Κάθε εκλογική αναμέτρηση, ως συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι σημαντική. Ανάλογα, όμως, με το επίπεδο διεξαγωγής τους -εθνικό, περιφερειακό, τοπικό ή ευρωπαϊκό- ορισμένες εκλογές εκλαμβάνονται από το εκλογικό σώμα ως «περισσότερο» ή «λιγότερο» σημαντικές. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε τους Reif και Schmitt να αναπτύξουν το 1980 τη θεωρία για τις «εθνικές εκλογές δεύτερης τάξης».
Στο άρθρο τους διατύπωσαν μια διάκριση μεταξύ δύο αλληλένδετων τύπων ή «τάξεων» εκλογών. Ο πρώτος τύπος χαρακτηρίζεται ως «εθνικές εκλογές πρώτης τάξης» και περιλαμβάνει τις εθνικές εκλογές για την ανάδειξη μελών του κοινοβουλίου ή την ανάδειξη προέδρου, ανάλογα με το εκάστοτε πολιτικό σύστημα. Οι εκλογές αυτές θεωρούνται περισσότερο σημαντικές κι είναι εκείνες που καλούν τον/την ψηφοφόρο να επιλέξει ποιος/α θα κυβερνήσει τη χώρα. Ωστόσο, σε κάθε πολιτικό σύστημα πέραν των εθνικών υπάρχει και μια πληθώρα άλλων εκλογών που καθορίζει την αντιπροσώπευση σε διάφορους θεσμούς, όπως οι τοπικές ή οι περιφερειακές εκλογές, οι οποίες χαρακτηρίζονται «εθνικές εκλογές δεύτερης τάξης».
Στη βάση αυτού του διαχωρισμού, οι ευρωεκλογές κατατάσσονται στον δεύτερο τύπο. Παρότι σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν εξέχουσα σημασία, αφού κατοχυρώνουν τη νομιμοποίηση του θεσμού, σε εθνικό επίπεδο η σημασία τους φαίνεται να είναι μειωμένη, γιατί κυρίαρχη πολιτική αρένα είναι η εθνική στην οποία και ανάγονται τελικά οι ευρωεκλογές. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό τους ως «εθνικές» εκλογές (δεύτερης τάξης) κι όχι «ευρωπαϊκές». Με άλλα λόγια, στις ευρωεκλογές διακυβεύονται λιγότερα (there is less at stake) σε σχέση με τις εθνικές, αφού από την έκβασή τους δεν εξαρτάται ο σχηματισμός κυβέρνησης μιας χώρας. Αυτή η διάσταση των περιορισμένων διακυβευμάτων προσδιορίζει σε σημαντικό βαθμό την εκλογική συμπεριφορά που υιοθετείται από τους/τις ψηφοφόρους. Για το εν λόγω ζήτημα οι Reif και Schmitt ανέπτυξαν μια σειρά από υποθέσεις:
Συγκριτικά με τις εθνικές εκλογές τα ποσοστά συμμετοχής στις ευρωεκλογές είναι χαμηλότερα, υπό τη λογική ότι αφού διακυβεύονται λιγότερα είναι και λιγότεροι οι πολίτες που τελικά μπαίνουν στον κόπο να ψηφίσουν. Ακόμη, τα ποσοστά αποχής ανεβαίνουν όταν οι ευρωεκλογές διεξάγονται αμέσως μετά τις εθνικές εκλογές λόγω της «εκλογικής κόπωσης» των ψηφοφόρων.
Τα κυβερνώντα κόμματα και τα μεγάλα κόμματα σημειώνουν απώλειες. Μάλιστα, οι απώλειες των κυβερνώντων κομμάτων είναι μεγαλύτερες όσο πιο κοντά χρονικά διεξάγονται οι ευρωεκλογές στο μέσον του εκλογικού κύκλου, δηλαδή στον δεύτερο και τρίτο χρόνο διακυβέρνησης. Οι ψηφοφόροι με τον τρόπο αυτό θέλουν να ασκήσουν κριτική στα κυβερνώντα κόμματα.
Τα μικρότερα κόμματα, τα νεοσύστατα κόμματα, τα κόμματα των άκρων του ιδεολογικού φάσματος και τα κόμματα διαμαρτυρίας σημειώνουν άνοδο. Τα κόμματα αυτά επωφελούνται από τη διάσταση του μικρότερου διακυβεύματος των ευρωεκλογών, στις οποίες οι ψηφοφόροι αισθάνονται πιο απελευθερωμένοι από στρατηγικές επιλογές (strategic vote) κι έτσι δεν θεωρούν την ψήφο προς τα μικρότερα κόμματα χαμένη (wasted vote). Αντίθετα, οι ψηφοφόροι εκφράζουν μια περισσότερο χαλαρή και ειλικρινή ψήφο (sincere vote), αλλά και ψήφο διαμαρτυρίας.
Βάσει της δημοσκοπικής εικόνας των κομμάτων για τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, οι παραπάνω υποθέσεις φαίνεται να επαληθεύονται σε μεγάλο βαθμό: τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπουν τα ποσοστά τους να μειώνονται συγκριτικά με τις εθνικές εκλογές του 2023, μικρότερα κόμματα του δεξιού ιδεολογικού άκρου (με εξαίρεση τους Σπαρτιάτες) σημειώνουν άνοδο, ενώ την ίδια στιγμή νεοσύστατα κόμματα (Νέα Αριστερά και Δημοκράτες) κερδίζουν έδαφος.
Η Εύα Σταθεροπούλου, είναι υποψήφια διδακτόρισσα στο ΠΑΜΑΚ