Ας αφήσουμε τα συγκριτικά στοιχεία σε σχέση με την ΕΕ και που βρίσκεται η πραγματική αγοραστική δύναμη των εργαζομένων στην Ελλάδα. Στον πάτο της ΕΕ μαζί με Βουλγαρία. Αυτό οκ, το έχουμε εμπεδώσει για τα καλά.
Πριν έναν μήνα περίπου δημοσιεύτηκαν τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ για τους μισθούς το 2024:
12,37% μικτό μισθό κάτω από 500 ευρώ (γύρω 433 ευρώ καθαρά).
46,3% κάτω από 1000 ευρώ μικτά (γύρω στα 824 ευρώ καθαρά)
65,7% κάτω από 1200 ευρώ μικτά (περίπου 955 καθαρά).
Αν δεν επανέλθουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, η αρχή της επεκτασιμότητας και η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων στον ΟΜΕΔ, οι μισθοί θα τελειώνουν πριν τελειώσει ο μήνας. Και οι εργαζόμενοι θα περιμένουν τον πατερούλη Μητσοτάκη να μοιράσει μία πενιχρή αύξηση των μισθών.
Την ίδια στιγμή εξαιτίας της αύξησης του κατώτατου, οι εργαζόμενοι καλούνται να πληρώσουν μεγαλύτερη φορολογία από πριν βλέποντας τις αναιμικές αυξήσεις να εξανεμίζονται και να γίνονται πραγματικές μειώσεις μισθών. Το ίδιο ισχύει και με νοικοκυριά που δικαιούνταν επιδόματα και τα χάνουν επειδή ανεβαίνουν μισθολογικό όριο.
Αν δεν τιμαριθμοποιηθεί η φορολογική κλίμακα και δεν αλλάξουν τα όρια για τα επιδόματα, οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό δημιουργούν το παράδοξο να μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα των επωφελούμενων.
Αυτή είναι η μία πλευρά του νομίσματος όμως.
Η άλλη είναι ο πληθωρισμός και το κόστος ζωής. Και φυσικά τα κέρδη των επιχειρήσεων που είναι απολύτως συνυφασμένα με τις αυξήσεις, των τιμών ως αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης, μονοπωλιακής δύναμης των επιχειρήσεων σε συγκεκριμένους κλάδους.
Ζούμε στην εποχή της μεγάλης αναδιανομής του εισοδήματος, σε μία εποχή που οι κλασικοί της πολιτικής οικονομίας του 19ου αιώνα θα μειδιούσαν παρατηρώντας την. Ο μηχανισμός είναι απλός: Τα ολιγοπώλια στην αγορά ενέργειας, οι τράπεζες, τα σούπερ-μάρκετ, οι ιδιωτικές κλινικές ανεβάζουν τις τιμές όχι για να καλύψουν τα αυξανόμενα κόστη. Αν το έκαναν για αυτό απλά θα κρατούσαν σταθερή την κερδοφορία τους. Όποιος περιηγηθεί σε οικονομικές ιστοσελίδες θα διαβάσει διθυράμβους για EBIDTA, μερίσματα και αποδόσεις μετοχών. Αυξάνουν τις τιμές για να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους. Τελεία.
Και αυτός που επιδοτεί τα κέρδη τους είναι οι καταναλωτές και το κράτος -μέσω επιδοτήσεων- δηλαδή οι φορολογούμενοι. Όμως φορολογούμενοι και καταναλωτές είναι τα ίδια πρόσωπα: οι εργαζόμενοι που παίρνουν μισθούς όπως περιγράφονται στην αρχή του ποστ με βάση τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ.
Ας σκεφτεί κάποιος τί γίνεται με την ΔΕΗ. Που ήταν η τιμή της κιλοβατώρας το 2019 και που είναι σήμερα. Ποια ήταν η κερδοφορία της ΔΕΗ τότε και ποια σήμερα. Ας σκεφτεί κάποιος τις επιπτώσεις στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις από αυτή την εκτίναξη της κερδοφορίας της ΔΕΗ, που παρουσιάζεται ως success story.
Την ίδια στιγμή η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει χαμηλή. Εμμέσως υπονοείται ότι για αυτό φταίνε οι εργαζόμενοι. Όμως ο βασικότερος παράγοντας που επηρεάζει την παραγωγικότητα είναι οι επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο. Κάποιος νεοφιλελεύθερος οικονομολόγος θα έλεγε “είναι καλό που αυξάνονται τα κέρδη, γιατί αυξάνονται οι επενδύσεις, οι θέσεις εργασίας, οι μισθοί κτλ”. Το γνωστό αφήγημα των trickle-down economics. Όμως οι επενδύσεις παραμένουν σταθερά χαμηλές και μάλιστα σε συνθήκες ευνοικές λόγω Ταμείου Ανάκαμψης, παρά την αύξηση της κερδοφορίας.
Γιατί τα κέρδη διανέμονται σε μερίσματα, αξιοποιούνται στην επαναγορά μετοχών και σε ιδιωτική κατανάλωση των επιχειρηματιών.
Αυτή είναι η κατάσταση της Ελλάδα επί Κ. Μητσοτάκη. Αυτό είναι το παραγωγικό μοντέλο που κρατάει τους μισθούς χαμηλά και εκτινάσσει τα κέρδη που τροφοδοτούν φούσκες.
Η ταξική πάλη είναι παρούσα με όρους αναπόδραστους και συνδέει τα κομμάτια του παζλ με καθαρό τρόπο. Και στην ταξική πάλη η μεριά των εργαζομένων χάνει διαρκώς, παρά τα φιλοδωρήματα του Κ. Μητσοτάκη.
Ο τροχός όμως μπορεί να γυρίσει. Με πρόγραμμα, με σχέδιο και αυτοπεποίθηση.