Ερμηνεύοντας συνολικά τα ποσοστά που πήραν οι υποψήφιοι στις εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο γύρο, αλλά και τις εσωτερικές αψιμαχίες που λαμβάνουν χώρα μετά την επικράτηση του Στ. Κασσελάκη, το μονοπάτι δείχνει μάλλον δύσβατο. Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. κληρονόμησε από τον Συνασπισμό της Αριστεράς τάσεις, οι οποίες μάλιστα διευρύνθηκαν με το άνοιγμα που έκανε προς το Κέντρο με την Προοδευτική Συμμαχία. Οι πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές αποδεικνύουν ότι δεν κατάφερε όλα αυτά τα (ομολογουμένως δύσκολα χρόνια για την ελληνική Αριστερά) χρόνια να κερδίσει το στοίχημα της οργάνωσης ενός πολιτικού φορέα που, μέσω της ιδεολογικής ώσμωσης, θα αποκτούσε μια ενιαία συγκρότηση. Οι πρόσφατες εκλογές μάλλον αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο, την ιδεολογική αποψίλωση του κόμματος. Αυτή η διαπίστωση δεν έχει καμία σχέση με τις τάσεις που διαγκωνίζονται στο εσωτερικό παιχνίδι ισχύος. Οι τάσεις, όπως έχουν διαμορφωθεί πλέον εντός του κόμματος, δεν αποτελούν ρεύματα ιδεών, αλλά είναι μπλόκα επιρροής με ισχνό ιδεολογικό πρόσημο σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία.
Η τάση που συσπειρώνεται γύρω από τη γραμμή Κασσελάκη, εκούσα άκουσα, ασπάζεται έναν άνευρο προοδευτισμό με αναφορά στο πιο μετριοπαθές ρεύμα του αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος (μετριοπαθής Αριστερά), σε αντίθεση με τα άλλα δύο ρεύματα που υπάρχουν εντός του (φιλελεύθερη Αριστερά, σοσιαλδημοκρατική Αριστερά). Η συνέντευξη του Στ. Κασσελάκη στον Εθνικό Κήρυκα στις 19/5/23, πριν τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του 2023, είναι αρκετά αποκαλυπτική. Ο συνεντευξιαζόμενος πιστεύει ακράδαντα στη «δημοκρατία της ελεύθερης αγοράς, στον ρόλο του κράτους-θεματοφύλακα του υγιούς ανταγωνισμού και της απρόσκοπτης λειτουργίας ενός “ηθικού” καπιταλισμού, στη διαφύλαξη των ατομικών δικαιωμάτων και της ατομικής κινητικότητας». Ο τραχύς τάχα ρεαλισμός που επιδεικνύει ο Στ. Κασσελάκης, λέγοντας ότι «είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει κανείς την παγκοσμιοποίηση και τη ροή του κεφαλαίου», δηλώνει στην πραγματικότητα ότι στο πεδίο των ιδεών δεν έχει να προσφέρει απολύτως τίποτα. Ο Μαρξ θα έλεγε ίσως με σαρκασμό ότι δεν αντιλαμβάνεται την πολιτική χρονικότητα της σημερινής ελληνικής εργατικής και εργαζόμενης τάξης.
Στις ΗΠΑ, μπορεί κανείς (ούτε ο Μ. Σάντερς) να μην μιλά για την ανάγκη να περιέλθουν μεγάλες εταιρίες στην ιδιοκτησία του Δημοσίου (μια συζήτηση που υπάρχει στον ευρύτερο χώρο της ελληνικής και ευρωπαϊκής Αριστεράς), όμως τα Bideneconomics έχουν ανοίξει κάπως το πεδίο προβληματισμού τόσο στο φιλελεύθερο όσο και στο μετριοπαθές τόξο των Δημοκρατικών. Δηλαδή, ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς αυτή τη στιγμή επαναφέρουν τη συζήτηση γύρω από τον κεντρικό ρόλο του κράτους, το οποίο σε μια μετανεοφιλελεύθερη εποχή πρέπει να διαμορφώνει τους κανόνες λειτουργίας της οικονομίας (αυτό που ονομάζουν «progressive marketcrafting programs»). Με άλλα λόγια, η κοσμοαντίληψη που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί ο Στ. Κασσελάκης στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτή ενός ανοιχτού Κέντρου, που αφελώς νομίζει ότι θα κυβερνήσει επειδή στοιχίζεται από τις μικρομεσαίες επιχειρηματικές τάξεις, τα λαβωμένα μεσαία στρώματα και ένα μεγάλο μέρος μιας απολίτικης νεολαίας, είναι πλέον παρωχημένη ακόμα και στην άλλη πατρίδα του πέραν του Ατλαντικού.
Η άλλη τάση, πίσω από την οποία συνασπίζεται η νεότερη γενιά στελεχών με προεξέχουσα την Έ. Αχτσιόγλου, προτάσσει ως βασικό ατού της έναν σοσιαλδημοκρατικό τεχνοκρατισμό που θυμίζει άλλες εποχές, ωσάν να ήταν ακόμα συνώνυμο της προοδευτικής ταυτότητας της «σύγχρονης» (Κεντρο)Αριστεράς. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι οι γνώστες τεχνικών θεμάτων είναι απαραίτητα γρανάζια στην κομματική μηχανή, όμως σε καμία περίπτωση ο τεχνοκρατισμός δεν μπορεί να συνιστά ιδεολογία. Πόσο μάλλον δε που οι σημερινοί τεχνοκράτες θεωρούνται συχνά η σύγχρονη εκδοχή της αριστοκρατίας. Μάλιστα, στο πεδίο των ιδεών, αυτή η τάση δείχνει εντέλει σημεία σύγκλισης με την προεδρική τάση και άρα είναι επίσης συνώνυμη της σχετικής ιδεολογικής ένδειας. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, οι εκπρόσωποί της θα θυμηθούν την τυπική φιλελεύθερη προσέγγιση των ισχνών αντισταθμιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων που παράγει ο αγοραίος καπιταλισμός, αλλά ακόμα και η σημασία της «αναδιανομής», έστω στην παραδοσιακή μορφή της μέσω κάποιας (πιθανής) φορολογικής μεταρρύθμισης και παροχής (κάποιων) κοινωνικών υπηρεσιών, έχει περάσει στα αζήτητα.
Η τρίτη τάση, αυτή της Ομπρέλας, εκπροσωπεί παλαιότερες γενιές της ανανεωτικής Αριστεράς (αν και όχι μόνο) και προσπαθεί να διατηρήσει έναν ιδεολογικό πυρήνα με αναφορά στον αριστερό και κοινωνικό ριζοσπαστισμό, ασκώντας κριτική στις πολιτικές της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Η τάση μάλλον λειτούργησε ως δύναμη αντιπερισπασμού όλα αυτά τα χρόνια μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και δεν κατάφερε να προωθήσει έναν ενδοκομματικό κύκλο δημιουργικής αυτοκριτικής των πεπραγμένων της κυβερνώσας Αριστεράς. Δεν δείχνει, επίσης, αρκετά στιβαρή ώστε να παράγει νέες πολιτικές ιδέες σε σχέση με τους βασικούς προβληματισμούς που πρέπει να αφορούν την ελληνική Αριστερά: έλεγχος των ροών του κεφαλαίου, κρατικός σχεδιασμός εντός της Ε.Ε., δημόσιο χρέος και νευραλγικές υποδομές, πολιτικές υπέρ της εργασίας κ.λπ. Με δεδομένο το κατακερματισμένο τοπίο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, που ελάχιστα κατάφερε να βγει από τον παραδοσιακό καταγγελτικό της ρόλο, αυτή η τρίτη τάση, είτε αποχωρήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είτε όχι, δεν είναι σε θέση να παράγει πολιτικά προτάγματα, έστω με κάποιους όρους ριζοσπαστικού μετασχηματισμού.
Oπως κι αν εξελιχθούν τα πράγματα, μάλλον το αδιέξοδο του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. δεν αίρεται τόσο εύκολα, γιατί δεν είναι πολιτικό, αλλά διανοητικό. Και όταν λέω διανοητικό, εννοώ ότι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται ότι περπατούν σε μια κινούμενη ιδεολογική άμμο, σε μια πολύ δύσκολη διεθνή και ελληνική πολιτική συγκυρία που δεν δείχνει σημάδια κατευνασμού.
* Η Φιλίππα Χατζησταύρου είναι επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνούς Πολιτικής ΕΚΠΑ και Fulbright, επισκέπτρια ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (Μπέρκλεϊ)