Κυκλοφόρησε, σε εξαιρετική μάλιστα μετάφραση του Γιάννη Στεφάνου, από τις εκδόσεις Νήσος, το έργο του Ντιντιέ Εριμπόν Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού.1 Ένα έργο αναπάντεχο, ριζοσπαστικό, νοητικά και συναισθηματικά απαιτητικό αλλά και αληθινά πολύτιμο: για τη ζωή μας, για την πολιτική, για εκείνες τις πλευρές των κοινωνικών σχέσεων για τις οποίες λίγα σκεφτόμαστε.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι ακριβής και περιεκτικός. Μιλάει πράγματι για τα γηρατειά και τον θάνατο. Ανήκει στην περιορισμένη εκείνη βιβλιογραφία που σπάει το κατά τον Ελίας «απωθημένο»2 των αναπτυγμένων βιομηχανικών κοινωνιών απέναντι στο θάνατο και ίσως ακόμα περισσότερο απέναντι στα γηρατειά. Λίγα έχουν γραφεί για μια πολυπληθή κοινωνική ομάδα στην οποία με βεβαιότητα θα ενταχθούμε για μια –έστω σύντομη– περίοδο της ζωής μας όλοι. Και μάλιστα πολύ λίγα ως θεωρητικές, φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές μελέτες. Αλλά κι αυτά τα λίγα μικρή απήχηση είχαν. Ελάχιστοι πράγματι έχουν υπόψη τους έργα αυτής της θεματικής κι από διακεκριμένους ακόμα συγγραφείς, όπως η Σιμόν ντε Μποβουάρ ή ο Νόρμπερτ Ελίας. Κι ίσως, αν δεν ήταν το –10 χρόνια παλιότερο, εξαιρετικό– Αγάπη του Χάνεκε κανείς να μη μιλούσε στις μέρες μας για τα γηρατειά και τον θάνατο ως τραυματική και δύσκολα διαχειρίσιμη διαδικασία, παρά μόνο με αφορμή την παρέμβαση του Εριμπόν.
Σε σταδιακή παρακμή
Πρόκειται για μια κυριολεκτικά ριζοσπαστική παρέμβαση: αφενός κάνει ρητό και κεντρικό της αντικείμενο κάτι που συστηματικά απωθείται και αφετέρου αίρει μια προκατάληψη που καθιστά τα γηρατειά και την επέλευση του θανάτου ένα μη-θέμα: μη δημοσιοποιήσιμο, μη επιλύσιμο, κάτι για το οποίο δεν μιλάμε και πολύ, κάπως σαν να ντρεπόμαστε για αυτό – συλλογικά και ατομικά. Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες ο θάνατος δεν εκτίθεται, δεν θεματοποιείται. Είναι ιδιωτικός και δυνάμει αόρατος. Είναι άλλωστε πάντα ο θάνατος των άλλων.
Πόσο μάλλον τα γηρατειά: η σταδιακή εξασθένιση και απορρύθμιση των σωματικών λειτουργιών, ο νοητικός και συνάμα ψυχολογικός –σταδιακός ή και ραγδαίος– αποσυντονισμός, όλα όσα κάνουν αυτή τη συνθήκη μια πορεία καταδίκης για την οποία προτιμάμε να μη μιλάμε, να μην τη σκεφτόμαστε. Οι ζωντανοί της σύγχρονης εποχής, μας θυμίζει προκλητικά ο Ελίας, αντιπαθούμε τους ετοιμοθάνατους,3 πάντα, έστω και αποκρύπτοντάς το, αποστρέφουμε το βλέμμα. Ερχόμαστε αντιμέτωπες και αντιμέτωποι με τη σκοτεινή και αποσιωπημένη πλευρά αυτής της συνθήκης κυρίως όταν σαν κόρες και γιοί –κι εδώ η πρόταξη του θηλυκού έχει σημασία, οι κόρες συνήθως και κυρίως–, όταν σαν κόρες και γιοί λοιπόν, έχουμε να διευθετήσουμε την τελική ευθεία της ζωής των γονιών μας, της μητέρας και του πατέρα μας. Εδώ έχει πάλι σημασία η πρόταξη του θηλυκού, καθώς οι άνδρες συχνά προλαβαίνουν να δεχτούν τη φροντίδα των συζύγων ή δεν προλαβαίνουν να υποστούν τον ταπεινωτικό εγκλεισμό σε ίδρυμα.
Η φροντίδα είναι απαιτητική και δυσάρεστη, γι’ αυτό και η παροχή της στα υποτίθεται αρμόδια ιδρύματα είναι πάντα από πλημμελής έως απάνθρωπη. Οι –ανάλογες με τις βρεφικές– ανάγκες σίτισης, καθαριότητας και στοιχειωδών σωματικών λειτουργιών των τροφίμων είναι απαιτητικές και επιβαρυντικές, απωθητικές συνήθως για όσους τις αναλαμβάνουν, με εξαίρεση κάποιους από τους «δικούς τους» ανθρώπους.
Σώματα βαριά, αμέτοχα και σε σταδιακή παρακμή, παρακμή που δεν είναι απλώς αισθητικά ανοίκεια αλλά ακόμα και –για να χρησιμοποιήσω την προσεκτική διατύπωση του Ελίας, πολύ κοντινή σε εκείνη του Εριμπόν– «συχνά κάθε άλλο παρά άοσμη».4 Και γνωρίζουμε πόσο ο σύγχρονος πολιτισμός δυσκολεύεται με την όσφρηση, την πιο απαξιωμένη αίσθηση.
Αλλά και πνεύματα συχνά εξίσου αμέτοχα, παράλογα, επιθετικά, θορυβώδη. Άβολα κι αυτά, μη συνεργάσιμα και μη πειθαρχημένα. Η νόρμα κανονικότητάς μας, κανονικότητας της μεταξύ μας επικοινωνίας και συνεννόησης δεν τέμνει τη δική τους εντεινόμενη ιδιορρυθμία. Δεν ακούνε, δεν συμμορφώνονται, επιμένουν σε ανύπαρκτες λύσεις, απαιτούν συνθήκες που δεν μπορούμε να τους προσφέρουμε. Μάνες και πατεράδες που γίνονται δύσκολοι, εμμονικοί, αδιάλλακτοι και παράλογα ισχυρογνώμονες, κόρες και γιοί που γίνονται εξ αντανακλάσεως, αλλά και για την ίδια τους τη συνείδηση, άδικοι, αχάριστοι, κακοί.
Ποια ενσυναίσθηση θα μπορούσε άλλωστε να ισχύσει μεταξύ των από εδώ και των από εκεί; Δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να αναλάβουμε τον ρόλο τους, κατά την κοινωνιολογική ορολογία. Και βεβαίως τον απωθούμε. Ατομικά και συλλογικά.
Το καθεστώς του εγκλεισμού
Μίλησα για «ταπεινωτικό εγκλεισμό σε ίδρυμα». Πράγματι· και να μην ξέραμε τη σχέση του συγγραφέα με τον Φουκώ και τη θεωρία του, δεν είναι εύκολο να παραβλέψουμε ότι αυτό ακριβώς κάνει η κοινωνία μας με τους ηλικιωμένους (κατά την έκφραση που ουδετεροποιεί ή και ωραιοποιεί την αναφορά της). Με λίγες εξαιρέσεις, που βεβαίως φέρουν ένα μεγαλοαστικό πρόσημο, τους ξεριζώνει (κοινωνικά και χωροταξικά). Τους εκτοπίζει και τους περιορίζει σε συνθήκες εγκλεισμού που αντιστοιχούν στο κατά Γκόφμαν ολοπαγές ίδρυμα.5 Η κοινωνική αυτή πρακτική έχει αδιαμφισβήτητα ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά. – Ένας ακόμα λόγος να απωθούμε την παρουσία της.
Αυτή η ολοκληρωτική πρακτική συνοδεύεται από όλες εκείνες τις διαδικασίες που συνιστούν αναίρεση της κατοχυρωμένης για τη νεωτερικότητα ιδιότητας του πολίτη, του αναγνωρισμένου υποκειμένου. Ο εγκλεισμός γίνεται συνήθως ενάντια στη θέλησή τους, με την έγκριση των παιδιών τους, που, πιεσμένα από ανυπέρβλητα εμπόδια (σαν τις συνέπειες των τόσο συνηθισμένων πτώσεων στο σπίτι) και με την απουσία κατάλληλων εναλλακτικών θεσμών αποδέχονται μια –τραυματική και για τα ίδια– ρήξη του συναισθηματικού δεσμού. Η συναίνεση κόρης και γιού είναι, γράφει ο Εριμπόν, απόρροια της εκ μέρους τους εσωτερίκευσης της «κοινωνικής ετυμηγορίας»6 που αίρει την ιδιότητα του υποκειμένου, του πολίτη από τον ηλικιωμένο γονέα.
Το καθεστώς του εγκλεισμού είναι πράγματι ολοκληρωτικό: ισοπεδώνει κάθε στοιχείο ατομικής ιδιαιτερότητας, εγκαθιστά μια «κατάσταση γενικής ομογενοποίησης» γράφει ο Εριμπόν.7 Το καθεστώς του εγκλεισμού είναι συνάμα ταπεινωτικό. Τα ιδρύματα ιδιωτικά και δημόσια είναι πάντα λίγα, πάντα γεμάτα, πάντα ανεπαρκή και σε αριθμό και σε εξοπλισμό και σε προσωπικό –κατάλληλο μάλιστα προσωπικό, στοιχειωδώς εκπαιδευμένο για ένα ανθρωπιστικό επάγγελμα– με αποτέλεσμα οι τρόφιμοι να είναι συχνά κυριολεκτικά πεταμένοι. Το καθεστώς του εγκλεισμού είναι επίσης αυταρχικό, καθώς η ελευθερία κινήσεων, προτιμήσεων, έκφρασης και κοινωνικής διάδρασης είναι απολύτως περιορισμένη, εξαιτίας αλλά συχνά και με πρόσχημα τη σωματική, νοητική και ψυχική εξασθένηση. Οι ηλικιωμένοι δεν μπορούν, επομένως δεν δικαιούνται. Η αυτονομία, συστατική της υπόστασής τους ως πρόσωπα, χάνεται. Παραθέτω8
Αυτός ο «ολοπαγής» χαρακτήρας εντεινόταν μέρα με τη μέρα. Ολόκληρη η ζωή της περιχαρακωμένη, ελεγχόμενη, τα πάντα αποφασίζονταν για εκείνη από άλλους. Η μητέρα μου δεν είχε χάσει μόνο την αυτονομία της, αλλά και την ελευθερία της, ακόμα και την ιδιότητα του προσώπου. Έτσι ακριβώς είναι: η αποπροσωποποίηση φτάνει μέχρι το σημείο ένας ηλικιωμένος να μην είναι πλέον πρόσωπο.
Τα ιδρύματα προετοιμάζουν για τον θάνατο, αυτή είναι η κοινωνική τους αποστολή και η λογική της λειτουργίας τους, οργανωτικά, στελεχικά, χωροταξικά. Το ξέρουμε, ισχύει για όλους μας. Ο εγκλεισμός τον προαναγγέλλει. Παραθέτω ξανά:9
Ξέρεις ότι θα βρεθείς σ’ ένα ίδιο δωμάτιο, σ’ ένα ίδιο γηροκομείο. Ή τουλάχιστον το φοβάσαι, δεν μπορείς να το αποφύγεις. Δεν ξέρεις όμως ούτε πότε, ούτε πώς θα φτάσεις εκεί. Δεν ξέρω πότε, δεν ξέρω πώς θα φτάσω εκεί. Με τι όχημα; Εμένα που δεν έχω παιδιά, ποιος θα με πάει; Ο σύντροφός μου, οι νεότεροι φίλοι μου; Ή οι νοσηλευτές και οι διασώστες του ασθενοφόρου, κατόπιν εντολής γιατρού; Καθώς λες στο πρόσωπο που έχεις απέναντί σου, «Θα είσαι καλά, θα δεις», τρέμεις τη στιγμή που θα βρεθείς στη θέση του, στη θέση εκείνου που μάταια προσπαθείς να καθησυχάσεις. Και σκέφτεσαι ότι, όταν έρθει εκείνη η μέρα, θα προτιμήσεις να ακούσεις την αλήθεια.
Ο μηχανισμός προαναγγελίας του θανάτου εγκαθιστά μια συνθήκη απόλυτης μοναξιάς αλλά και παραίτησης. Οι ηλικιωμένοι, οι γέροντες, είναι μόνοι, αποκλεισμένοι και συχνά πλήρως απομονωμένοι στα ιδρύματα, όπως στις μονάδες εντατικής θεραπείας στις οποίες μερικές φορές καταλήγουν. – Βαρύ ρήμα το «καταλήγουν».
Η παραίτηση φτάνει σε εμάς με εκείνο το αδυσώπητο «δεν θέλω να ζήσω άλλο», που λέει η μητέρα του στον Ντιντιέ. Η δική μου έλεγε «κουράστηκα, δεν θέλω άλλο». – Πόσο αποστασιοποιημένος να είναι κανείς;
Η γυναικεία μορφή
Είπα στην αρχή, πως ο τίτλος του βιβλίου είναι ακριβής και περιεκτικός, καθώς μιλάει πράγματι για τα απωθημένα θέματα, τα γηρατειά και τον θάνατο. Τα προσδιορίζει όμως, γιατί πρόκειται για τη «ζωή, τα γηρατειά και τον θάνατο μιας γυναίκας του λαού». Τα προσδιορίζει στο πλαίσιο μιας έμφυλης ταυτοτικής διάκρισης αλλά και, εντός αυτής, μέσω μιας ταξικής κοινωνικής κατηγορίας με οροθετήσιμο –ιδίως στη Γαλλία– πολιτισμικό ορίζοντα, που καθιστά το προηγούμενο πλαίσιο ακόμα πιο ευκρινές: μια γυναίκα και μάλιστα μια γυναίκα του λαού.
Μια γυναίκα του λαού, θραύσματα της ζωής της οποίας ανασύρονται από το γιό της ενόψει της μοναχικής της πορείας προς τον θάνατο, της απώλειας για τον γιο ακόμα και της δυνατότητας επανεκτίμησης μιας σχέσης που υπήρξε αδύνατη. Οι προδιαγραφές της σωματικής παρακμής και του θανάτου χαράχτηκαν στη διάρκεια της συγκεκριμένης ζωής μιας γυναίκας του λαού. Αλλά και η πρόσληψη αυτής της διαδικασίας γίνεται από τη σκοπιά μιας απόρριψης που στηρίζεται στην πορεία αυτής της συγκεκριμένης ζωής. Ο Εριμπόν καταλογίζει στη μητέρα του απόψεις, στάσεις και συμπεριφορές τις οποίες δεν μπορούσε και δεν μπορεί να δεχτεί.
Επομένως η όποια συναρμογή των στιγμών της ζωής της, που ανασύρει θραυσματικά, δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι ουδέτερη, παρόλο που δεν είναι υποκειμενικά προκατειλημμένη. Η συναρμογή γίνεται από τον Εριμπόν, γιό μεν, κοινωνιολόγο δε. Και στα καλά επεξεργασμένα εργαλεία της δουλειάς του, αυτής της ιδιότροπης αναστοχαστικής κοινωνιοανάλυσης, για την οποία η βιογραφία και η αυτοβιογραφία είναι το κατεξοχήν υλικό μελέτης περίπτωσης, ο Εριμπόν δεν είναι απλώς επαγγελματίας, είναι κριτικός επιστήμονας.
Η γυναικεία και η προλεταριακή μορφή υποκειμενικότητας, που στην ορολογία του Εριμπόν διαμορφώνονται από «κοινωνικές ετυμηγορίες»,10 συνδέουν τη μητέρα του αφενός με έξεις (κάποιες απεχθείς, όπως ο ρατσιστικός αυτοματισμός του λόγου της) που απορρέουν από τον ταξικό της περίγυρο και αφετέρου αντιστάσεις που υπαγορεύει η επιβίωση (κυριολεκτικά επιβίωση, καθώς τις γυναικοκτονίες μάς υπενθυμίζει) σε ένα περιβάλλον στο οποίο η ανδρική επιβολή αποτελεί –παραθέτω– «ένα παγκόσμιο και καθημερινό σύστημα κυριαρχίας».11
Γυναίκα, γυναίκα του λαού αλλά και γερασμένη. «Η διαδικασία της γήρανσης», γράφει ο Ελίας, «επιφέρει μια θεμελιώδη μεταβολή στη θέση κάποιου ανθρώπου στην κοινωνία».12 Προσθέτει επομένως έναν προσδιορισμό αποφασιστικό, όπως μας δείχνει η δουλειά του Εριμπόν . Αλλάζει τον άνθρωπο, μεταβάλλει το καθεστώς ύπαρξης τόσο της γυναίκας όσο και της πρώην εργάτριας.
Το συμπιέζει, το συνθλίβει, το υπερπροσδιορίζει; Η ερώτηση συνεπάγεται δυο θέματα που απαιτούν μελέτη και συζήτηση:
Πώς μπορούμε να προσεγγίσουμε, στο πλαίσιο αυτού που (καλώς ή κακώς) ονομάστηκε «διατομεακότητα», τη θέση των γηρατειών στο δίκτυο των παραγόντων που προσδιορίζουν σχέσεις κυριαρχίας;
Και, πώς μπορούμε να προσεγγίσουμε μια απάντηση στα δυο συναφή ερωτήματα που ο ίδιος ο Εριμπόν μας θέτει προς το τέλος του βιβλίου του σχετικά με τη δυνατότητα πολιτικής έκφρασης των δικαιωμάτων και αξιώσεων των ηλικιωμένων. Παραθέτω: «Τι είναι ένα σύνολο που δεν μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του» και «τι είναι μια πολιτική κουβέντα που μένει περιορισμένη στην ιδιωτική σφαίρα»;13
1 Ντιντιέ Εριμπόν, Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού, Αθήνα 2024: Νήσος.
2 Norbert Elias, Η μοναξιά των ετοιμοθάνατων, Αθήνα 2021: Κουκκίδα, σ. 16, 83.
3 Elias, σ. 103
4 Elias, σ.104.
5 Erving Goffman, Άσυλα. Αθήνα 1994: Ευρύαλος
6 Εριμπόν, σ. 25.
7 Εριμπόν, σ. 66.
8 Εριμπόν, σ. 93.
9 Εριμπόν, σ. 49-50.
10 Εριμπόν, σ. 161-162.
11 Εριμπόν, σ. 40.
12 Elias, σ. 85.
13 Εριμπόν, σ. 228, 229.