Η Λέσινγκ αποδομεί με τον τρόπο της την ίδια την ηρωίδα της. Σε μια συνέντευξή της στο Paris Review, η Λέσινγκ λέει ότι έγραψε «ένα αρκετά αστείο βιβλίο» και ότι «ήθελε να γράψει μια ιστορία για μια ομάδα από ανίκανους και ερασιτέχνες που παρασύρθηκε να κάνει βομβιστικές επιθέσεις»
«Το αλάτι της γης! έλεγε ευσυνείδητα η Αλις στον εαυτό της, παρακολουθώντας τη σκηνή με τους εργάτες να φορτώνουν τον οργανισμό τους με καύσιμα για μια μέρα σκληρής δουλειάς, καταναλώνοντας πιάτα με αβγά, πατάτες, λουκάνικα, τηγανητό ψωμί, φασόλια με σάλτσα – τα πάντα. Χοληστερόλη, σκέφτηκε απελπισμένα η Αλις, και όλοι τους φαίνονται άρρωστοι! Πράγματι, η όψη αυτών των ανθρώπων ήταν κιτρινιάρικη και λιγδιασμένη, θυμίζοντας λίπος από μπέικον, ή μισοψημένες τηγανητές πατάτες. Στις τσέπες τους, ή πάνω στα τραπέζια τους, απλωμένες για διάβασμα, είχαν εφημερίδες, τη Sun και τη Mirror. Ολοι τους λούμπεν προλεταριάτο, σκέφτηκε η Αλις, ανακουφισμένη που δεν ήταν υποχρεωμένη να τους θαυμάζει. Χτίστες ή εργάτες οδοποιίας, ίσως ακόμα και ελεύθεροι επαγγελματίες, σίγουρα πάντως όχι αυτοί που θα έσωζαν τη Βρετανία από τον εαυτό της!»
Η Ντόρις Λέσινγκ έγραψε το βιβλίο «Η καλή τρομοκράτισσα» τη δεκαετία του 1980. Τότε ο IRA ήταν η μεγαλύτερη απειλή για τη Βρετανία, ο Ψυχρός Πόλεμος καθόριζε ακόμη τη διεθνή πολιτική σκακιέρα, ο Ρίγκαν και η Θάτσερ κινούσαν τα πιόνια, με τη Σοβιετική Ενωση να αντεπιτίθεται με θεμιτούς και αθέμιτους τρόπους. Σήμερα που κρατάμε στα χέρια μας τη νέα έκδοση του βιβλίου -κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση της Εφης Τσιρώνη- σαφώς το πολιτικό σκηνικό είναι πολύ διαφορετικό και οι «στρατοί» με τα πιόνια κινούνται σε άλλες, πολύ πιο πολύπλοκες διατάξεις. Ο εξτρεμισμός, επίσης, έξω από τη σκακιέρα έχει προσαρμόσει τα δικά του «όπλα» ώστε να βάλλει ποικιλοτρόπως τους στόχους του.
Ομως, το βιβλίο της βραβευμένης με Νόμπελ Βρετανίδας συγγραφέα, εκτός από την αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική του αξία, εξακολουθεί να είναι επίκαιρο.
Η Αλις, η κύρια ηρωίδα, είναι η «καλή τρομοκράτισσα» της Λέσινγκ. Ζει σε μια κατάληψη στο Λονδίνο με μια ομάδα μαρξιστών «επαναστατών». Ενώ όλοι μιλάνε για το Κίνημα και κάνουν μεγαλεπήβολα σχέδια για να «προσφέρουν τις υπηρεσίες τους» στους Ιρλανδούς συντρόφους τους στον IRA, η εξαιρετικά δυναμική Αλις είναι αυτή που καθαρίζει, οργανώνει και τροφοδοτεί με ρεύμα και νερό το κοινόβιο, γκρεμίζοντας όλα τα εμπόδια, γραφειοκρατικά και οικονομικά. Παραπλανά την αστυνομία, εκφοβίζει τους γονείς της και τους αποκαλεί φασίστες, τους ζητά χρήματα, μετά τους κλέβει, φεύγει και ξαναεπιστρέφει σε αυτούς απαιτώντας περισσότερες χάρες. Είναι απολύτως αναίσχυντη αλλά ταυτόχρονα είναι μια αξιοθαύμαστη προσωπικότητα γιατί τα καταφέρνει και είναι γεμάτη καλές προθέσεις.
Εχει επίσης καταπιέσει εντελώς τις δικές της επιθυμίες και σταδιακά έχει μάθει να καταπιέζει κάθε γνήσια αίσθηση σωστού και λανθασμένου. Αφήνει τον εαυτό της να χρησιμοποιείται από τους «συντρόφους» της αλλά και από τον φίλο της τον Τζάσπερ, με τον οποίο έχει μια αισθηματική μη σεξουαλική σχέση. Λέει στον εαυτό της ότι είναι καλός άνθρωπος και το πιστεύει, γιατί πάντα, κατά τη γνώμη της, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ξεγελάει τον εαυτό της γιατί έτσι νιώθει χρήσιμη. Στην πραγματικότητα είναι μια «χρήσιμη» ηλίθια της οποίας το πορτρέτο η Λέσινγκ έχει σκιαγραφήσει αριστουργηματικά. Αλλά και οι άλλοι χαρακτήρες είναι καλοσχεδιασμένοι σε όλες τις πολυπλοκότητές τους: ένα ζευγάρι λεσβιών, η υστερική Φέι και η σύντροφός της Ρομπέρτα, ο σωματικά και ψυχολογικά εύθραυστος Φίλιπ, ο Τζιμ που είναι πάντα τόσο χαρούμενος εκτός από όταν είναι εντελώς θλιμμένος και άλλοι ωραίοι δευτεραγωνιστές.
Η Λέσινγκ αποδομεί με τον τρόπο της την ίδια την ηρωίδα της. Πόσο καλή τρομοκράτισσα μπορεί να είναι κάποια που κλέβει τις μπροκάρ κουρτίνες της μητέρας της για να κάνει την «κατάληψη» πιο όμορφη, που τρέχει σπίτι ελπίζοντας να το σκάσει με τη μεγάλη κατσαρόλα, που δεν αντέχει όταν η μητέρα της εισβάλλει στον κόσμο της και καταλήγει σε ένα θλιβερό μικρό διαμέρισμα χωρίς κανέναν να μιλήσει για βιβλία; Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια σάτιρα για τους νέους ανθρώπους που φαντάζονται ότι είναι και καλοί και τρομοκράτες, αλλά στην πραγματικότητα απλώς παίζουν σαν κακομαθημένα παιδιά αστικών οικογενειών με τις επαναστατικές ιδέες. Διότι τελικά, οι αφελείς ριζοσπαστικές φαντασιώσεις της Αλις και των συντρόφων της μετατρέπονται σε ένα χάος πραγματικής καταστροφής και το αποτέλεσμα δεν είναι τόσο συναρπαστικό όσο φαντάζονταν.
Σε μια συνέντευξή της στο Paris Review, η Λέσινγκ λέει ότι έγραψε «ένα αρκετά αστείο βιβλίο» και ότι «ήθελε να γράψει μια ιστορία για μια ομάδα από ανίκανους και ερασιτέχνες που παρασύρθηκε να κάνει βομβιστικές επιθέσεις», παρά ταύτα το μυθιστόρημα αυτό δεν μοιάζει καθόλου ανάλαφρο. Σε βάζει να σκεφτείς την ανάγνωση της κοινωνίας όπου ζεις, τη λειτουργία της κρατικής εξουσίας, τις ακόμα κραταιές ταξικές ανισότητες αλλά και τα ζητήματα των ανισοτήτων μεταξύ των φύλων. Το κοινόβιο των νεαρών επαναστατών προκύπτει από τη βαθύτερη ανάγκη τους να δημιουργήσουν μια πιο αποτελεσματική, πιο επιτυχημένη εκδοχή οικογενειακής ζωής από αυτήν που βίωσαν ως παιδιά. Αυτό το βιβλίο είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια κωμωδία, στην οποία οι χαρακτήρες υποδύονται συνειδητά ρόλους, αναπαριστούν την επανάσταση και επινοούν ιστορίες για τον εαυτό τους.
Από το 1985 που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το βιβλίο «Η καλή τρομοκράτισσα», ο IRA έχει έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η Σοβιετική Ενωση έχει καταρρεύσει προ πολλού και η λέξη τρομοκρατία συνδέεται πλέον στενότερα με άλλα είδη θυμού από ό,τι με αυτόν που εξέφραζαν η Αλις και οι φίλοι της. Ωστόσο, παρά τις γεωπολιτικές μετατοπίσεις και το πέρασμα των δεκαετιών, παραμένει ένας από τους μυθιστορηματικούς οδηγούς για την έννοια και τα κίνητρα της σύγχρονης τρομοκρατίας, μια μελέτη πάνω στο δυνητικά εκρηκτικό μείγμα θυμού, απογοήτευσης και ανθρώπινης ευθραυστότητας.
Κυριακή Μπεϊόγλου
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ