Η πολιτική ρευστότητα που παρατηρείται, ειδικά μετά τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις για τα Τέμπη είναι πρωτοφανής. Δεν είναι λίγοι όσοι κάνουν ιστορικές μεταφορές στο 2012, όταν η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης προκάλεσε ένα εντυπωσιακό εκλογικό αποτέλεσμα. Η διαρκής πτώση των ποσοστών της κυβέρνησης, αλλά τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ και η άνοδος κομμάτων με φαινομενικά «αντισυστημικό» χαρακτήρα περιγράφουν τη νέα συνθήκη.
Τέσσερεις παρατηρήσεις από την σκοπιά της Αριστεράς:
Πρώτο, πριν από λίγους μήνες, στις ευρωεκλογές παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη αποχή του εκλογικού σώματος από την διαδικασία με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ως μία απόσυρση των ψηφοφόρων από την πολιτική συμμετοχή. Πριν λίγες βδομάδες, είχαμε τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις στην πρόσφατη ιστορία, με βαθιά πολιτικό χαρακτήρα, όπου συμμετείχαν περίπου 1 στους 10 πολίτες του γενικού πληθυσμού της χώρας. Το αποτύπωμα αυτών των κινητοποιήσεων μένει να αποδειχτεί αν ήταν απλά συγκυριακό ή αν μιλάμε για επιστροφή της πολιτικής μέσω άλλων ατραπών.
Δεύτερο, τα κόμματα που δείχνουν να κεφαλαιοποιούν την λαϊκή δυσαρέσκεια (Πλεύση Ελευθερίας και Ελληνική Λύση) δεν είναι παραδοσιακά κόμματα με προγραμματικές αναλύσεις και επεξεργασίες. Δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης, αλλά παρόλα αυτά φαίνεται ότι -προς το παρόν- τα πηγαίνουν καλύτερα από κόμματα που ευαγγελίζονται ότι διαθέτουν τέτοια. Χωρίς να υποτιμώ τα προγράμματα, σε καμία περίπτωση, δεν πιστεύω ότι αυτό που απουσιάζει ως θέλγητρο από τα λεγόμενα κόμματα του προοδευτικού χώρου είναι οι θέσεις και οι προτάσεις. Πολύ περισσότερο αυτό που λείπει είναι η δυνατότητα να αναπτύσσουν ταυτίσεις με τα εκλογικά ακροατήρια και να προσφέρουν ένα αφήγημα που να απαντάει στους πολίτες. Ειδάλλως οι καλύτερες των θέσεων όσο επεξεργασμένες και αν είναι θα παραμείνουν στα αζήτητα, αφού οι ψηφοφόροι δεν θα ταυτιστούν καν.
Τρίτο, συνηθίζεται σε διάφορες αναλύσεις τα τελευταία χρόνια το “συναίσθημα” να απαξιώνεται ως κατώτερο κίνητρο και να απαξιώνεται ως πηγή “λαϊκιστικών εκρήξεων”. Ταυτόχρονα τίθεται σε αντιδιαστολή με την “έλλογη” πολιτική διαχείριση. Όμως όποιος δεν αναγνωρίζει τη σημασία του συναισθήματος ως βασικό κίνητρο για την κοινωνική και πολιτική δράση και το απαξιώνει ως λαϊκιστικό κατάλοιπο, διαπράττει τεράστιο σφάλμα και αγνοεί τον τρόπο με τον οποίο παράγονται κοινωνικές και πολιτικές τομές. Η μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας έχει πολλά χρήσιμα παραδείγματα.
Τέταρτο, η απαξίωση των προοδευτικών κομμάτων και της Αριστεράς είναι πλέον δεδομένη. Τα ζητήματα πολιτικού ύφους είναι αυτά που πρέπει να επερωτήσουν όσα κόμματα ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν ταυτίσεις με τα εκλογικά ακροατήρια, συμπεριλαμβανομένου και του κόμματος του οποίου είμαι μέλος. Και αυτά τα ζητήματα δεν επιλύονται πάντα με πολιτική αριθμητική. Για αυτό απαιτείται ένας ουσιαστικός αναστοχασμός για το τί έχει οδηγήσει την Αριστερά σήμερα στην απαξίωση και την συρρίκνωση, αλλά και η συγκρότηση μία νέας πολιτικής ταυτότητας που να υπερβαίνει την κρίση αξιοπιστίας και την ηθική απαξίωση των υφιστάμενων πολιτικών χώρων.
Με δεδομένη την απαξίωση των πολιτικών υποκειμένων του προοδευτικού χώρου πιστεύω πως η κοινωνία που βγήκε στον κόσμο για τα Τέμπη μας δείχνει την κατεύθυνση για να βάλουμε τα θεμέλια μίας νέας ριζοσπαστικοποίησης και να παραχθεί ένα νέο ήθος αριστερής πολιτικής. Εκεί βρίσκεται ο προοδευτικός πόλος και όχι στην ανακύκλωση φθαρμένων υλικών.