Οι Σπουδές Φύλου, όπως δηλώνει η ονομασία τους, είναι ακαδημαϊκό γνωστικό αντικείμενο, ωστόσο εγείρεται το ερώτημα της σχέσης του με τον ακτιβιστικό φεμινισμό και την πολιτική γενικότερα. Υπάρχει μια λανθασμένη αντίληψη ότι η επιστημονική έρευνα που γίνεται στο πλαίσιο αυτού του αντικειμένου, η οποία αφορά τους περίπλοκους και σύνθετους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνονται ιστορικά και κοινωνικά τα έμφυλα υποκείμενα και οι σχέσεις τους μέσα σε καθεστώτα λόγων και εξουσίας, αποσπά την προσοχή από το επίδικο, που είναι οι αγώνες των γυναικών για την ισότητα. Με λίγα λόγια, ασκείται η κριτική ότι η θεσμοποίηση των Σπουδών Φύλου στον ακαδημαϊκό χώρο αποπολιτικοποιεί τον φεμινισμό. Είναι επομένως σημαντικό να τονιστεί εξαρχής ότι οι Σπουδές Φύλου αποτελούν έναν χώρο διεπιστημονικό και πολυφωνικό, στο πλαίσιο του οποίου γίνεται επεξεργασία κριτικών θεωριών και ακαδημαϊκή έρευνα με στόχο την ενδυνάμωση και την επιστημονική υποστήριξη φεμινιστικών πρακτικών και φεμινιστικής πολιτικής, με ταυτόχρονη αναφορά στις αποκλίνουσες ή/και ετερόδοξες έμφυλες και σεξουαλικές «ταυτότητες». Έτσι, αναδιαμορφώνεται ακόμα ένας δημόσιος χώρος, αυτός του πανεπιστημίου, προς την κατεύθυνση της καλύτερης κατανόησης και της αποτελεσματικότερης διατύπωσης των υφιστάμενων κοινωνικών αδικιών και σεξιστικών διακρίσεων, ενώ παράλληλα δημιουργείται νέο περιεχόμενο για χειραφετητική πολιτική.
Εκτός από τους τρόπους της κοινωνικής κατασκευής του φύλου, οι Σπουδές Φύλου εξετάζουν και τους τρόπους με τους οποίους τα φύλα αναπαριστάνονται στα μίντια και στις τέχνες. Επομένως, ανάμεσα στους διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους που συναντώνται στις Σπουδές Φύλου είναι η Φιλοσοφία, η Ιστορία, η Κοινωνική Ανθρωπολογία, η Γεωγραφία, η Κοινωνιολογία και η Πολιτική Επιστήμη, αλλά και η Λογοτεχνία, οι Τέχνες, οι Σπουδές Επικοινωνίας, κ.ά.
Οταν έγινε ευρέως αποδεκτή (στο πλαίσιο του δεύτερου φεμινιστικού κύματος) η κατανόηση ότι το κοινωνικό φύλο διαμορφώνεται και «κατασκευάζεται» από τις κοινωνικές συνθήκες και δεν απορρέει αβίαστα, φυσικά ή ντετερμινιστικά από τη βιολογία και την ανατομία, τα περισσότερα προγράμματα Γυναικείων Σπουδών στον αγγλοσαξονικό χώρο μετονομάστηκαν σε προγράμματα Σπουδών Φύλου. Αρχικά, οι λέξεις «φύλο» και «γυναίκα» χρησιμοποιούνταν ως συνώνυμα. Σταδιακά, ωστόσο, η έννοια «φύλο» διευρύνθηκε, έτσι ώστε να μην ταυτίζεται αποκλειστικά με την έννοια «γυναίκα» και να γίνουν κατανοητές οι ποικίλες μορφές θηλυκοτήτων και ανδρισμών και οι δυνατότητές τους, τις οποίες καταπιέζει και καταδυναστεύει το καθεστώς της υποχρεωτικής ετεροφυλοφιλίας, είτε ιεραρχώντας τις είτε επιχειρώντας να τις ακυρώσει. Ειδικά η συμπερίληψη της μελέτης των ανδρισμών στα προγράμματα Σπουδών Φύλου αντιμετωπίστηκε ιδιαίτερα εχθρικά από τις φεμινίστριες του δευτέρου κύματος, μιας και θεωρήθηκε, μεταξύ άλλων, ως μια κίνηση εξόχως αποδυναμωτική για τον πολιτικό φεμινισμό. Όμως η διεύρυνση του αντικειμένου της μελέτης ήταν ένα εύλογο επόμενο βήμα στον χώρο των Σπουδών Φύλου, που βασίστηκε στην αρχή της κοινωνικής κατασκευής του φύλου και στις θεωρητικές επεξεργασίες του δομισμού και του μεταδομισμού, σύμφωνα με τις οποίες η γλώσσα δεν είναι διαφανής, δεν αντανακλά κάποια «ουσία» των πραγμάτων του κόσμου, αλλά αποτελείται από «σημεία» συναρθρωμένα σε συστήματα, τα οποία συγκροτούν την πραγματικότητα στην οποία αναφέρονται.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, σημαντική ώθηση έδωσε η θεωρία για τον λόγο (discourse) του Μισέλ Φουκό. Οι λόγοι είναι ομαδοποιημένες αποφάνσεις που συνδέονται μεταξύ τους συστηματικά, ρυθμίζονται από θεσμούς και έχουν από κοινού μια εξουσία. Αυτός ο ορισμός μάς επιτρέπει να μιλάμε, για παράδειγμα, για τον λόγο περί θηλυκότητας, τον λόγο του ρατσισμού, τον ιατρικό λόγο, τον λόγο της Ψυχανάλυσης, κ.λπ. Οι λόγοι, με αυτή την έννοια, διαμορφώνουν τα αντικείμενα για τα οποία μιλούν. Επιπλέον, όμως, ο Φουκό αναφέρεται στους (ρητούς ή άρρητους) κανόνες και απαγορεύσεις που ρυθμίζουν την παραγωγή των λόγων και ορίζουν το τι μπορεί να ειπωθεί και τι όχι. Το πλέον διάσημο παράδειγμά του είναι ο λόγος της Ιατρικής και της Σεξολογίας, που κατά τον 19ο αιώνα όρισε και συνεπώς δημιούργησε τη μέχρι τότε ανύπαρκτη κατηγορία «ομοφυλόφιλος».
Αρκετά αργότερα, η εμβληματική φιλόσοφος Τζούντιθ Μπάτλερ, στη θεωρία της για την επιτελεστική (performative) διαμόρφωση του φύλου, υποστήριξε ότι η εμπέδωση της έμφυλης ταυτότητας εξαρτάται από την επανάληψη παραστασιακών επιτελέσεων, οι οποίες μάλιστα διορθώνονται ή ελέγχονται από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον: φροντίζουμε τα παιδιά μας να συμπεριφέρονται «όμορφα», «χαριτωμένα», «σωστά», σύμφωνα με το φύλο τους, κ.λπ. Καθοριστικό ρόλο παίζουν οι τελετουργικές διαδικασίες, οι τρόποι με τους οποίους οι διαφορετικές περιστάσεις, οικογενειακές, κοινωνικές ή δημόσιες, επιβάλλουν διαφορετικές συμπεριφορές. Καθώς όμως οι παραστασιακές επιτελέσεις των φύλων εξαρτώνται από την επανάληψη (δεν αρκεί να συμπεριφερθούμε «γυναικεία» ή «αρρενωπά» μία φορά, πρέπει να επιδιδόμαστε σε «θηλυκές» ή «αρσενικές» συμπεριφορές συνεχώς), υπάρχει η δυνατότητα, μέσα στην πληθώρα των επιτελεστικών πράξεων που προκύπτουν, να υπάρξουν διαφοροποιήσεις, ανατροπές, μετατοπίσεις, που πιθανόν να εκπορεύονται από επιθυμίες του σώματος και την ανάγκη του για αντίσταση.
Σήμερα, η έμφυλη υποκειμενοποίηση διερευνάται προνομιακά σε σχέση με τη σεξουαλικότητα, αλλά και σε σχέση με την κοινωνική τάξη, τη «φυλή», την αναπηρία, την εθνοτική καταγωγή, τη θρησκεία, την ηλικία κ.ά., δηλαδή «διαθεματικά» (intersectionally). Η θεωρητική προκείμενη εδώ είναι ότι, αν ένα άτομο υφίσταται καταπίεση από διαφορετικές δομές συνδυαστικά (για παράδειγμα, τόσο ως γυναίκα όσο και ως μετανάστρια, τόσο ως άτομο με αναπηρία όσο και ως άτομο queer κ.λπ.), η υποκειμενικότητά του, η αντίστασή του στην καταπίεση και οι δημιουργικές του δυνατότητες αναπτύσσονται ανάλογα.
Επομένως, η διά του λόγου ή επιτελεστική κατασκευή του έμφυλου υποκειμένου και η πορεία του στον χρόνο, εγγενώς ιστορική και κοινωνική, αλλά πάντοτε ανοιχτή και συχνά επινοητική (μέσω, επί παραδείγματι, της καλλιτεχνικής δημιουργίας), αποτελεί το προνομιακό αντίπαλο δέος κάθε πολιτικής ταυτοτήτων που αναπτύχθηκε κατά το δεύτερο φεμινιστικό κύμα και εξακολουθεί να έχει ισχύ ακόμα και σήμερα.
Η Ευγενία Σηφάκη διδάσκει Θεωρία και Κριτική Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας