Το βιβλίο μου, που μόλις εκδόθηκε στα ολλανδικά, είναι γραμμένο κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιόδου, είναι μια εργασία σε εξέλιξη, αφού αποτελείται από ένα συνδυασμό προβληματισμών και θέσεων, στο πλαίσιο δοκιμίων και διαλέξεων που επηρεάστηκαν από καταστάσεις, συχνά, δραματικές. Το βιβλίο ξεκινά με τη διάλεξη που έδωσα στην Αθήνα, το 2010, και συνεχίζει με σκέψεις για τη μετανάστευση και τους πρόσφυγες, αλλά και για άλλα θέματα. Παρότι είναι μια εργασία σε εξέλιξη, στην οποία μπήκε μια άνω τελεία για να εκδοθεί, εμπεριέχει το ρίσκο να θεωρηθεί ξεπερασμένη από τις εξελίξεις. Από την άλλη, ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι επιστρέφω πεισματικά στο ίδιο αναπάντητο ζήτημα, τα αδιέξοδα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Παρότι πιστεύω σαφώς ότι δεν έχουμε άλλο, ατομικό, εθνικό ή συλλογικό μέλλον από την ενωμένη Ευρώπη. Συνεπώς δεν υπάρχει δυνατότητα απόδρασης. Το ερώτημα είναι εάν υπάρχουν επιλογές ελπίδας και προόδου.
Θα ήθελα, επίσης, να επισημάνω ότι γράφω και μιλώ ως ευρωπαίος πολίτης, ή έστω αυτό προσπαθώ, και όχι ως υπήκοος ενός κράτους – μέλους. Αυτό σημαίνει ότι, καταρχήν, αισθάνομαι άμεσα και βαθιά ανησυχία για τα κοινά προβλήματα, ιδιαίτερα για τα ζητήματα συνόρων, που επηρεάζουν περισσότερο κάποιους από εμάς, αλλά ουσιαστικά όλους μας. Εκτός από την Ελλάδα, που αντιμετωπίζει τέτοια ζητήματα, είναι η Ισπανία, με την πρόσφατη συνταγματική κρίση που ακόμα δεν έχει τερματιστεί, ή η κατάσταση στο Καλέ, στα γαλλοβρετανικά σύνορα, που αναμένει την κατάληξη του Μπρέξιτ για να ξεκαθαρίσει ίσως –πράγμα που δεν βλέπω να συμβαίνει. Αλλά είτε ξεκαθαρίσει είτε όχι, αυτό λίγο θα επηρεάσει το ανθρώπινο δράμα που εξελίσσεται εκεί.
Ουσιαστική γειτονία και δικαίωμα παρέμβασης
Ο ευρωπαίος πολίτης απέναντι σε όλα αυτά ζητήματα έχει το δικαίωμα, όχι μόνο να παρατηρεί, αλλά και να παρεμβαίνει και να δέχεται την παρέμβαση των γειτόνων στα εθνικά του θέματα. Για παράδειγμα, βρίσκω αξιοσημείωτο γεγονός ότι ο γάλλος πρόεδρος Μακρόν μόλις δημοσιοποίησε μια ανοικτή επιστολή προς τους ευρωπαίους πολίτες εν γένει, αλλά λίγες εβδομάδες πριν εξέφρασε θυμό και οργή για το γεγονός ότι ένας ιταλός υπουργός ερχόταν στη Γαλλία για να εκφράσει την αλληλεγγύη του στο κοινωνικό κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων. Τέτοια ζητήματα δεν είναι απλά βεβαίως. Αλλά το γεγονός ότι ευρωπαίοι πολίτες αισθάνονται ανήσυχοι, αλλά ίσως και ένα είδος χρέους για να σχηματίσουν ή να εκφράσουν την άποψή τους, για εξελίξεις σε ένα άλλο κράτος, είναι μια κάποια συνεισφορά στην κατεύθυνση της αναπλήρωσης της δραματικά απούσας ευρωπαϊκής παρέμβασης για την πρόταξη μιας ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας, προϋπόθεση απαραίτητη για μια Ευρώπη με ευρωπαίους πολίτες.
Η παράλυση της μεταβατικής φάσης
Τέλος, θέλω να επισημάνω ότι μιλώ με ένα τόνο επείγοντος διότι σε έναν κόσμο που ήταν ήδη εν κινδύνω, με πολλές συλλογικές δομές να αποσταθεροποιούνται από την παγκοσμιοποίηση και να απειλούνται από την περιβαλλοντική καταστροφή, η Ευρώπη μπορούσε και έπρεπε να είναι καταφύγιο, μια δυνατότητα παρέμβασης με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Μπορεί ήδη να διαθέτει αυτή τη δυνατότητα αλλά αποδεικνύεται αποδομημένη, σχεδόν παραλυμένη εν τέλει.
Η λέξη «κρίση» χρησιμοποιείται αέναα και υπάρχουν πολλοί διανοητές, όπως ο Λουκ Βαν Μίντελαρ (Luuk van Middelaar), με μεγάλη παράδοση πίσω τους, που θεωρούν ότι η διαρκής κρίση της πολιτικής λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) είναι ένα είδος διαλεκτικής πονηρίας, ο τρόπος με τον οποίο σταδιακά πορευόμαστε προς την εκδοχή μιας πιο ολοκληρωμένης ομοσπονδιακής Ευρώπης. Προσωπικά δεν είμαι και τόσο βέβαιος για αυτό. Για να δανειστώ μια έκφραση, που πρωτοχρησιμοποίησε ο Γκράμσι και εν συνεχεία ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, πρόκειται για τη μεσοβασιλεία (σμτ. interregnum), τη μεταβατική περίοδο που οι παλιές κοινωνικές φόρμες και θεσμοί, οι παλιές ιδέες και ιδανικά αποδεικνύονται όλο και λιγότερο αποτελεσματικά ή αποδεκτά, ενώ οι νέες φόρμες, θεσμοί και κινήματα δεν είναι ακόμα ορατά. Σε αυτή τη φάση παρουσιάζονται παραλύσεις, όπως συνήθιζε να τις χαρακτηρίζει ο Γκράμσι.
Αέναες κρίσεις και άλυτα προβλήματα
Δεν συνάγω από αυτά προβλέψεις για καταστροφικά φαινόμενα και προφητείες, όπως την κατάρρευση της ΕΕ. Στην πραγματικότητα, αυτό που καταδεικνύουν το Μπρέξιτ, ακόμα και η ελληνική περίπτωση, είναι ότι αυτό το σύστημα δεν μπορεί να καταρρεύσει. Διότι δεν υπάρχει η δυνατότητα για τα κράτη – μέλη απλώς να αποχωρήσουν. Μου θυμίζει ένα ανέκδοτο για μια ξεπερασμένη περίοδο, όπου ένας εβραίος πολίτης της Σοβιετικής Ένωσης θέλει να μεταναστεύσει στο Ισραήλ και πηγαίνει να εκδώσει βίζα. Ο υπάλληλος τον ρωτάει: γιατί θέλεις να εγκαταλείψεις αυτήν την υπέροχη χώρα; Εκείνος απαντά ότι η κατάσταση στη χώρα δυσκολεύει και εν τέλει δύο λόγοι τον οδηγούν σε αυτήν την επιλογή: πρώτον, κάθε φορά που η οικονομική και η ηθική κατάσταση δυσχεραίνει, οι εβραίοι γίνονται τα μαύρα πρόβατα και στόχοι συλλογικού μίσους –εδώ μπορεί κάποιος στη σημερινή κατάσταση να φανταστεί τους πρόσφυγες ή τους μουσουλμάνους. Μα, το ομοσπονδιακό μας κράτος είναι ισχυρό δεν πρόκειται να καταρρεύσει, απαντά ο υπάλληλος. Αυτός ακριβώς είναι ο δεύτερος λόγος, απαντά ο εβραίος. Μεταφέροντας αυτό το… ανέκδοτο στη σημερινή κατάσταση, μπορεί κάποιος να δει ότι υπάρχουν κρίσεις που μπορούν να κρατούν επ’ αόριστον και τα προβλήματα να παραμένουν άλυτα. Και όσο συμβαίνει αυτό βέβαια οι οικονομικές, πολιτικές και ηθικές συνέπειες χειροτερεύουν.
Η συνάρθρωση κοινωνικού και εθνικού προβλήματος
Εδώ θέλω να υπογραμμίσω τρία θέματα, που πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Δεν λέω ότι είναι τα μόνα και αναγνωρίζω ότι το καθένα από αυτά χρειάζεται περαιτέρω εμβάθυνση. Το πρώτο θέμα είναι η συνάρθρωση του κοινωνικού και του εθνικού προβλήματος. Άποψή μου είναι ότι υπάρχει απόλυτη αλληλεπίδραση, αλληλεξάρτηση μεταξύ του κοινωνικού, του εθνικού και του δημοκρατικού ζητήματος στην Ευρώπη. Τα κράτη στα οποία ζούμε παρουσιάζονται ολοένα και περισσότερο αποσυντεθειμένα όσον αφορά τις κοινωνικές πολιτικές. Ως συνέπεια των λεγόμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που εμπεριέχονταν ήδη στον ορισμό της ΕΕ όπως υιοθετήθηκε στο Μάαστριχτ το 1992, θέτοντας την ιδέα του απροκάλυπτου και απεριόριστου ανταγωνισμού, όχι μόνον προς το εξωτερικό αλλά και εντός της ΕΕ. Αυτά τα κράτη αποτελούσαν κοινωνικά κράτη εντός των εθνικών συνόρων, βασισμένα στην εθνική ταυτότητα, αν και σε διαφορετικό βαθμό και μορφή. Το σχέδιο που αναπτύχθηκε –κάποιες φορές αποκαλούμενο και σπουδαίο– από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ξεκινώντας με τον Μάνσχολτ (Sicco Leendert Mansholt) και φτάνοντας στην κορύφωση με τον Ζακ Ντελόρ, ήταν η επίμονη και αυστηρή ανάδειξη των εργαλείων της κοινής αγοράς, που τελικά εκτυλίχθηκε στο κοινό νόμισμα, σε συνδυασμό με αυτό που ονομάστηκε κοινωνική, όχι σοσιαλιστική, Ευρώπη. Όπως ξέρετε αυτός ο συνδυασμός δεν εξελίχθηκε όπως είχε παρουσιαστεί και βρίσκεται σε απόλυτη ανισορροπία εις βάρος των κοινωνικών πολιτικών. Δεν υποστηρίζω ότι η άνοδος των εθνικισμών στην Ευρώπη προέρχεται εξ ολοκλήρου από αυτήν την ανισορροπία. Αντίθετα, πιστεύω ότι η Ευρώπη και οι φιλοευρωπαϊστές φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές υποτιμήσαμε σε μεγάλο βαθμό τη δυσκολία, όχι να κατασταλεί –αυτό θα ήταν ανόητο– η εθνική πτυχή του συλλογικού αισθήματος, αλλά να μετασχηματιστεί η εθνική ιδέα σε κάτι νέο εφικτό και αποτελεσματικό για το σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Προφανώς υπάρχει ιδεολογική ακόμα και ηθική επιλογή ανάμεσα σε διεθνιστές και υπερασπιστές της ομοσπονδίας, από τη μια, και εθνικιστές ή λαϊκιστές, από την άλλη. Αλλά η λύση δεν μπορεί να δοθεί απλώς χαρακτηρίζοντας τους λαϊκιστές κακούς και παρωχημένους και τους υπερασπιστές της ομοσπονδίας ως το μέλλον. Έχοντας κάνει ο ίδιος τη δεύτερη επιλογή, πιστεύω ότι ένα από τα κεντρικά ζητήματα για την Ευρώπη σήμερα είναι να βρούμε ένα σχέδιο για να αλλάξουμε τη λειτουργία του έθνους διατηρώντας κάποια συστατικά στοιχεία του, αλλά αυτό δεν γίνεται χωρίς την αποδοχή του γεγονότος ότι το κοινωνικό ζήτημα εγείρεται δυναμικά.
Ένας νέος φεντεραλισμός
Το δεύτερο θέμα αφορά την ανακάλυψη ενός νέου φεντεραλισμού στην Ευρώπη. Τείνω να υποστηρίξω ότι ζούμε ένα ψευδοφεντεραλισμό σήμερα στην Ευρώπη, με την έννοια ότι οι ευρωπαϊκοί –ομοσπονδιακοί λεγόμενοι– θεσμοί εμποδίζουν την πραγμάτωση της ομοσπονδίας. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν σε ένα βαθμό ομοσπονδιακοί θεσμοί (ευρωπαϊκό Δικαστήριο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωκοινοβούλιο, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) και ομοσπονδιακού τύπου αλληλεξάρτηση, αλλά υπάρχει και μια παραδοξότητα στην από κοινού λειτουργία, εφόσον δεν στοχεύει στην ενότητα των ευρωπαίων πολιτών αλλά στην απομόνωσή τους, ατομικά ή εθνικά, ενώ τους υποβάλλει σε κοινούς κανόνες. Αυτό επηρεάζεται, βέβαια, κατά πολύ από το γεγονός ότι ο κανόνας των κανόνων είναι ο απροκάλυπτος και απεριόριστος ανταγωνισμός που θέτει την ανάδειξη του κοινού συμφέροντος, των κοινών αγαθών εν αμφιβόλω. Συνεπώς η σύλληψη της ομοσπονδίας εξουδετερώνεται στην πράξη. Ίσως ένα σημείο κλειδί για αυτό το πρόβλημα, όπως έχει γράψει ο Γιούργκεν Χάμπερμας, βρίσκεται στον άξονα φορολόγηση – αντιπροσώπευση. Η προσωπική μου θέση είναι ότι δεν χρειάζονται λιγότεροι φόροι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ίσως να χρειάζονται και περισσότεροι, υπό την προϋπόθεση ότι χρησιμοποιούνται για το κοινό συμφέρον αναπτύσσοντας τον κοινό πολιτισμό και τα κοινά τεχνολογικά εργαλεία και μειώνοντας τις ανισότητες. Επίσης δεν χρειαζόμαστε την καταστροφή ή την αναχαίτιση του ευρώ, όπως υποστηρίζουν πολλοί αριστεροί φίλοι. Δεν συμφωνώ με αυτούς που υποστηρίζουν ότι θα είμαστε καλύτερα εξοπλισμένοι να πολεμήσουμε τις ανισότητες αν ξεφορτωθούμε το ευρώ. Αντίθετα, πιστεύω ότι η αναχαίτιση του ευρώ θα εντείνει τις ανισότητες. Μάλλον χρειαζόμαστε διαφορετική διαχείριση του κοινού νομίσματος και εκδημοκρατισμό των νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών.
Ηθική νομιμότητα
Το τρίτο θέμα που θέλω να θίξω είναι ότι όσο περισσότερο επιχειρώ να εμβαθύνω στις άγνωστες διαστάσεις και πτυχές της ομοσπονδίας, που δεν απεμπολεί τα έθνη αλλά βρίσκει τρόπους να τα ενσωματώσει στο κοινό σχέδιο, τόσο περισσότερο πείθομαι ότι δεν υπάρχει κυβέρνηση, εξουσία, αίσθημα κοινότητας χωρίς ισχυρή νομιμοποίηση. Σήμερα η έμφαση δίνεται έντονα, αν όχι αποκλειστικά, στην πρόσληψη της νομιμοποίησης, στο πώς μπορεί να δημιουργηθεί το αίσθημα της νομιμοποίησης στους πολίτες. Όμως όλο και περισσότεροι από εμάς δεν πείθονται και στρέφονται σε ένα άλλο είδος νομιμοποίησης, τη λαϊκή κυριαρχία που υστερεί στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αυτό συμβαίνει κυρίως διότι υπάρχουν δύο επίπεδα εκπροσώπησης. Υπάρχει βέβαια το Ευρωκοινοβούλιο με πολλές θεσμικές ιδιότητες, αλλά με περιορισμένη δυνατότητα να αμφισβητήσει ή να φέρει σε δημόσιο διάλογο τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εν τέλει όμως υπάρχει και ένα τρίτο είδος νομιμοποίησης, που δεν πρέπει να ξεχνάμε –ίσως κάποιοι να εκπλαγούν μια και είμαι γνωστός ως παλιός μαρξιστής και συνεπώς πεισματάρης υλιστής. Πρόκειται για την ηθική νομιμοποίηση, ή αλλιώς ιδανική. Η Ευρώπη δεν θα καταφέρει να αποτελεί αξία για το μέλλον στα μάτια των ευρωπαίων πολιτών, αν δεν αντιλαμβάνονται την Ευρώπη ως ηθική δύναμη, ως φορέα σημαντικών ιδανικών στο πλαίσιο του παγκόσμιου συστήματος. Συνεπώς, ως παράδειγμα, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στη διαχείριση των συνόρων των κρατών – μελών, αλλά στην ανικανότητα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και πολιτών να διαχειριστούν και να αναπτύξουν πολιτικές φιλοξενίας των προσφύγων. Διότι αυτή η ανικανότητα καταστρέφει την ηθική υπόσταση και δυναμική του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η καγκελάριος ίσως έκανε λάθος όταν θεώρησε ότι έπρεπε να πάρει μια μονομερή απόφαση, το 2015, και αποφάνθηκε ότι πρέπει να ανοίξει τα σύνορα σε ορισμένους πρόσφυγες. Διότι αυτή η κίνηση επέτρεψε σε άλλους ευρωπαίους ηγέτες να αποφανθούν ότι η Γερμανία αποφάσισε άρα και εμείς αποφασίζουμε και δεν δεσμευόμαστε για μια κοινή απόφαση. Αφήνοντας κατά μέρος αυτήν πτυχή, ωστόσο, πιστεύω ότι η Μέρκελ έπραξε το σωστό, όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά για την Ευρώπη εν γένει.
Étienne Balibar
Μετάφραση: Ζωή Γεωργούλα
Πηγή: Η Αυγή