Macro

Γεωργία Πετράκη: Το #MeToo ήρθε για να μείνει

Στις 5 Οκτωβρίου 2017 συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια από τη δημοσίευση στους New York Times και στο περιοδικό New Yorker 100 επώνυμων μαρτυριών γυναικών που κατηγορούν τον κινηματογραφικό παραγωγό Χάρβεϊ Γουάινστιν για σεξουαλική παρενόχληση και σεξουαλική βία, πράξεις που διαπράττονταν ατιμώρητα για τριάντα χρόνια. Δέκα ημέρες μετά τις ως άνω αποκαλύψεις, στις 15 Οκτωβρίου 2017, η ηθοποιός Αλίσα Μιλάνο καλεί τις γυναίκες-θύματα έμφυλης και σεξουαλικής βίας να μιλήσουν. Το μήνυμά της ξεκινά με «Κι εγώ». Αυτό το «κι εγώ» θα γινόταν το όνομα ενός μαζικού κοινωνικού κινήματος που ξεκίνησε διαδικτυακά από γυναίκες σε όλο τον κόσμο. Μέσα σε πέντε χρόνια το #MeToo έχει συγκεντρώσει 53 εκατομμύρια μηνύματα στο Twitter παγκοσμίως. Έτσι ξεκινά ένα κίνημα απελευθέρωσης του λόγου των γυναικών που έπεσαν θύματα παρενόχλησης και σεξουαλικής βίας.
 
Το κίνημα διασχίζει τον πλανήτη, από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, στην Ιαπωνία και στη Ρωσία, στην Κίνα, στη Νότια Κορέα. Ποιες είναι οι περιοχές που λείπουν; Αυτή η ερώτηση ανοίγει ένα ολόκληρο πεδίο προβληματισμού. Γιατί η αφρικανική ήπειρος παραμένει πιο ήσυχη; Είναι αυτό ένα κίνημα που σχετίζεται με τον τρόπο ζωής του βόρειου ημισφαιρίου; Γιατί ορισμένες χώρες, όπως η Ρωσία ή η Ιταλία, είναι πιο ανθεκτικές από άλλες, όπως η Σουηδία ή οι ΗΠΑ; Ποια είναι η σχέση με τις πολιτικές και θρησκευτικές οικογένειες σκέψης; Σχετικά με αυτά τα ερωτήματα αναπτύσσονται έντονες και συγκρουσιακές συζητήσεις που απασχολούν και το φεμινιστικό κίνημα.
 
Οπως υποστήριξε η Γαλλίδα φεμινίστρια και συγγραφέας Φρανσουάζ Εριτιέ, το #MeToo είναι το πρώτο φεμινιστικό κίνημα που, ενώ γεννήθηκε σε κοινωνικές τάξεις όπου οι γυναίκες ήταν κοινωνικά ισχυρές και μορφωμένες, εξαπλώθηκε στα λαϊκά στρώματα, σε αντίθεση με τα κοινωνικά κινήματα του 19ου και του 20ού αιώνα που γεννήθηκαν από κυριαρχούμενα κοινωνικά στρώματα που βρίσκονταν «στο κάτω μέρος» της κλίμακας των ιεραρχιών και κατέβηκαν στους δρόμους σε μια προσπάθεια να υψώσουν τη φωνή τους «προς τα πάνω». Το #MeToo γεννιέται στους κύκλους των γυναικών που έχουν σπουδάσει ή επωφελούνται από τη συμβολική αναγνώριση σε πολιτισμικά εμβληματικούς κύκλους της νεωτερικότητας, όπως αυτός του κινηματογράφου ή του θεάτρου, για να εξαπλωθεί στα λαϊκά κοινωνικά στρώματα, αυτά των χαλυβουργείων του Σικάγο, για παράδειγμα, στην Google, στη MacDonalds, στον κόσμο της εργασίας ιδιωτικών και δημόσιων οργανισμών. Ορισμένα κοινωνικά υπόβαθρα, ωστόσο, εξακολουθούν να υποεκπροσωπούνται, όπως ο κόσμος των αγροτών ή αυτός των εξαιρετικά επισφαλών και ευάλωτων γυναικών: οι γυναίκες Ρομά, οι άστεγες, οι πρόσφυγες, οι γυναίκες που ανήκουν σε κοινότητες άκαμπτων θρησκευτικών ιδεολογιών. Επιπλέον, οι περισσότερο ελεγχόμενοι χώροι εργασίας δεν έχουν εκδηλωθεί. Ούτε οι πολύ προνομιούχες γυναίκες, που βρίσκονται στην κορυφή των κοινωνικών ιεραρχιών στους διεθνείς κύκλους των πολύ υψηλών περιουσιακών στοιχείων, που είναι γνωστό ότι είναι ισχυρές και διεθνοποιημένες. Η σιωπή των αριστοκρατικών ή εξαιρετικά εύπορων γυναικών είναι εντυπωσιακή και υπάρχουν πολύ λίγες εθνογραφικές σχετικές έρευνες ώστε να κατανοήσουμε την κατάστασή τους.
 
Σύμφωνα με τον Van Jablonka, καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, «η απελευθέρωση του γυναικείου λόγου συνοδεύτηκε από τη βαριά σιωπή των ανδρών». Από αμηχανία, αδιαφορία, άγνοια, περιφρόνηση ή εχθρότητα, απείχαν μαζικά. Όμως «μερικοί άνδρες ανακαλύπτουν τις δυνατότητες χειραφέτησης του #MeToo». Σε συνέντευξή του ο συγγραφέας των «Νέων αρρενωποτήτων» καλεί τους άνδρες να ξανασκεφτούν την αρσενική συνθήκη και θέτει το ερώτημα της δικαιοσύνης των φύλων: Πώς θα συμφιλιωθεί το αρσενικό με τα δικαιώματα των γυναικών και όλων των ανδρών;
 
Το #MeToo έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη των φεμινιστικών αγώνων, ενώ πολλές θεσμικές μεταρρυθμίσεις σε διάφορες χώρες του κόσμου έλαβαν χώρα στον απόηχό του. Από τον πολλαπλασιασμό, τη συσσώρευση και τη διεθνοποίηση ιστοριών που γεννιούνται από το μοναχικό «εγώ», που μετατοπίζεται στο «κι εγώ», σχεδιάζεται ένα «εμείς», ένα σημαντικό πολιτικό υποκείμενο, το «εμείς» των γυναικών, που συνιστά παράγοντα κοινωνικής αλλαγής. Όμως αν η νομοθεσία γίνεται όλο και πιο ακριβής, περιεκτική και προστατευτική τυπικά υπέρ των θυμάτων, τι απολογισμό μπορούμε να κάνουμε για την τιμωρία της βίας κατά των γυναικών;
 
Η βία κατά των γυναικών είναι ένα έγκλημα που παραμένει μαζικά ατιμώρητο. Το #MeToo αποσταθεροποίησε το κλίμα ατιμωρησίας, αφού καμιά φορά η δικαιοσύνη νικά και επιβάλλονται σημαντικές ποινές, καθαιρέσεις από θέσεις ισχύος κ.λπ. Όμως συνήθως τα θύματα βρίσκουν την πόρτα κλειστή όταν αναζητούν δικαιοσύνη. Από το 2017 οι καταγεγραμμένες πράξεις σεξουαλικής βίας έχουν αυξηθεί σ’ όλη την Ευρώπη. Αλλά μετά την καταγγελία τι συμβαίνει; Λιγότεροι από ένας στους τρεις δράστες διώκονται ποινικά. Για παράδειγμα, στη Γαλλία οι καταγγελίες για βιασμό ενήλικα χρειάζονται κατά μέσο όρο 77 μήνες για μια πρώτη κρίση, όταν δεν ταξινομούνται ή δεν εγκαταλείπονται λόγω της παραγραφής. Το 2020 εκδόθηκαν μόνο 732 καταδικαστικές αποφάσεις για βιασμό (1.300, σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης), ενώ 94.000 άνθρωποι πέφτουν θύματα βιασμού ή απόπειρας βιασμού κάθε χρόνο, σύμφωνα με τις σχετικές έρευνες. Η Δικαιοσύνη και η Πολιτεία δεν έχουν ακολουθήσει την ευαισθητοποίηση που έχει υπάρξει στην κοινωνία.
 
Το #MeToo στην Ελλάδα ξεκίνησε από τον αθλητισμό και την ολυμπιονίκη Σοφία Μπεκατώρου, η οποία τον Δεκέμβριο του 2020 αποκάλυψε ότι υπέστη σεξουαλική κακοποίηση πριν από 23 χρόνια από ισχυρό παράγοντα της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας. Η προσωπική ιστορία της Σοφίας Μπεκατώρου, συμβόλου του #MeToo στην Ελλάδα, δημιούργησε κύμα συμπαράστασης στην ελληνική κοινωνία, ενώ και άλλες αθλήτριες προέβησαν σε αποκαλύψεις σεξουαλικής παρενόχλησης. Ακολούθησαν καταγγελίες από φοιτήτριες ή πρώην φοιτήτριες, που κατήγγειλαν πανεπιστημιακούς καθηγητές για σεξουαλική παρενόχληση. Το κύμα του #MeToo κατέκλυσε στη συνέχεια τον χώρο του Πολιτισμού, όπου πολλοί ηθοποιοί, άνδρες και γυναίκες, καταγγέλλουν περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμών. Στην επίδραση του #MeToo στην απελευθέρωση του λόγου των γυναικών θα πρέπει να αποδώσουμε την ορατότητα στον δημόσιο χώρο καθημερινών καταγγελιών για σεξουαλική παρενόχληση, άσκηση βίας, συντροφικής ή οικογενειακής, αλλά και την ορατότητα των συχνών γυναικοκτονιών που, σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές, καταδεικνύουν την αύξηση της ασκούμενης βίας εις βάρος των γυναικών. Η ορατότητα της βίας και της σεξουαλικής βίας στον δημόσιο χώρο έχει οδηγήσει σε σημαντικές θεσμικές προστατευτικές ρυθμίσεις τόσο σε δημόσιους οργανισμούς όσο και σε ιδιωτικούς, των οποίων όμως η εφαρμογή ελέγχεται ως μη αποτελεσματική. Επίσης, και στην Ελλάδα το #MeToo έχει ενισχύσει την ανάπτυξη των φεμινιστικών αγώνων, οι οποίοι γίνονται ορατοί σε δημόσιες παρεμβάσεις-συμβολές σε επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις (π.χ., νόμος για τη συναινετική συνεπιμέλεια), αλλά και «στις δίκες του κινήματος #MeToo», στις οποίες η παρουσία αλληλέγγυων γυναικών και συλλογικοτήτων συμβάλλει στην αποφασιστική στήριξη των θυμάτων.
 
Η Γεωργία Πετράκη είναι κοινωνιολόγος, καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου