοι), ενσωματώνοντας στη συλλογιστική του, αλλάζοντάς τους κατεύθυνση ή πρόσημο, τα πιο αλλότρια και πολλές φορές φαινομενικά «εχθρικά» προς τον μαρξισμό ρεύματα και σχολές σκέψης. Και αυτό, γιατί ο μαρξισμός, κατ’ αυτόν, ως το συνολικό ιστορικό συμπύκνωμα μιας –άγρια βασανισμένης και δοκιμασμένης στην «κουζίνα» της Ιστορίας– διαλεκτικής σκέψης, έχει τη δυνατότητα να τρυγάει απ’ όλα τα άνθη του «καλού» ή του «κακού» για τους δικούς του χειραφετητικούς στόχους:
Μόνο ο μαρξισμός μπορεί να μας δώσει μια κατάλληλη εικόνα του μυστήριου του πολιτιστικού παρελθόντος, που σαν τον Τειρεσία, πίνοντας αίμα, επιστρέφει προς στιγμήν στη ζωή και παίρνει θέρμη και μπορεί να μιλήσει και να μας μεταφέρει το από πολύ καιρό ξεχασμένο μήνυμά του, σε ένα περιβάλλον εντελώς ξένο προς αυτό το μήνυμα. Αυτό το μυστήριο μπορεί να επανεργοποιηθεί αν η ανθρώπινη περιπέτεια είναι μοναδική· μόνον έτσι –και όχι μόνο μέσα από τα hobbies του αρχαιοδίφη και τις προβολές των μοντερνιστών– μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά στις ζωτικές διεκδικήσεις πάνω σε από καιρό νεκρά ζητήματα, όπως η εποχική εναλλαγή της οικονομίας μιας φυλής, οι παθιασμένες έριδες για τη φύση της Αγίας Τριάδας, τα ανταγωνιστικά μοντέλα της αρχαίας πόλεως, ή, φαινομενικά κοντύτερα σε εμάς, τις εκρηκτικές κοινοβουλευτικές και δημοσιογραφικές πολεμικές των εθνικών κρατών του 19ου αιώνα. Αυτές οι υποθέσεις μπορεί να επανακτήσουν για εμάς τον πρωταρχικό επείγοντα χαρακτήρα τους μόνον με την προϋπόθεση ότι θα μπορέσουμε να τις ξαναφηγηθούμε μέσα στην ενότητα μιας μεγάλης μοναδικής συλλογικής ιστορίας· μόνον αν, ως συνήθως με μεταμφιεσμένη και συμβολική μορφή, ιδωθούν ως συμμετέχουσες σε ένα μοναδικό θεμελιακό θέμα – για τον μαρξισμό, η συλλογική πάλη για να αποσπάσουμε ένα βασίλειο της ελευθερίας από το βασίλειο της ανάγκης· μόνον αν τις κατανοήσουμε ως ζωτικά επεισόδια σε μια μοναδική και μεγάλη ατέλειωτη πλοκή. (σελ. 3)
Αλλά, όπως είπαμε και στην αρχή, το βιβλίο είναι επίσης ένας σταθμός στη θεωρία της λογοτεχνίας, ακριβώς επειδή επαληθεύει με θαυμαστή επάρκεια την ιδεατή στοχοθεσία της. Δηλαδή, το ότι αντί να σταθεί στα επιμέρους «χωραφάκια» απολύτως σχολαστικιστικών εμμενών, κειμενικών ή ιδεοληπτικών προσεγγίσεων, να μπορεί να απλώνεται εκμεταλλευόμενη τη συσσωρευμένη γνώση αιώνων, σε όλες τις ανθρωπιστικές και μη επιστήμες (όσο, βέβαια, μπορεί να είναι «μη ανθρωπιστικές» και οι υπόλοιπες επιστήμες). Πράγμα που ο Τζέιμσον το κάνει ακροβατώντας θεσπέσια από τη φιλοσοφία στους «πατέρες» της κοινωνιολογίας (Μαρξ, Βέμπερ, Ντυρκαίμ…), στην ανθρωπολογία, την πολιτική οικονομία, τη γλωσσολογία, την ψυχανάλυση κ.ο.κ., πάντα με κύριο στόχο να πραγματώσει την προστακτική που ανοίγει το βιβλίο και προτάξαμε στο παρόν εισαγωγικό σημείωμα. Τουτέστιν, την πλήρη ιστορικοποίηση κειμένων, ανθρώπων, ιδεών, αισθημάτων και συναισθημάτων.
Σημειώσεις:
1. Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Σημειώσεις, τχ. 88, Δεκέμβριος 2022, σελ. 45-75. Εδώ δημοσιεύεται εμπλουτισμένο.
2. Είναι η περίπτωση του μεγάλου Λούκατς (που ο Τζέιμσον τον γνωρίζει πολύ καλά, χαρακτηρίζοντάς τον ως τον «μεγαλύτερο σύγχρονο μαρξιστή φιλόσοφο» ασκώντας του βέβαια μια σεβαστικότατη κριτική σε αρκετά σημεία) στη δεοντολογική του (που καμμιά φορά γίνεται και ηθικολογική: «υγιές» versus «άρρωστο») θεώρηση, ιδιαίτερα απέναντι στην πολιτισμική παραγωγή του μοντερνισμού. Μια θεώρηση που οδηγεί εν τέλει σε μια αρνητική κριτική (και καμιά φορά κατεδαφιστική: ας σκεφτούμε το Die Zerstӧrung der Vernunft) ενός μεγάλου μέρους αυτής της λογοτεχνίας, επειδή είναι αυτό που μπορεί να γράψει και όχι να γράψει αυτό που, κατά τον Λούκατς, πρέπει να είναι.
Ο Βασίλης Αλεξίου είναι καθηγητής Θεωρίας της Λογοτεχνίας, ΑΠΘ