Το Σάββατο 1η Δεκεμβρίου το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» πήρε χαρακτηριστικά λαϊκής εξέγερσης σε όλη τη Γαλλία. Σε δεκάδες πόλεις, χιλιάδες πολίτες όλων των ηλικιών συγκρούστηκαν για ώρες με την αστυνομία, άναψαν φωτιές, εισέβαλλαν σε μαγαζιά και δημόσια κτήρια, μπλόκαραν δρόμους κι άνοιξαν διόδια απαιτώντας την ακύρωση του φόρου στο ντίζελ που προβλέπεται να ισχύσει από 01/01/2019. Πλέον σε αυτό το αίτημα προστίθεται και μια σειρά άλλων οικονομικής αλλά και πολιτικής φύσης (αύξηση του κατώτατου μισθού, επαναφορά του φόρου υψηλής περιουσίας, παραίτηση του Μακρόν, διεξαγωγή εκλογών).
Η 1η Δεκεμβρίου αποτελεί την κορύφωση ενός πρωτόγνωρου κοινωνικού και πολιτικού κινήματος το οποίο άρχισε στις 17 Νοεμβρίου και έχει πλέον πάρει διαστάσεις χιονοστιβάδας δημιουργώντας μια σοβαρή πολιτική κρίση στη χώρα. Τι είναι όμως τα κίτρινα γιλέκα και γιατί εξεγείρονται;
Κατά τη γνώμη μου τρεις είναι οι λόγοι που εξηγούν αυτό το νέο φαινόμενο: 1) η συσσώρευση και όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων στη χώρα ως αποτέλεσμα των πολιτικών που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια 2) η έλλειψη πολιτικής νομιμοποίησης του Εμμανουέλ Μακρόν και της κυβέρνησης Φιλίπ για ένα μεγάλο κομμάτι των Γάλλων 3) η μαζική διείσδυση του διαδικτύου στον γενικό πληθυσμό και η ωρίμανση της πολιτικής χρήσης των υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης και κυρίως του Facebook.
Η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων
Πράγματι, σύμφωνα με όλα τα οικονομικά στοιχεία, οι ανισότητες όλο και αυξάνονται σε μια χώρα της οποίας η κοινωνική συνοχή βασίζεται ιστορικά σε ένα ισχυρά αναδιανεμητικό μοντέλο. Από την κρίση του 2008 ο αριθμός των πολιτών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας έχει αυξηθεί κατά ένα εκατομμύριο (άνεργοι, μερικώς απασχολούμενοι και μικροσυνταξιούχοι).
Σε αυτούς έχουν προστεθεί και εκατομμύρια εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης οι οποίοι πλέον δεν τα βγάζουν πέρα (εργάτες, υπάλληλοι, αγρότες, μικροέμποροι και μικροεπιχειρηματίες). Το εισόδημα τους λιμνάζει ενώ ταυτόχρονα αυξάνονται ραγδαία μια σειρά από ανελαστικές δαπάνες όπως η κατοικία, η ενέργεια, οι μετακινήσεις και η διατροφή με συνέπεια το διαθέσιμο εισόδημα τους όλο και να λιγοστεύει. Αυτά τα λαϊκά και μικροαστικά στρώματα αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των «κίτρινων γιλέκων».
Παράλληλα, στις κοινωνικές ανισότητες έρχεται να προστεθεί κι ο γεωγραφικός διαχωρισμός μεταξύ αστικών κέντρων και περιφέρειας. Η κατακόρυφη αύξηση του κόστους κατοικίας σπρώχνει όλο και περισσότερους χαμηλόμισθους μακριά από τα αστικά κέντρα με συνέπεια την εξάρτηση τους από το αυτοκίνητο για τις επαγγελματικές και οικογενειακές τους μετακινήσεις. Η τάση αυτή επιδεινώνεται από την έλλειψη επενδύσεων σε δημόσια μέσα μεταφοράς και η σταδιακή ιδιωτικοποίηση του σιδηροδρομικού δικτύου. Έτσι εξηγείται ότι ο νέος φόρος στο ντίζελ που ανακοίνωσε η κυβέρνηση με αφορμή την κλιματική αλλαγή έγινε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της αγανάκτησης.
Κι αυτό γιατί στον ενάμιση χρόνο της προεδρίας του ο Εμμανουέλ Μακρόν έχει επιδεινώσει την κατάσταση με την ταξικά μεροληπτική πολιτική του: φοροαπαλλαγές για τους πλουσιότερους και τις επιχειρήσεις, περικοπές των δημόσιων δαπανών με αρνητικές συνέπειες στο κοινωνικό κράτος και τις δημόσιες υπηρεσίες, αύξηση της έμμεσης και πιο άδικής φορολόγησης. Η κοινωνική αποδοχή αυτών των μέτρων είναι ακόμη μικρότερη λόγω της χαμηλής δημοτικότητα του Γάλλου προέδρου και της κυβέρνησης του (κάτω από το 26%) που υποσκάπτει την πολιτική νομιμοποίηση του.
Η έλλειψη πολιτικής νομιμοποίησης
Όπως έχω εξηγήσει παλαιότερα ο Εμμανουέλ Μακρόν είναι εν πολλοίς ένα τεχνητό πολιτικό και επικοινωνιακό φαινόμενο χωρίς κοινωνική βάση. Το γαλλικό εκλογικό σύστημα έχει δημιουργήσει μια σφοδρή πολιτική αναντιστοιχία η οποία αποτελεί τη βαθύτερη αιτία της σημερινής κατάστασης: ένας πολιτικός ο οποίος πήρε το 18,19% των ψήφων των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους στον πρώτο γύρο των προεδρικών του 2017, κάτι που αντιστοιχεί στην εκλογική του βάση, σήμερα ελέγχει απόλυτα όλη την εκτελεστική εξουσία και διαθέτει μια τεράστια πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση.
Η αγανάκτηση που προκλήθηκε από την κοινωνικά άδική πολιτική του Μακρόν σε συνδυασμό με την έλλειψη πολιτικής νομιμοποίησης δημιούργησε ένα κύμα αντίδρασης το οποίο στηρίχτηκε στο διαδίκτυο και κυρίως στο Facebook για να οργανωθεί και να γιγαντωθεί.
Ήδη από το 2016 η αντίσταση στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και το κίνημα των πλατειών Nuit Debout που ξεπήδησε από την κινητοποίηση βασίστηκε στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης. Τα «κίτρινα γιλέκα» συνεχίζουν και μαζικοποιούν την πολιτική χρήση του διαδικτύου μετασχηματίζοντας τη σε ένα οριζόντιο και συμμετοχικό κίνημα το οποίο δεν περιορίζεται πλέον στα πιο μορφωμένα και πολιτικοποιημένα στρώματα του πληθυσμού των πόλεων (όπως η Αραβική άνοιξη, το κίνημα των Αγανακτισμένων και το Occupy) αλλά εκτείνεται στις λαϊκές τάξεις, στις ημιαστικές περιοχές και στην ύπαιθρο. Έτσι εξηγείται ότι οι βασικοί πρωταγωνιστές του κινήματος και αντιπρόσωποι των «κίτρινων γιλέκων» τις διαπραγματεύσεις τους με την κυβέρνηση είναι admins σε γκρουπ στο Facebook !
Μένει το επίδικο της πολιτικής τοποθέτησης των «κίτρινων γιλέκων». Τις πρώτες μέρες της κινητοποίησης η κυβέρνηση προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να τους ταυτίσει με την ξενόφοβή λαϊκίστική δεξιά. Είναι αλήθεια ότι μεταξύ των «κίτρινων γιλέκων» υπάρχουν πολλοί ψηφοφόροι της Μαρίν Λεπέν. Και δεν μπορεί παρά να είναι έτσι αφού η υποψήφια του Εθνικού Μετώπου έλαβε πάνω από δέκα εκατομμύρια ψήφους στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017, κυρίως από τα λαϊκά και μικρομεσαία στρώματα. Όμως μέχρι στιγμής, παρά της προσπάθειες χειραγώγησης, ο ρατσιστικός λόγος και η ακροδεξιά ρητορική παραμένουν μειοψηφικά.
Αντίθετα, αυτό που συνέβη την 1η Δεκεμβρίου σε αρκετές περιπτώσεις ήταν η σύζευξη των «κίτρινων γιλέκων» με τα συνδικάτα και το ριζοσπαστικό κοινωνικό κίνημα. Εκεί έγκειται κι ο μεγαλύτερος φόβος του συστήματος.
Συνάντηση “κίτρινων γιλέκων” και συνδικαλιστών της CGT στην Τουλουζ, 1η Δεκεμβρίου 2018
Νίκος Σμυρναίος
Πηγή: Ephemeron