Macro

Ερήμην της Ευρώπης

Εβδομήντα επτά χρόνια μετά τη Συμφωνία της Γιάλτας, τον Φεβρουάριο του 1945, και τριάντα χρόνια μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τη διάλυση της ΕΣΣΔ αναζητείται το πλαίσιο και οι εγγυήσεις που θα σταθεροποιήσουν τη Γηραιά Ήπειρο.
Όταν στα τέλη του 1999 ο Πούτιν ανέλαβε τα ηνία του Κρεμλίνου, επιχείρησε να διαπραγματευτεί μια συμφωνία κυρίων με τους Κλίντον και Μπους υιό, η οποία να εγγυάται και τα συμφέροντα των δύο υπερδυνάμεων και συνολικά την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Όταν διαπίστωσε ότι οι ΗΠΑ συμπεριφέρονται στη Ρωσία όπως αρμόζει σε χώρα που ηττήθηκε στον πόλεμο, όταν άφησαν αναπάντητη την προθυμία του να συνεργαστεί στενά με τον Μπους για τη συντριβή της ισλαμικής τρομοκρατίας, αναζήτησε στενή ειδική σχέση με τον γαλλογερμανικό άξονα που λίγο πριν από την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, την άνοιξη του 2003, σήκωσε με πρωτοβουλία των Σιράκ και Σρέντερ τη σημαία της χειραφέτησης της Ε.Ε. από τις ΗΠΑ.
Έτσι εγκαινιάστηκαν οι τριμερείς συναντήσεις κορυφής Σιράκ, Πούτιν και Σρέντερ, με το σχήμα αυτό να ατονεί σταδιακά καθώς η Ε.Ε. ήταν βυθισμένη στην εσωστρέφεια της διεύρυνσης προς Ανατολάς αλλά και της δύσκολης διαπραγμάτευσης για τη διαμόρφωση και την επικύρωση της Συνταγματικής Συνθήκης.
Παρ’ όλα τα παραπάνω ο γαλλογερμανικός άξονας με το βέτο που έβαλε στην ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ, στη σύνοδο κορυφής της Ατλαντικής Συμμαχίας στο Βουκουρέστι την άνοιξη του 2008, επιβεβαίωσε για ακόμη μία φορά ότι Παρίσι και Βερολίνο δεν θεωρούν ότι η Ρωσία και οι θέσεις της για την πρώην ΕΣΣΔ συνιστούν απειλή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Η μεγάλη ανατροπή έγινε το φθινόπωρο του 2013, όταν στη σύνοδο του Βίλνιους στη Λιθουανία η Ε.Ε. πρότεινε ειδική σχέση στην Ουκρανία με ανοιχτό το ενδεχόμενο πλήρους ένταξης.
Η συνέχεια είναι γνωστή, με την Ε.Ε. να διαμορφώνει συμβιβαστική πρόταση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης στο Κίεβο, την οποία τορπίλισαν οι ΗΠΑ που ανάγκασαν τον πρόεδρο της χώρας Γιανουκόβιτς να τραπεί σε φυγή.
Από τότε μέχρι και σήμερα η Ε.Ε. και πιο συγκεκριμένα η Γαλλία και η Γερμανία δραστηριοποιούνται μεσολαβητικά μεταξύ Κιέβου και Μόσχας στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας του Μινσκ για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης στην Ανατολική Ουκρανία.
Παρίσι και Βερολίνο απονεύρωσαν τον επιδιαιτητικό τους ρόλο καθώς δεν ήθελαν να έρθουν σε μετωπική σύγκρουση με το ρωσοφοβικό μπλοκ της Ε.Ε. (Πολωνία, τρεις Βαλτικές, Σουηδία και Φινλανδία).
Η αδυναμία της Ε.Ε. να κινηθεί προς την κατεύθυνση της πολιτικής και αμυντικής χειραφέτησής της προκάλεσε δεύτερες σκέψεις στο Κρεμλίνο.
Αν το βασικό κίνητρο των ΗΠΑ στην εμμονή για περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ στην πρώην ΕΣΣΔ είναι να προκαλέσει μια ελεγχόμενη ένταση που να νομιμοποιεί την ηγεμονική πρωτοκαθεδρία της Ουάσινγκτον στην εγγύηση της ευρωπαϊκής ασφάλειας, τότε γιατί η Μόσχα να μην επιδιώξει μια συνολική διαπραγμάτευση με την Ουάσινγκτον για ένα κοινό πλαίσιο κανόνων, έναν συνολικό συμβιβασμό, το στίγμα του οποίου θα πρέπει να αναζητηθεί μεταξύ της ρητής ή της παρασκηνιακής συμφωνίας κυρίων που να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές;
Κάθε μέρα που περνά γίνεται κάτι παραπάνω από σαφές ότι Μπάιντεν και Πούτιν επωφελούνται από την εμπλοκή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που έχει βραχυκυκλώσει την όποια δυναμική χειραφέτησης, και προωθούν μια παλινόρθωση της παλαιάς παντοδυναμίας τους.
Στην παραπάνω οπτική, προφανώς η Ρωσία προκάλεσε συνειδητά μια ελεγχόμενη κρίση στην Ουκρανία για να πετύχει την έναρξη στρατηγικής διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ – μια επιλογή η οποία μέχρι στιγμής φαίνεται να αποδίδει.

Γιώργος Καπόπουλος