Macro

Για την ατομική βόμβα και τον Ψυχρό Πόλεμο

Ο Αύγουστος είναι μήνας μνήμης της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Στις 6 Αυγούστου 1945, στις 8.15 το πρωί, το βομβαρδιστικό Β-29, το Enola Gay, ρίχνει την πρώτη ατομική βόμβα ουρανίου στη Χιροσίμα. «Little Boy» την είχαν βαφτίσει οι Αμερικανοί∙ «Pikadon» την ονόμασαν οι επιζήσαντες, που σημαίνει «λάμψη και έκρηξη». Στις 8.16, η Χιροσίμα έσβηνε από τον χάρτη.

Εφόσον δεν παραδόθηκε αμέσως η Ιαπωνία, τρεις ημέρες μετά, οι Αμερικανοί με το βομβαρδιστικό Bock’s Car άφησαν πάνω από το Ναγκασάκι τον «Fat Man», τη δεύτερη βόμβα πλουτωνίου, στις 11 το πρωί.

Ο Οργουελ είναι ο προφήτης της δυστοπίας του 20ού αιώνα. Στο κείμενο που ακολουθεί, εισάγεται για πρώτη φορά -από τον Οργουελ- η έννοια του «Ψυχρού Πολέμου» στη διεθνή πολιτική ορολογία.

Δημοσιεύθηκε στην «Tribune» στις 19 Οκτωβρίου 1945, δύο μήνες μετά τη ρίψη των ατομικών βόμβων στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας από τις ΗΠΑ: τη μόνη χώρα που χρησιμοποίησε την ατομική βόμβα με σκοπό τον θάνατο ανθρώπων και την καταστροφή πόλεων.

Ο Οργουελ είχε γράψει αρκετά για το ίδιο θέμα (π.χ., το «A. Bomb»). Ομως, εδώ ξεδιπλώνονται οι απόψεις του για το μοίρασμα του κόσμου που βρισκόταν εν εξελίξει στην εποχή των ατομικών εξοπλισμών, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Επιπλέον, με αυτό το κείμενο γίνεται ξεκάθαρο ότι είχε ολοκληρωθεί πλέον ο καμβάς για ένα από τα πιο γνωστά έργα του Οργουελ, το «1984».

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, πολιτικής επιστήμης και πολιτικής κοινωνιολογίας το θέμα του πυρηνικού πολέμου έδινε την απάντηση στο παράδοξο ερώτημα που κυριάρχησε στην ψυχροπολεμική περίοδο: «Πώς είναι δυνατόν να φοβηθεί κάποιος από μια απειλή, της οποίας η υλοποίηση είναι αδύνατη; Για πρώτη φορά στην ιστορία τους, οι άνθρωποι εργάζονταν για κάτι το οποίο δεν ήθελαν να χρησιμοποιήσουν».

Οπως έγραφε ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ραϊμόν Αρόν, «μετά τα χτυπήματα της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, τα πάντα διεξήγοντο ωσάν η ανθρωπότητα να ήταν αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει μόνον τα όπλα τού χθες, συσσωρεύοντας προσεκτικά τα όπλα τού αύριο».

Και ως προς τούτο, ο Οργουελ ήταν σωστός. Μπορεί να έπεσε έξω, στιγμιαία, ως προς την εξάπλωση των πυρηνικών εξοπλισμών, αλλά στα γενικά χαρακτηριστικά του Ψυχρού Πολέμου και της ισορροπίας τρόμου, ήταν σωστός στις προβλέψεις του: εβδομήντα τρία χρόνια μετά, βιώνουμε το τέλος των πολέμων μεγάλης κλίμακας, μαζί με μια επ’ αόριστον επιμήκυνση μιας «ειρήνης χωρίς ειρήνη».

Για την ακρίβεια, βιώνουμε ξανά τον πόλεμο -κι ας μην το βλέπουμε.

Ως προς τη μεγάλη πιθανότητα να γίνουμε όλοι κομμάτια στα επόμενα πέντε χρόνια, ας σκεφτούμε ότι η υπόθεση της ατομικής βόμβας δεν έχει συζητηθεί τόσο πολύ όσο θα περίμενε κάποιος.

Εχουν δημοσιευθεί πολλά σχέδια στις εφημερίδες, όχι και πολύ χρήσιμα στον μέσο άνθρωπο, με τα πρωτόνια και τα νετρόνια να κάνουν τα δικά τους, και με το κατά κόρον επαναλαμβανόμενο και άνευ νοήματος αίτημα, ότι η βόμβα «θα πρέπει να τεθεί υπό διεθνή έλεγχο».

Ωστόσο, περιέργως, ελάχιστα έχουν λεχθεί σε σχέση με ένα θέμα που μας απασχολεί πολύ περισσότερο: «Πόσο δύσκολη είναι η κατασκευή αυτών των όπλων;».

Οι σχετικές πληροφορίες που διαθέτουμε -δηλαδή εμείς, το μεγάλο κοινό- γύρω από αυτό το θέμα μάς έχουν έρθει μάλλον με έμμεσο τρόπο, αφού είναι δεδομένη η απόφαση του προέδρου Τρούμαν να μη δώσει ορισμένα μυστικά στην ΕΣΣΔ.

Πριν από μερικούς μήνες, όταν η βόμβα εξακολουθούσε να είναι μόνον μία φήμη, ήταν ευρέως διαδεδομένη η ιδέα πως η διάσπαση του ατόμου αποτελούσε απλώς ένα πρόβλημα για τους φυσικούς και πως, από τη στιγμή που θα το έλυναν, το νέο και καταστροφικό όπλο θα ήταν προσιτό σχεδόν σε όλους. (Οι φήμες έλεγαν ότι κάποιοι τρελαμένοι, απομονωμένοι σ’ ένα εργαστήριο, ανά πάσα στιγμή, θα μπορούσαν να κάψουν τον πολιτισμό, τόσο εύκολα, όπως ένα βεγγαλικό).

Εάν αλήθευε κάτι τέτοιο, ολόκληρη η τάση της ιστορίας θα είχε υποστεί μια απότομη μεταστροφή. Η διάκριση μεγάλων και μικρών κρατών θα είχε εξαλειφθεί και η εξουσία του κράτους πάνω στο άτομο θα είχε αποδυναμωθεί σε μεγάλο βαθμό.

Ωστόσο, από τα σχόλια του προέδρου Τρούμαν και από διάφορες παρατηρήσεις που έγιναν πάνω σ’ αυτά, φαίνεται ότι η βόμβα είναι απίστευτα δαπανηρή και ότι η κατασκευή της απαιτεί μια τεράστια βιομηχανική προσπάθεια, που τη διαθέτουν μόνον τρεις ή τέσσερις χώρες στον κόσμο.

Αυτό το σημείο είναι πρωταρχικής σημασίας, γιατί μπορεί να σημαίνει ότι η ανακάλυψη της ατομικής βόμβας, η οποία απέχει μέχρι στιγμής από το να αναστρέψει την ιστορία, απλώς θα ενισχύσει τις τάσεις που ήδη έχουν εμφανιστεί πάνω από μια δεκαετία.

Είναι ευρέως διαδεδομένο ότι, εν πολλοίς, η ιστορία του πολιτισμού είναι η ιστορία των όπλων. Συγκεκριμένα, έχει τονιστεί ξανά και ξανά η συσχέτιση μεταξύ ανακάλυψης της πυρίτιδας και της ανατροπής της φεουδαρχίας από την τάξη της μπουρζουαζίας.

Και παρόλο που δεν έχω καμία αμφιβολία ότι μπορούν να επισημανθούν εξαιρέσεις, νομίζω ότι θα μπορούσε να ισχύει γενικά ο ακόλουθος κανόνας: οι εποχές στις οποίες το κυρίαρχο όπλο είναι ακριβό ή δύσκολο να κατασκευαστεί τείνουν να είναι εποχές δεσποτισμού, ενώ οι εποχές στις οποίες το κυρίαρχο όπλο είναι φθηνό και απλό, οι εργατικές τάξεις έχουν μια ευκαιρία.

Ετσι, παραδείγματος χάριν, τα άρματα μάχης, τα θωρηκτά και τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα είναι από τη φύση τους τυραννικά όπλα, ενώ τα τουφέκια, τα μουσκέτα, τα μακριά τόξα και οι χειροβομβίδες είναι από τη φύση τους δημοκρατικά όπλα.

Ενα σύνθετο όπλο κάνει ισχυρότερο τον ισχυρό, ενώ ένα απλό όπλο -για όσο διάστημα δεν εμφανίζεται κάποιο άλλο για να το υπερνικήσει- ενισχύει τα νύχια των αδύνατων.

Η μεγάλη εποχή της δημοκρατίας και της αυτοδιάθεσης των λαών ήταν η εποχή του μουσκέτου και του τουφεκιού. Μετά την ανακάλυψη του μακρύκαννου όπλου και πριν από την εφεύρεση του φυσιγγιού εκπυρσοκρότησης, το μουσκέτο ήταν ένα αρκετά αποτελεσματικό όπλο και, ταυτόχρονα, τόσο απλό, που θα μπορούσε να παραχθεί σχεδόν παντού.

Ο συνδυασμός αυτών των ιδιοτήτων του έκανε εφικτές την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση και λειτούργησε ώστε μια λαϊκή εξέγερση να είναι κατά πολύ ένα σοβαρό εγχείρημα απ’ ό,τι θα μπορούσε να είναι στις μέρες μας κάτι αντίστοιχο. Μετά το μουσκέτο, ήρθε το πυροβόλο.

Αυτό συγκριτικά ήταν πιο σύνθετο όπλο, αλλά κι αυτό μπορούσε να παραχθεί σε πολλές χώρες και ήταν φθηνό, εύκολο στο λαθρεμπόριο και οικονομικό στα πυρομαχικά του.

Ακόμη και ο πιο καθυστερημένος λαός θα μπορούσε πάντα να προμηθευθεί αυτά τα όπλα από τη μία ή την άλλη πηγή, με αποτέλεσμα οι Μπόερς, οι Βούλγαροι, οι Αβυσσινοί, οι Μαροκινοί -ακόμα και οι Θιβετιανοί- να μπορούν να πολεμήσουν για την ανεξαρτησία τους, μερικές φορές, με επιτυχία.

Αλλά, εν συνεχεία, κάθε εξέλιξη της τεχνικής του πολέμου ευνόησε το κράτος έναντι του ατόμου και τη βιομηχανοποιημένη χώρα έναντι της καθυστερημένης. Υπάρχουν ολοένα και λιγότερα κέντρα ισχύος.

Ηδη, το 1939, υπήρχαν μόνο πέντε κράτη ικανά να διεξάγουν πόλεμο μεγάλης κλίμακας, και τώρα υπάρχουν μόνο τρία – τελικά, ίσως μόνο δύο.

Αυτή η τάση είναι εμφανής εδώ και χρόνια και είχε τονιστεί από μερικούς παρατηρητές ακόμη και πριν από το 1914. Το μόνο που θα αντέστρεφε την κατάσταση είναι η ανακάλυψη ενός όπλου -ή, γενικότερα μιλώντας, μία μέθοδος πολέμου- που δεν θα εξαρτάται από τις τεράστιες συγκεντρώσεις βιομηχανικών εγκαταστάσεων.

Από διάφορες ενδείξεις μπορεί κάποιος να συμπεράνει ότι οι Ρώσοι δεν κατέχουν ακόμα το μυστικό της κατασκευής της ατομικής βόμβας∙ από την άλλη πλευρά, καθώς φαίνεται, υπάρχει μια σύγκλιση απόψεων ότι σε λίγα χρόνια θα την έχουν στην κατοχή τους.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, ενώπιον της προοπτικής να εμφανιστούν δύο ή τρία τεράστια υπερ-κράτη, τα οποία θα μοιράζονται τον κόσμο μεταξύ τους και που το κάθε ένα τους θα κατέχει ένα όπλο με το οποίο εκατομμύρια άνθρωποι θα μπορούν να εξαφανιστούν εντός ολίγων δευτερολέπτων.

Επιπόλαια μάλλον, έχουμε ήδη υποθέσει ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε μεγαλύτερους και πιο αιματηρούς πολέμους και, ενδεχομένως, ένα πραγματικό τέλος για τον πολιτισμό της μηχανής.

Ομως, έχουμε υποθέσει -και στην πραγματικότητα αυτή θα είναι η πιο πιθανή εξέλιξη- ότι τα επιζώντα τεράστια κράτη θα μπορούσαν να κάνουν μια σιωπηρή μεταξύ τους συμφωνία, να μη χρησιμοποιήσουν ποτέ την ατομική βόμβα το ένα εναντίον του άλλου;

Εχουμε υποθέσει ότι θα τη χρησιμοποιήσουν ή θα απειλήσουν πως θα τη χρησιμοποιήσουν μόνον εναντίον ανθρώπων που δεν θα μπορούν να ανταποδώσουν το χτύπημα;

Σ’ αυτή την περίπτωση, είμαστε ξανά εκεί που βρισκόμασταν πριν, αλλά με μόνη διαφορά ότι η εξουσία είναι συγκεντρωμένη σε λιγότερα χέρια και η προοπτική για τους εξαρτημένους λαούς και τις καταπιεζόμενες τάξεις θα είναι ακόμα πιο απελπιστική.

Οταν ο Τζέιμς Μπέρναμ έγραψε το βιβλίο του «Η επανάσταση των διευθυντών», πολλοί Αμερικανοί έβλεπαν την πιθανότητα ότι, στο τέλος, θα κέρδιζαν τον ευρωπαϊκό πόλεμο οι Γερμανοί και, επομένως, ήταν φυσικό να υποθέσουμε ότι η Γερμανία και όχι η Ρωσία θα κυριαρχούσαν στα εδάφη της Ευρασίας, ενώ η Ιαπωνία θα παρέμενε το κυρίαρχο κράτος στην Ανατολική Ασία.

Επρόκειτο για μια εσφαλμένη εκτίμηση, η οποία όμως άφησε ακλόνητο το βασικό επιχείρημα. Η γεωγραφική εικόνα του Μπέρναμ για τον νέο κόσμο αποδείχθηκε σωστή.

Είναι όλο και πιο προφανές ότι η Γη θα χωριστεί σε τρεις μεγάλες αυτοκρατορίες, η κάθε μία από τις οποίες θα είναι αυτοδύναμη και δίχως επαφές με τον έξω κόσμο και η κάθε μία θα κυβερνιέται, με τον έναν ή τον άλλο μανδύα, από μια αυτοεκλεγμένη ολιγαρχία.

Το παζάρι γύρω από το πού θα χαραχθούν τα σύνορα θα συνεχίζεται και θα συνεχιστεί για μερικά χρόνια και το τρίτο από τα τρία υπερκράτη -η Ανατολική Ασία, που κυριαρχείται από την Κίνα- θα εξακολουθεί να είναι μελλοντικά δυνητικό και λιγότερο πραγματικό. Ομως, η γενική τάση είναι αδιαμφισβήτητη και κάθε επιστημονική ανακάλυψη των τελευταίων ετών απλώς την επισπεύδει.

Μας είπαν κάποτε ότι το αεροπλάνο «θα καταργήσει τα σύνορα»∙ η πραγματικότητα έδειξε ότι, μόνο από τη στιγμή που το αεροπλάνο έγινε ένα σοβαρό όπλο, τα σύνορα έχουν γίνει σίγουρα αδιάβατα.

Προσδοκούσαμε ότι το ραδιόφωνο, κάποτε, θα προωθούσε τη διεθνή κατανόηση και συνεργασία∙ έχει αποδειχθεί ότι είναι ένα μέσο απομόνωσης του ενός κράτους από το άλλο.

Η ατομική βόμβα ολοκληρώνει αυτή τη διαδικασία, με το να αποκλείει τη δυνατότητα εξέγερσης των εκμεταλλευόμενων τάξεων και των λαών σ’ όλες τις υπερδυνάμεις και, ταυτόχρονα, με το να τοποθετεί τους κατόχους της βόμβας στη βάση μιας στρατιωτικής ισορροπίας.

Θα είναι αδύνατο η μία δύναμη να κατακτήσει την άλλη και θα είναι πιθανότερο να συνεχίσουν να κυβερνούν τον κόσμο μεταξύ τους, κάνοντας συνάμα δύσκολο να φανταστούμε πώς θα μπορούσε να ανατραπεί αυτή η ισορροπία μόνον με αργές και αβέβαιες δημογραφικές μεταβολές.

Επί σαράντα – πενήντα χρόνια, ο κ. Χ. Τ. Γουέλς και άλλοι μας προειδοποιούσαν ότι ο άνθρωπος κινδυνεύει να καταστραφεί από τα δικά του όπλα, αφήνοντας τα μυρμήγκια ή κάποια άλλα εκκολαπτόμενα είδη να έρθουν στα πράγματα. Οποιος έχει αντικρίσει τις κατεστραμμένες πόλεις της Γερμανίας, βρίσκει στοιχειωδώς λογική αυτή την ιδέα.

Παρ’ όλα αυτά, βλέποντας τον κόσμο στο σύνολό του, η παρακμή για πολλές δεκαετίες δεν είχε να κάνει με μια κίνηση προς την αναρχία, αλλά με την επαναφορά της δουλείας.

Μπορεί να μην κατευθυνόμαστε προς μια ολική καταστροφή, αλλά προς μια εποχή τόσο φρικτά σταθερή, όσο σταθερές ήταν οι δουλοκτητικές αυτοκρατορίες της αρχαιότητας.

Η θεωρία του Τζέιμς Μπέρναμ έχει συζητηθεί πολύ, αλλά λίγοι έχουν ακόμη μελετήσει τις ιδεολογικές της συνεπαγωγές – δηλαδή το είδος της παγκόσμιας εικόνας, το είδος των πεποιθήσεων και τις κοινωνικές δομές που πιθανώς θα επικρατούσαν σ’ ένα κράτος που θα είναι ταυτόχρονα μη κατακτήσιμο αλλά και σε μόνιμη κατάσταση «ψυχρού πολέμου» με τους γείτονές του.

Εάν η ατομική βόμβα αποδειχθεί κάτι φθηνό και εύκολα κατασκευάσιμο όπως ένα ποδήλατο ή ένα ξυπνητήρι, θα μπορούσε να μας βυθίσει πίσω στη βαρβαρότητα, αλλά, από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της εθνικής κυριαρχίας και του αυστηρά συγκεντροποιημένου αστυνομικού κράτους.

Αν, όπως φαίνεται, είναι ένα σπάνιο και δαπανηρό όπλο, που μπορεί να παραχθεί τόσο δύσκολα όπως ένα θωρηκτό, είναι πολύ πιο πιθανό να θέσει τέρμα στους πολέμους μεγάλης κλίμακας, με κόστος, όμως, τον κίνδυνο της επ’ αόριστον επιμήκυνσης μιας «ειρήνης χωρίς ειρήνη». (1945).

Εισαγωγικό κείμενο-Μετάφραση: Θανάσης Βασιλείου