Βρισκόμουν στο γραφείο του σχολείου όταν χτύπησε το κινητό μου!
–Μπορείτε να βγείτε λίγο έξω; Απέναντι από την πόρτα του σχολείου έφτασαν πρόσφυγες!
Έτρεξα αμέσως έξω. Πέντε νέα παιδιά κάθονταν σε ένα πεζούλι το ένα κοντά στο άλλο, δίπλα στο μικρό καφέ του χωριού.
–Να τους δώσουμε κάτι να φάνε, λίγο νερό!
–Μην ανησυχείς δασκάλα, τους δώσαμε σάντουιτς και νερά είναι καλά!
–Να σας τα πληρώσω.
–Όχι είμαστε εντάξει, είπαν τα νέα παιδιά του χωριού που έπιναν εκεί τον καφέ τους.
Ταμάμ, ταμάμ , camp no police!
Πώς να τους πω να μη φοβούνται, πώς να τους πω πως η αστυνομία θα έρθει, αλλά θα τους πάει στο camp, πως έχουν ενημερωθεί (είχαμε επικοινωνήσει μαζί τους) και τους περιμένουν;
Μιλούσαν μόνο αραβικά! Μα τι κάνω; Στο σχολείο μας τα παιδιά μας, τα προσφυγάκια μας! Τρία χρόνια τώρα, μιλάνε πολύ καλά ελληνικά κάποιος θα ξέρει αραβικά!
Τους είπα να περιμένουν, έτρεξα πίσω, μάζεψα τα παιδιά.
–Ποιος μιλάει αραβικά παιδιά; Ο Μουράτ, ο Μουράτ κυρία!
–Θέλω τη βοήθειά σου Μουράτ.
Βγήκαμε από το σχολείο, του εξήγησα τι θέλω να τους πει. Τα μάτια του έλαμψαν από χαρά και καμάρι. Τα δικά μου βούρκωσαν από περηφάνια. Ο Μουράτ, το φοβισμένο αγρίμι που πριν τρία χρόνια πέρασε την πόρτα του σχολείου με το κεφάλι σκυμμένο, σήμερα ήταν ο μεταφραστής μας. Καμάρωνε γεμάτος αυτοπεποίθηση.
–Εντάξει κυρία, κατάλαβαν.
Κρατώντας τον απ’ το χέρι επιστρέψαμε στην ασφάλεια της αυλής του σχολείου μας και συνέχισε ανέμελος το παιχνίδι του.
Σ’ ευχαριστώ! Μουράτ! Σ’ ευχαριστώ που μου δίνεις ελπίδα, σ’ ευχαριστώ που με κάνεις να πιστεύω πως κάτι καταφέραμε τελικά σ’ αυτή την άκρη του Αιγαίου. Σ’ ευχαριστώ που με κάνεις να πιστεύω πως ίσως αυτός ο κόσμος κάποτε μπορεί να αλλάξει…
Εριφύλλη Χιωτέλη