Το ιστορικό συλλαλητήριο της 28ης Φεβρουαρίου και οι μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις έξω από την Βουλή την Τετάρτη και την Παρασκευή καθιστούν σαφές ότι αλλάζουμε σελίδα πλέον στο πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα. Εκατομμύρια πολίτες όλων την ηλικιών, στην πλειονότητά τους άνθρωποι που δεν είχαν συμμετάσχει ξανά σε κινητοποιήσεις ή τουλάχιστον είχαν να το κάνουν από τα χρόνια του μνημονίου, έστειλαν βροντερή πολιτική απάντηση την κυβέρνηση Μητσοτάκη απαιτώντας να σταματήσει η συγκάλυψη για τα Τέμπη και να αποδοθεί δικαιοσύνη. Και επειδή μετά από 2 χρόνια από τον θάνατο 57 ανθρώπων κανείς πλέον δεν εμπιστεύεται ότι η κυβέρνηση μπορεί ή θέλει να κάνει κάτι τέτοιο, το λαϊκό αίτημα πλέον μεταφράζεται ρητά στο να «πέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη», ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Μπροστά μας βρισκόμαστε στην ανάδυση ενός κινήματος με όλα τα χαρακτηριστικά των κινημάτων που έχουμε γνωρίσει τις τελευταίες δεκαετίες και έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πολιτικής ζωής του τόπου, αλλά και στη σφυρηλάτηση της δικής μας ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ο Μητσοτάκης και ο Καλύβας κάνουν πολύ καλά και θυμούνται το «κίνημα των πλατειών» του 2011 και μάλιστα με τέτοια αποστροφή. Γιατί το ίδιο θυμίζει και σε εμάς, όσους και όσες συμμετείχαμε σε ένα αυθεντικό πολιτικό και κοινωνικό -τότε- εργαστήριο, όπου το πλήθος έγινε «λαός» (με την πολιτική έννοια), πήρε το τιμόνι και οδήγησε τις πολιτικές εξελίξεις.
Προφανώς, δεν υπάρχουν αυτόματες μεταφορές στον χρόνο και κάθε κίνημα έχει τα δικά του ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά που επηρεάζονται από τη συγκυρία. Όμως ο κοινωνικός μηχανισμός, αυτός που εμπνέει και κινητοποιεί του πολίτες είναι ο ίδιος. Είναι η συσσώρευση επί καιρώ ενός ασφυκτικού συναισθήματος αδικίας, προσβολής και κοροϊδίας από την κυβέρνηση, τα ΜΜΕ και τους συστημικούς δημοσιολόγους. Είναι η σύγκρουση της πραγματικότητας όπως βιώνεται από την κοινωνία, με την πραγματικότητα όπως σερβίρεται από το κυρίαρχο αφήγημα. Είναι η συνειδητοποίηση της κούρασης και της ματαιοπονίας της ατομικής διαμαρτυρίας από το σόσιαλ μίντια, που μόλις βρει ένα συλλογικό, φυσικό πεδίο έκφρασης διοχετεύεται εκεί. Στις πλατείες, στους δρόμους, τις διαδηλώσεις. Εκεί ακριβώς που εδώ και αιώνες σφυρηλατούνται οι πολιτικές συνειδήσεις, η αλληλεγγύη με τον διπλανό, η συλλογική διεκδίκηση. Εκεί δηλαδή που η Αριστερά αναπνέει και ζωοδοτείται, οργανώνεται και μαζικοποιείται, γίνεται πολιτικά και κοινωνικά χρήσιμη για να δημιουργήσει τις απαραίτητες ρήξεις στην ηγεμονία του κεφαλαίου.
Θυμάμαι ότι τον Μάιο του 2011, η Αριστερά είχε μία επιφύλαξη απέναντι στο αυθόρμητο κίνημα των πλατειών, όταν εκδηλώθηκε αρχικά. Ακόμα και στο εσωτερικό του τότε ΣΥΡΙΖΑ υπήρχε ο φόβος της αντιπολιτικής, της επικράτησης της ακροδεξιάς, της συνωμοσιολογίας και του απολίτικου καταγγελτισμού. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Το ίδιο, υπό διαφορετικές συνθήκες, συνέβη και τον Δεκέμβριο του 2008, με τον φόβο του μηδενισμού κα της βίας. Δεν είναι παράλογο. Όταν βιώνεται σε παρόντα χρόνο μία κομβική κινηματική στιγμή απέχει πολύ από τις μεταγενέστερες εξωραϊσμένες εξιστορήσεις σε βιβλία και αναλύσεις. Όμως οι στιγμές αυτές δεν έρχονται κατά παραγγελία. Έρχονται όταν ενεργοποιηθεί ο κοινωνικός μηχανισμός. Και το πραγματικό ερώτημα είναι τί κάνει η Αριστερά την κρίσιμη εκείνη στιγμή.
Ας γυρίσω τώρα όμως στο δύσκολο κομμάτι, το πολιτικό. Το 2011 ήταν η χρονική στιγμή της κατάρρευσης των δύο κομμάτων που κυριαρχούσαν στην ελληνική πολιτική σκηνή, κάτι που εκφράστηκε στις εκλογές του Μαΐου 2012. Στις εκλογές όμως δεν υπάρχουν κενά. Κόμματα καταρρέουν και αναδεικνύονται νέες πολιτικές δυνάμεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΗΜΑΡ, οι ΑΝΕΛ και η Χρυσή Αυγή (το 2015 και το Ποτάμι), με λιγότερη η περισσότερη σταθερότητα κάλυψαν το κενό.
Σήμερα, η πιο δύσκολη ερώτηση που αναζητά ερώτημα είναι ποια πολιτικά κόμματα μπορούν να καλύψουν τα υπάρχοντα πολιτικά κενά εκπροσώπησης και αν δεν υπάρχουν, τι συμμαχίες μπορούν να γίνουν. Για να απαντηθεί όμως αυτό το ερώτημα, πρέπει να απαντήσουμε σε ένα άλλο πιο πριν. Ποιος είναι ο στόχος; Το πραγματικό λαϊκό αίτημα να πέσει ο Μητσοτάκης; Αν είναι αυτό, για να προκύψει μία κυβερνητική εναλλακτική με «ειδικό» σκοπό να αποδώσει δικαιοσύνη και απαλλάξει την χώρα από το προσωποπαγές καθεστώς απαιτείται η συνεννόηση όλων των προοδευτικών κομμάτων, για να προκύψει ανταγωνιστική εναλλακτική απέναντι στην Δεξιά. Δεν προκύπτει ρεαλιστικά όμως στην παρούσα συγκυρία ότι ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν αμφότεροι να συνεννοηθούν σε μία τέτοια κατεύθυνση.
Αν το ερώτημα είναι η ανασύνθεση και η ανασυγκρότηση της Αριστεράς, ώστε αυτή η κοινωνική κινητοποίηση να ριζοσπαστικοποιηθεί και να προκύψει μία πολιτική εναλλακτική που θα απαντάει στο πολιτικό μπλοκάρισμα τότε η συνθήκη αλλάζει. Η ανασύνθεση και η ανασυγκρότηση της Αριστεράς και η σύνδεση της με το κοινωνικό απαιτεί αξιοπιστία, ειλικρίνεια, αυτοκριτική και σχέδιο. Δεν γίνεται μέσω συγκολλήσεων με κοινωνικά και πολιτικά απαξιωμένα υλικά, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που η ηθική επικαθορίζει την πολιτική. Και σε μία περίοδο που τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα απαιτούν γενναίες και καθαρές ρήξεις. Η ευθύνη της ανασύνθεσης βαραίνει όλη την Αριστερά και φυσικά και τη Νέα Αριστερά. Αυτή είναι η πρόκληση του καιρού μας.