Macro

Ευθύμης Παπαβλασόπουλος: Τα επίμονα και δυσοίωνα «μηνύματα» της κάλπης

Οι εκλογές της 26ηςΜαΐου μας ξεγέλασαν: ήταν τελικά κρίσιμες και απρόβλεπτες. Πρώτη φορά εκλογές «δεύτερης τάξης» σηματοδοτούν σημαντικές ανακατατάξεις και δρομολογούν άμεσες εξελίξεις στη κεντρική πολιτική σκηνή. Η εκλογική ύλη, ακατέργαστη ακόμα, πλούσια και αντιφατική, δεν προσφέρεται για συνολική αποτίμηση και εύκολα συμπεράσματα. Θα αποτολμήσω πάρα ταύτα να διατυπώσω ορισμένες εκτιμήσεις που φιλτράρονται αναπόφευκτα από τις πολιτικές μου μεροληψίες και τις θεωρητικές μου εμμονές.

Η πολιτική ήττα της Αριστεράς και η εκλογική νίκη της Δεξιάς

Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολιτική και περίπου προδιαγεγραμμένη πριν την εγκατάστασή του στην κυβέρνηση. Όταν δηλαδή επέλεξε τον εύκολο και σύντομο δρόμο του κυβερνητισμού, αντί το δύσβατο και επίπονο μονοπάτι της διεύρυνσης του πολιτικού ορίζοντα, των ριζοσπαστικών τομών και της αλλαγής των κοινωνικών και ιδεολογικών συσχετισμών που θα αναδιοργάνωναν τη σχέση της κοινωνίας με την πολιτική και το κράτος. Η επιλογή αυτή τον έσπρωξε σχεδόν νομοτελειακά σε μια σειρά από πρακτικές που προοικονόμησαν το εκλογικό αποτέλεσμα.

Η ταξική μεροληψία που επαγγέλθηκε εξαντλήθηκε σε καθυστερημένη θεσμική φιλανθρωπία και περιορισμένη αναδιανομή από τα μεσαία στα χαμηλότερα στρωματά. Η εισοδηματική πολιτική του όχι μόνο δεν μετέβαλε τους συσχετισμούς ισχύος, αλλά αντίθετα αποδιοργάνωσε τη νεοπαγή και ασταθή κοινωνική επιμαχία που με κορμό τα φτωχοποιημένα μεσοστρώματα τον περαίωσε στην κυβέρνηση.

Η βίαιη προσαρμογή στη μνημονιακή πραγματικότητα άφησε το ΣΥΡΙΖΑ χωρίς πολιτικό αφήγημα και ιδεολογική στρατηγική. Η επικοινωνιακή αναβίωση των φθαρμένων δίπολων δεξιά vs αντιδεξιά, ελίτ (προνομιούχοι) vs πολλοί (μη προνομιούχοι) και η τακτική πόλωση του μιντιακού τσαμπουκά και της ατάκας όχι μόνο δεν απέδωσαν εκλογικά, αλλά ενίσχυσαν το αντιΣΥΡΙΖΑ κλίμα.

Αγνόησε την ιδεολογική και αξιακή αμφισημία της διάχυτης αντιπολιτικής, ιδιαίτερα έντονης στους νέους. Αδυνατώντας να τη μετασχηματίσει σε μια νέα ριζοσπαστική πολιτικότητα, εισέπραξε ο ίδιος τις συνέπειές της.

Εσωτερίκευσε την τακτική συνθηκολόγηση του 2015 και προσχώρησε σε έναν απροϋπόθετο ευρωπαϊσμό επιλέγοντας την στρατηγική συμπόρευση με τη βαθιά συντηρητική και απαξιωμένη Σοσιαλδημοκρατία.

Αποδιοργάνωσε και παρόπλισε τον ισχνό, αλλά κοινωνικά γειωμένο κομματικό μηχανισμό, εγκατάλειψε την πολιτική του παρέμβαση στο κοινωνικό πεδίο, και ανάθεσε τη σχέση του με την κοινωνία στους επαγγελματίες του πολιτικού μάρκετινγκ.

Κυρίως, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδοκιμάστηκε, όχι τόσο γιατί αθέτησε τις υποσχέσεις του, υπερβολικές ούτως ή άλλως σε σχέση με τις μειωμένες προσδοκίες της κοινωνίας, όσο γιατί δεν έκανε όσα μπορούσε και έπρεπε να κάνει. Δεν προχώρησε, δηλαδή, σε αναγκαίες τομές ακόμα και σε τομείς που δεν επηρεάζονται άμεσα από τις μνημονικές δουλείες, όπως το φορολογικό σύστημα, η δημόσια διοίκηση, οι σχέσεις κράτους – Εκκλησίας, ο πολιτισμός, η παιδεία.

Οι συνέπειες αυτών των επιλογών αποτυπώνονται εύγλωττα στην κατάρρευση της επιρροής του στα μικροαστικά στρώματα και στους νέους, καθώς και στην εκλογική συμπεριφορά στα αστικά κέντρα που ήταν οι προνομιακοί τόποι της εντυπωσιακής ανόδου του ήδη από τις εκλογές του 2012.

Μοιραία, λοιπόν, το κέντρο βάρους της στρατηγικής του μετατοπίστηκε στην κυβερνητική διαχείριση. Η κομματική γραφειοκρατία μεταστάθηκε στο κράτος και η ηγεσία αναλώθηκε σε τακτικές συμμαχίες με πρόσωπα και ομάδες που διέθεταν διαπιστευτήρια τεχνοκρατικής επάρκειας ή/και θα της διασφάλιζαν την παραμονή στην κυβέρνηση. Οι γέφυρες, όμως, που έστησε με απαξιωμένα «υλικά» της προκρισιακής πολιτικής σκηνής οδήγησαν το κόμμα στο πολιτικό και εκλογικό κενό.

Ταυτόχρονα ο άγονος κυβερνητισμος (δι)έφθειρε το συγκριτικό πλεονέκτημα της διαχειριστικής αποτελεσματικότητας και της εντιμότητας, και μόλυνε το κυβερνητικό προσωπικό με τα μικρόβια της αδράνειας, του εφησυχασμού και της αλαζονείας.

Η αποτυχία της κυβερνώσας Αριστεράς έγινε ευκαιρία για τη Δεξιά.

Η εμφατική εκλογική επιτυχία της συνολικής Δεξιάς δεν συνιστά, όμως, αυτόχρημα και πολιτική νίκη, στο μέτρο που η εντυπωσιακή της ανάκαμψη δεν στηρίχθηκε σε ένα θετικό ρεύμα υποστήριξης. Η Ν.Δ. επένδυσε στις κυβερνητικές αστοχίες και στην αυξανομένη δυσαρέσκεια αναμένοντας να καρπωθεί τα οφέλη από τη φθορά του αντιπάλου, ενώ κεφαλαιοποίησε εκλογικά τη συνολικότερη συντηρητική μετατόπιση που συντελείται στη χώρα μας και την Ευρώπη. Στη συνάφεια αυτή:

Εκχώρησε στον ΣΥΡΙΖΑ τη διαχείριση της ζημιογόνας εκλογικά εθνικής και δικαιωματικής ατζέντας, υιοθετώντας μια ακραία εθνικιστική και υπερσυντηρητική ρητορεία. Απέκρυψε επιμελώς το σκληρό ταξικό πυρήνα του πολιτικού της σχεδίου, υποσχόμενη αόριστα φορολογικές ελαφρύνσεις, ανάπτυξη και θέσεις εργασίας. Καλλιέργησε συστηματικά, με τη βοήθεια των φιλικών ΜΜΕ, ένα κλίμα γενικευμένης ανασφάλειας που όξυνε τα φοβικά ανακλαστικά μιας σαστισμένης κοινωνίας, μετατοπίζοντας τον κομματικό ανταγωνισμό στο ευνοϊκό για τη δεξιά πεδίο του νόμου και της τάξης.

Η τακτική που υιοθέτησε διευκόλυνε τελικά την παλινόστηση της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης, που είχε στραφεί στις προηγούμενες εκλογές σε αντιμνημονιακές επιλογές (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝ.ΕΛΛ., Χ.Α.), χωρίς ωστόσο να αποκαταστήσει τους οργανικούς δεσμούς της με την συντηρητική παράταξη.

Το δυσοίωνο, όμως, μήνυμα της κάλπης είναι η διαφαινόμενη κυριαρχία στο δεξιό πόλο της αυταρχικής και εθνικιστικής Δεξιάς, γεγονός που μετριάζει την εύλογη αισιοδοξία για την συρρίκνωση της Χ.Α. Η συνολική ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος δείχνει ότι η κοινωνική βάση της Ακροδεξιάς παραμένει ισχυρή και συμπαγής, χωρίς να αποκλείεται μάλιστα το ενδεχόμενο της ριζοσπαστικοποίησής της σε μια διαφορετική πολιτική συγκυρία. Η ανάδυση το νέου ακροδεξιού μορφώματος (Βελόπουλος) καθιστά την Ακροδεξιά προπαγάνδα πιο διεισδυτική και επικίνδυνη, εφόσον η εθνικιστική και συνωμοσιολογική υστερία του «τηλεπάστορά» της είναι πολύ πιο επιδραστικές και διαβρωτικές από την κτηνώδη βία της ΧΑ. Επιπροσθέτως, ρευστοποιεί τα όρια δεξιάς Ακροδεξιάς και ευνοεί συγκλίσεις στα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Τέλος, ενισχύει τη θέση της ακροδεξιάς/αυταρχικής συνιστώσας της Ν.Δ. (Σαμαράς, Βορίδης, Γεωργιάδης) στο εσωκομματικό παίγνιο και αποδυναμώνει την μετριοπαθή καραμανλική πτέρυγα, περιορίζοντας τον ρόλο της στις μετεκλογικές εξελίξεις.

Η δυναμική των εκλογών και οι προκλήσεις για το πολιτικό σύστημα

Τα αποτελέσματα των εκλογών επιβεβαιώνουν τη ρευστότητα και την αστάθεια του κομματικού συστήματος, το οποίο διέρχεται μια μακρά μεταβατική φάση. Η αποκρυστάλλωση δυο μεγάλων κομμάτων δεν συνιστά σε καμία περίπτωση παγίωση ενός νέου δικομματισμού. Ο δικομματισμός προϋποθέτει θεσμοποιημένα κόμματα με δυναμική αυτοδυναμίας που σχεδόν μονοπωλούν την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και την κυβέρνηση. Την προϋπόθεση αυτή πληροί οριακά και ενδεχομένως συγκυριακά μόνο η Ν.Δ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και φαίνεται να αποκτά μια σχετικά σταθερή εκλογική βάση, που κυμαίνεται πάνω από το 20%, εξακολουθεί να εμφανίζει χαμηλό βαθμό θεσμοποίησης. Η μετακίνηση του 33% της εκλογικής του πελατείας, η μεγάλη διαφορά από την Ν.Δ. – η μεγαλύτερη σε ευρωεκλογές – , η συντριβή των κομματικών και ημικομματικών συνδυασμών στις εκλογές για την αυτοδιοίκηση, η σκιώδης παρουσία του στους μαζικούς χώρους, καθιστούν επισφαλή τη θέση του στη μακρά περίοδο. Επίσης, η αντοχή πέντε τουλάχιστον κομμάτων που διεκδικούν με αξιώσεις κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και μετεκλογικό ρόλο προοιωνίζονται την αναπαραγωγή ενός περιορισμένου πολυκομματισμού με διπολική άρθρωση. Ένας διπολισμός ωστόσο ασταθής και ασύμμετρος. Ασταθής στο βαθμό που οι παράγοντες οι οποίοι προκάλεσαν τη ρευστοποίηση των παραδοσιακών κομματικών βάσεων και τις πρωτοφανείς μετακινήσεις των ψηφοφόρων εξακολουθούν να είναι ενεργοί. Ασύμμετρος διότι ο δεξιός πόλος εμφανίζεται εκλογικά ενισχυμένος, ενώ διαθέτει στρατηγικούς συμμάχους στα δεξιά (Βελόπουλος) και στο κέντρο (ΚΙΝ.ΑΛΛ.). Αντίθετα, ο αριστερός πόλος είναι συρρικνωμένος και προς το παρόν απομονωμένος και αποκομμένος από τις όμορες πολιτικές δυνάμεις.

Οι κομματικοί συσχετισμοί που ανέδειξε η κάλπη της Κυριακής προεξοφλούν, εκτός απροόπτου, την κυβερνητική εναλλαγή και τις κυβερνητικές συμμαχίες, δεν διευθετούν όμως την δομική κρίση νομιμοποίησης που αποσταθεροποιεί το πολιτικό σύστημα.

Υπάρχουν ικανές ενδείξεις που καθιστούν βάσιμη αυτή την υπόθεση: η κατάρρευση των δεικτών εμπιστοσύνης στους θεσμούς, η σταθερά μεγάλη αποχή, τα υψηλά ποσοστά των κομμάτων που επένδυσαν στην αντιπολιτική, φωτίζουν την πάγια πλέον αδυναμία του πολιτικού συστήματος να οργανώσει γύρω από τις βασικές επιλογές του μια στοιχειώδη συναίνεση.

Το πρόβλημα αυτό θα οξυνθεί μετεκλογικά, όταν η ιδεολογικά και ταξικά φορτισμένη πολιτική της Ν.Δ. είναι πολύ πιθανό, μετά τη θερινή ραστώνη, «να ξαναβγάλει τον κόσμο στους δρόμους».

Ευθύμης Παπαβλασόπουλος

Πηγή: Η Αυγή