Την τελευταία δεκαετία, όλο και περισσότεροι άνθρωποι σε μεγάλες μητροπόλεις, από τη Λισαβόνα και την Αθήνα, ως από τη Βαρκελώνη έως το Βερολίνο, αδυνατούν να εξασφαλίσουν οικονομικά προσιτή κατοικία. Τα ενοίκια και οι τιμές των ακινήτων αυξάνονται με ρυθμούς που ξεπερνούν την άνοδο των εισοδημάτων, οι εξώσεις πληθαίνουν, ενώ τουριστικά διαμερίσματα και νέες μορφές «έξυπνης» κατοίκησης – όπως οι μεσοπρόθεσμες μισθώσεις, οι συγκατοικήσεις τύπου co–living, καθώς και οι ιδιωτικές φοιτητικές εστίες ή κατοικίες για ηλικιωμένους – πολλαπλασιάζονται σε γειτονιές που μέχρι πρότινος κατοικούνταν από χαμηλόμισθα και μεσαία κοινωνικά στρώματα. Αυτή η (βίαιη) αλλαγή χωροκοινωνικής αναδιάρθρωσης οφείλειται στη διαδικάσία της χρηματιστικοποίησης της κατοικίας: τη μετατροπής δηλαδή της κατοικίας από κοινωνικό αγαθό σε χρηματοπιστωτικό προϊόν και πεδίο κερδοσκοπίας. Η διαδικασία αυτή δεν εξελίσσεται χωρικά με ενιαίο τρόπο, αλλά σε κάθε πολή αντανακλά τις ιδιαίτερες κοινωνικές, πολιτικές και χωρικές ιδιαιτερότητες. Με άλλα λόγια, οι μορφές και οι ρυθμοί της χρηματιστικοποίησης της κατοικίας διαφέρουν από πόλη σε πόλη, καθώς η διαδικασία προσαρμόζεται στις τοπικές ιστορικές συγκυρίες και στα πολιτικά γεγονότα που τις διαμορφώνουν (Aalbers, 2016).
Επιπλέον, η χρηματιστικοποίηση της κατοικίας δεν αποτελεί φυσική ή ουδέτερη εξέλιξη της «αγοράς», αλλά είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη σταδιακή αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας. Μάλιστα, το κράτος παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, υιοθετώντας πολιτικές που ευνοούν την ιδιωτικοποίηση της κατοικίας, όπως την προώθηση της ιδιοκατοίκησης μέσω δανεισμού, την απελευθέρωση των ενοικίων, τις φοροαπαλλαγές για επενδυτές και τη συρρίκνωση ή κατάργηση της κοινωνικής κατοικίας. Με αυτόν τον τρόπο, η κατοικία επαναπροσδιορίζεται ως πεδίο επενδυτικής δραστηριότητας – τόσο για διεθνείς όσο και για εγχώριους οικονομικούς παράγοντες.
Η κρίση του 2008 αποτέλεσε καθοριστικό σημείο καμπής. Καθώς τα χρηματοπιστωτικά συστήματα κατέρρεαν, τα περισσότερα κράτη επέλεξαν να διασώσουν τις τράπεζες αντί για τους υπερχρεωμένους δανειολήπτες. Τα πακέτα στήριξης συνοδεύτηκαν από πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης και εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων, διοχετεύοντας τεράστιες ποσότητες φθηνού κεφαλαίου στις αγορές ακινήτων. Σε αυτό το περιβάλλον, επενδυτές, επενδυτικά ταμεία (funds), εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (servicers) και επενδυτικές εταιρείες ακινήτων (realestateinvestmenttrusts) απέκτησαν την κυριότητα κατοικιών από νοικοκυριά που αδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους — είτε μέσω εξώσεων και πλειστηριασμών, είτε με την αγορά «κόκκινων δανείων» απευθείας από τις τράπεζες. Στη συνέχεια, οι κατοικίες αυτές μετατράπηκαν σε βραχυχρόνιες μισθώσεις ή κατοικίες προς ενοικίαση κατ’επένδυση (built-to-rent), προσανατολισμένες σε πιο προσοδοφόρους χρήστες (Holm et al. 2023).
Το κράτος, ωστόσο, δεν περιορίστηκε μόνο στο να διευκολύνει τη χρηματιστικοποίηση της κατοικιας. Σε πολλές περιπτώσεις ανέλαβε ενεργά ρόλο ρυθμιστή και επενδυτή. Αναθεώρησε νομοθεσίες που αφορούν τις μισθώσεις και τη χορήγηση δανείων, θέσπισε αυστηρότερα κριτήρια για την πρόσβαση στην ιδιοκατοίκηση και ενίσχυσε το νομικό πλαίσιο που επιτρέπει σε εταιρείες να αποκτούν, να διαχειρίζονται και να εκμεταλλεύονται κατοικίες με ελάχιστη κοινωνική λογοδοσία. Στην Τουρκία, για παράδειγμα, το κράτος, μέσω δημόσιων εταιρειών ακινήτων, προώθησε εκτεταμένα προγράμματα αστικής ανάπλασης, τα οποία οδήγησαν στον εκτοπισμό παλαιών κατοίκων και στόχευαν στην προσέλκυση οικονομικά ισχυρότερων νοικοκυριών (Çelik, 2023). Αντίστοιχα, σε πόλεις όπως το Λονδίνο, οι δημοτικές αρχές ενσωμάτωσαν χρηματοοικονομικές λογικές στη διαχείριση του αστικού χώρου, υιοθετώντας κερδοσκοπικά κριτήρια και μετασχηματίζοντας τον ρόλο τους: από φορείς κοινωνικής πρόνοιας σε εταίρους επενδυτικών εγχειρημάτων με στόχο την αποκόμιση κέρδους (Hodkinson, 2020).
Η ελληνική περίπτωση προσφέρει ένα ιδιαίτερο παράδειγμα. Την περίοδο 2010–2020, η κρίση χρέους και τα μνημόνια συνοδεύτηκαν από δραματική υποχώρηση του κράτους πρόνοιας: περικοπές μισθών και συντάξεων, ιδιωτικοποιήσεις, κατάργηση φορέων κοινωνικής κατοικίας όπως η ΔΕΠΟΣ και ο ΟΕΚ. Η κατοικία δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Αν και η αρχική στάση του κράτους, μέσω του νόμου Κατσέλη, προστάτεψε την πρώτη κατοικία και απέτρεψε ένα κύμα εξώσεων, η στρατηγική αυτή εγκαταλείφθηκε σταδιακά μετά το 2018. Με την οικονομία να “ανακάμπτει” και τις τιμές ακινήτων να ανεβαίνουν, η κυβέρνηση ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τις επιταγές της αγοράς: ευνοϊκή ρύθμιση για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, νόμοι που επιτρέπουν την πτώχευση φυσικών προσώπων και την εκποίηση πρώτης κατοικίας.
Το αποτέλεσμα; Η Αθήνα μετασχηματίζεται με ταχύτατο ρυθμό σε ένα πεδίο μονολειτουργικής τουριστικής χρήσης. Ολόκληρες γειτονιές – όπως το Κουκάκι, το Μεταξουργείο και η Κυψέλη – αναδιαμορφώνονται σύμφωνα με τις επιδιώξεις επενδυτών και πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης: εκτόξευση ενοικίων, εξώσεις, εκτεταμένη παρουσία του Airbnb.
Την ίδια στιγμή, οι δημόσιες πολιτικές εμφανίζονται κατακερματισμένες και αποσπασματικές. Η κοινωνική κατοικία παραμένει πρακτικά ανύπαρκτη, ενώ κάθε ιδέα για έλεγχο των ενοικίων απορρίπτεται ως «επικίνδυνη» ή «αντισυστημική». Μέσα σε αυτό το τοπίο, τα τοπικά κινήματα κατοίκων και ενοικιαστών καλούνται να αντιπαρατεθούν με διεθνή χρηματοπιστωτικά κεφάλαια και ένα κράτος που, αντί να ρυθμίζει, συναινεί – σε όρους που είναι βαθιά ασύμμετροι.
Ωστόσο, όπως έχει φανεί σε πολλές χώρες, τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Από τα κινήματα ενοικιαστών και κατοίκων στη Βαρκελώνη έως τις πρωτοβουλίες στο Βερολίνο, η στέγη αναδεικνύεται ξανά σε πεδίο πολιτικής αντίστασης και κοινωνικής διεκδίκησης. Στη Βαρκελώνη, τα κινήματα κατοικίας δεν περιορίστηκαν στην καταγγελία της κρίσης, αλλά ανέπτυξαν γόνιμες συνεργασίες με τοπικούς θεσμούς, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση πολιτικών που εδράζονται στη λογική της κοινωνικής λειτουργίας της ιδιοκτησίας (socialfunctionofproperty, κατά Duguit). Αντίστοιχα, στο Βερολίνο, το κίνημα κατοικίας πέτυχε μια ιστορική νίκη, κερδίζοντας δημοψήφισμα υπέρ της κοινωνικοποίησης των ακινήτων που ανήκουν σε μεγάλους θεσμικούς επενδυτές – ένα αίτημα που στοχεύει ευθέως στην αποχρηματιστικοποίηση της κατοικίας.
Οι εξώσεις δεν είναι απλώς ένα ατομικό δράμα, αλλά εκφράση ενός συλλογικού κοινωνικού προβλήματος. Και η απάντηση μπορεί – και πρέπει – να είναι συλλογική: με νομοθετική κατοχύρωση του δικαιώματος στην κατοικία· με δημόσιες πολιτικές που θωρακίζουν τον χώρο από τις αγορές· και με κινηματικές πρακτικές που διεκδικούν την κοινωνική επανάκτηση των πόλεων.
Για να κατανοήσουμε γιατί οι κυβερνήσεις ενεργούν – ή αποτυγχάνουν να ενεργήσουν – με τον τρόπο που το κάνουν, χρειάζεται πρώτα να αναρωτηθούμε: τι είναι τελικά το κράτος; Δεν πρόκειται για μια ουδέτερη αρχή διαιτησίας, αλλά, όπως σημείωσε ο Πουλαντζάς (1979), για έναν χώρο σύγκρουσης κοινωνικών και ταξικών δυνάμεων· ένα πεδίο όπου συγκρούονται συμφέροντα και διαμορφώνονται οι όροι της κοινωνικής αλλαγής.
Αν το κράτος διευκολύνει τη χρηματιστικοποίηση της κατοικίας, αυτό δεν οφείλεται απλώς σε έναν «νεοφιλελεύθερο» χαρακτήρα ή σε θεσμική ανεπάρκεια. Οφείλεται στο ότι κυριαρχούν σε αυτό συγκεκριμένες συμμαχίες, πιέσεις και ισορροπίες, που νομιμοποιούν αυτές τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές. Για να αλλάξουμε αυτή τη συνθήκη – την κατοικία ως επενδυτικό προϊόν, το κράτος ως σύμμαχο της αγοράς και την πόλη ως αντικείμενο κερδοσκοπίας – πρέπει να αναγνωρίσουμε πως το κράτος δεν είναι αμετάβλητο ή ουδέτερο. Είναι μια κοινωνική σχέση: ένας χώρος σύγκρουσης ταξικών συσχετισμών, θεσμικών παγιώσεων αλλά και πολιτικών ρωγμών.
Συνεπώς, το ποιες ανάγκες εξυπηρετεί, ποιες αγορές στηρίζει και ποια συμφέροντα εκπροσωπεί το κράτος δεν είναι κάτι φυσικό ή προκαθορισμένο· είναι ζήτημα ισχύος, πίεσης και συλλογικής διεκδίκησης. Γι’ αυτό και η αναμέτρηση με την κρίση της κατοικίας δεν είναι τεχνικό ζήτημα ή θεσμική λεπτομέρεια. Είναι βαθιά πολιτικός αγώνας – για το δικαίωμα στην κατοικία, για το δικαίωμα στην πόλη, για ένα κράτος που υπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες και όχι τις αποδόσεις του κεφαλαίου. Και αυτός ο αγώνας μας αφορά όλ@.
Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι μόνο η κριτική, αλλά η ανασυγκρότηση πολιτικών συσχετισμών που θα αμφισβητήσουν τις ισχύουσες δυναμικές της χρηματιστικοποίησης και κατοικίας και θα ανοίξουν χώρο για μια άλλη στεγαστική πολιτική – δικαιωματική, κοινωνική, αναδιανεμητική. Γιατί η στέγη δεν είναι επενδυτικό προϊόν. Είναι προϋπόθεση ζωής.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Aalbers, M., 2016. Financialization of housing (pp. 40-63). Oxfordshire, UK: Taylor & Francis.
Çelik, Ö., 2023. The roles of the state in the financialisation of housing in Turkey. Housing Studies, 38(6), pp.1006-1026.
Hodkinson, S., 2020. After Grenfell: Safe and secure homes for all. In Safe as houses (pp. 227-244). Manchester University Press.
Holm, A., Alexandri, G., Bernt, M., Belotti, E., Bortolotti, A., Watt, P., Hodkinson, S. and Audycka, B., 2023. Housing policy under the conditions of financialisation. Science Po Urban School, Paris: Science Po, διαθέσιμο στο: https://www.acash.org.pk/…/08/Rapporthousinghopofin.pdf
Πουλαντζάς, Ν., 1991. Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός. Αθήνα: Εκδόσεις Θεμέλιο