«Δεν προβλέπω μονάχα συνέχιση των εξαίρετων σχέσεων μεταξύ των δύο κυβερνήσεων αλλά και πραγματική δυνατότητα ενίσχυσής τους» | Χένρι Τάσκα, πρεσβευτής των ΗΠΑ, μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης Μαρκεζίνη (NARA RG 59/ 2400977, Ambassador Tasca, «US-Greek Relations», n.d., Secret)
Η χρονική απόσταση μετατρέπει, ως γνωστόν, τις εξεγέρσεις του παρελθόντος σε μουσειακά είδη. Οσες, ιδίως, ξεπέρασαν τους σκοπέλους της συλλογικής λήθης και αναδείχτηκαν σε δημόσια σύμβολα, αποκτώντας στο φαντασιακό των νεότερων γενιών λίγο-πολύ υπερφυσικές διαστάσεις.
Μισόν αιώνα μετά το Πολυτεχνείο του 1973, αξίζει ως εκ τούτου να δούμε την αντιδικτατορική εξέγερση εκείνων των ημερών όχι ως το δικαιωμένο εγχείρημα, η κυρίαρχη εικόνα του οποίου φιλοτεχνήθηκε μεταπολιτευτικά, αλλά ως γεγονός εν εξελίξει, μέσα από τα μάτια επαγγελματιών παρατηρητών κάθε άλλο παρά ευνοϊκά προδιατεθειμένων απέναντί του. Ο λόγος για τις εκθέσεις που έστειλαν στους προϊσταμένους τους, ταυτόχρονα με τα γεγονότα, οι διπλωμάτες τριών δυτικών χωρών με βαρύνοντα λόγο στις διεθνείς σχέσεις του ελληνικού κράτους: των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας.
Και οι τρεις χώρες διατηρούσαν εξαιρετικές σχέσεις με τη χούντα, σεβόμενες ταυτόχρονα σε μεγάλο βαθμό τη φιλελεύθερη παράδοση παροχής πολιτικού ασύλου στους αυτοεξόριστους αντιστασιακούς που κατάφερναν να φτάσουν στην επικράτειά τους. Επισήμως διακήρυσσαν επίσης την επιθυμία τους για επιστροφή της Ελλάδας σε κάποια εκδοχή «δημοκρατικής κανονικότητας», δίχως όμως και να πιέζουν ουσιαστικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι αντιφάσεις αυτές επικαθόρισαν, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, και την εικόνα που οι διπλωμάτες τους διαβίβασαν στα αντίστοιχα εθνικά κέντρα για την αντιδικτατορική εξέγερση, εμφανώς ενοχλημένοι από την έμπρακτη ακύρωση του «πειράματος Μαρκεζίνη». Υποσχόμενο μια ευπρεπή μεταμφίεση του δικτατορικού καθεστώτος σε στρατοκρατία με κοινοβουλευτικό μανδύα, το εγχείρημα αυτό αντιμετωπιζόταν γαρ ως η βολικότερη δυνατή διέξοδος στο «ελληνικό πρόβλημα» της δυτικής διπλωματίας.
Υποσημειώνεται πως το αρχείο της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα (NARA RG 84, Greece 1971-1974) παραμένει ακόμη κλειστό για τα χρόνια 1972 και 1973 (Boxes 2-6)· τα έγγραφα που παρατίθενται εδώ προέρχονται από τους -πολύ φτωχότερους- αντίστοιχους φακέλους του Γραφείου Ελληνικών Υποθέσεων της κεντρικής υπηρεσίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (NARA RG 59, Greece 1963-1974, Boxes 19 και 23, P-Reel 750023). Από τα γαλλικά αρχεία χρησιμοποιήθηκε ο φάκελος του οικείου Υπ.Εξ. για το 1973 (189QO/269), ενώ από τα βρετανικά οι οικείοι φάκελοι του Φόρεϊν Οφις (FCO 9/1712) και της πρεσβείας στην Αθήνα (FO 286/1459-1460).
«Διαρκής δημοκρατική πρόοδος»
Οπως είπαμε ήδη, οι Δυτικοί διπλωμάτες αντιμετώπιζαν με έκδηλη συμπάθεια το «πείραμα» Παπαδόπουλου-Μαρκεζίνη για φιλελευθεροποίηση του δικτατορικού καθεστώτος και σταδιακή μετάβαση σ’ έναν ελεγχόμενο κοινοβουλευτισμό. Ακόμα περισσότερο αυτό ίσχυε για τους πολιτικούς προϊσταμένους τους, που λόγω απόστασης δεν ήταν υποχρεωμένοι ν’ αναμετρώνται με την πραγματική κατάσταση της χώρας, επιζητούσαν δε απλώς μια βολική δικαιολογία για ν’ απαλλαγούν από τον πονοκέφαλο των αντιδράσεων μιας μερίδας των δικών τους κοινωνιών για τη στήριξη ή ανοχή μιας στρατιωτικής δικτατορίας στο «λίκνο της δημοκρατίας». Ο μόνος προβληματισμός αφορούσε εδώ τη δυνατότητα μακροημέρευσης του όλου εγχειρήματος – και τις συνακόλουθες παρενέργειες από μια υπερβολική ταύτιση μαζί του σε περίπτωση αποτυχίας.
«Από άποψη πολυλογίας, προσωπικού δυναμισμού και διανοητικού σφρίγους, ο “βατραχάκος”, όπως τον αποκάλεσε κάποτε η βασίλισσα Φρειδερίκη, επισκιάζει πλήρως τους συναδέλφους του στην κυβέρνηση», ενημέρωνε λ.χ. τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ ο υφιστάμενός του Τζον Σίσκο, δυο μέρες μετά την ορκωμοσία της τελευταίας. «Το βασικό ερώτημα είναι πόση εξουσία θα επιτρέψει ο Παπαδόπουλος να έχει ο φιλόδοξος Μαρκεζίνης. Εκτίμησή μας είναι ότι στον τελευταίο θα παραχωρηθεί σχετική ελευθερία στη διαχείριση δημοσιονομικών και νομισματικών ζητημάτων, στην αντιμετώπιση των παραπόνων των φοιτητών και στην επιδίωξη να βελτιώσει την εικόνα της ελληνικής κυβέρνησης στις ΗΠΑ και άλλους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους, αλλά ότι ο Παπαδόπουλος θα εξακολουθήσει να ελέγχει σφικτά κάθε ζήτημα που αφορά τη δημόσια τάξη και τους στρατιωτικούς. […] Από την άποψη των συμφερόντων των ΗΠΑ, θεωρούμε τον σχηματισμό της κυβέρνησης Μαρκεζίνη ως ελπιδοφόρο σημάδι πως ο Παπαδόπουλος επιδιώκει ειλικρινά να επαναφέρει κοινοβουλευτική διακυβέρνηση, αν και ενός ελεγχόμενου τύπου. Σ’ αυτή τη φάση, πιστεύουμε πως τα δικά μας συμφέροντα θα εξυπηρετηθούν καλύτερα με το να μην επέμβουμε με οποιονδήποτε τρόπο σ’ αυτή τη διαδικασία» (Box 23/POL 15-1/9).
«Αναλογιζόμενος τους τελευταίους μήνες, δεν μπορεί κανείς παρά να εντυπωσιαστεί με το πόσο επιδέξια ο Παπαδόπουλος διαχειρίστηκε τα γεγονότα και, ταυτόχρονα, περιήγαγε σε αμηχανία τους επικριτές του κάθε πλευράς», διαβάζουμε πάλι σε τηλεγράφημα του επικεφαλής του Ελληνικού Γραφείου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα, Χένρι Τάσκα (15/10/1973). «Οπως κι εσύ, έχουμε ενθαρρυνθεί πολύ απ’ αυτά τα γεγονότα, ιδιαίτερα την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, τον τερματισμό του στρατιωτικού νόμου, τον διορισμό των μελών του συνταγματικού δικαστηρίου και την επιλογή του Μαρκεζίνη ως επικεφαλής της κυβέρνησης για να διενεργήσει εκλογές. Εξίσου εντυπωσιακός φαίνεται ο τρόπος με τον οποίο ο Παπαδόπουλος φαίνεται να έχει εξουδετερώσει στην πράξη -τουλάχιστον προς το παρόν- τους συναδέλφους του στη χούντα. […] Συμφωνούμε πλήρως ότι πρέπει ν’ αποφύγουμε να φανούμε εντελώς αδιάφοροι για την έκβαση της κυβέρνησης Μαρκεζίνη. Από την άλλη, αισθανόμαστε πως θα ήταν επίσης λάθος να φανεί πως έχουμε επιδοθεί σε καμπάνια καταναγκασμού προκειμένου να πείσουμε ανθρώπους να συμπαραταχθούν μαζί του. Απ’ αυτή την οπτική γωνία, αναρωτιέμαι μήπως θα ήταν καλύτερη η έμμεση προσέγγιση, τουτέστιν η πρεσβεία να προσπαθήσει να τραβήξει προς τα εκεί τις πολιτικές επαφές της, ρωτώντας π.χ. αν υπάρχει άλλη εφικτή εναλλακτική στην παρούσα κατάσταση και αν η αποκατάσταση του κοινοβουλίου, έστω και κάτω από τις περιοριστικές ρυθμίσεις του αναθεωρημένου συντάγματος του 1968, δεν ενδέχεται ν’ ανοίξει νέους δρόμους προς την πλήρη αποκατάσταση δημοκρατικής διακυβέρνησης. Μ’ αυτή την αθόρυβη προσέγγιση, θα είμαστε σε θέση να διαβιβάσουμε το θετικό ενδιαφέρον μας για το πείραμα Μαρκεζίνη δίχως, ταυτόχρονα, να φανεί πως υποστηρίζουμε άνευ όρων τον Παπαδόπουλο αυτόν καθαυτό. Αυτό είναι φυσικά ένα λεπτό καθήκον κι αντιλαμβάνομαι πως είσαι ο καλύτερος κριτής για το πώς θα προχωρήσεις» (Box 23/POL 15-1/9).
Στη δική του απόρρητη εισήγηση, ο Τάσκα δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και το επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, θεωρώντας τις όποιες αποκλίσεις του «δοτού» πρωθυπουργού απλή παρωνυχίδα μπροστά στην πλήρη ταύτιση του δικτάτορα Παπαδόπουλου και της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας με την Ουάσινγκτον. Συνταγμένη στη διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου, η έκθεσή του διαψεύδει έτσι με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τα σενάρια που οι απολογητές της χούντας καλλιέργησαν μεταπολιτευτικά, περί δήθεν υπονόμευσης των Παπαδόπουλου-Μαρκεζίνη από τις ΗΠΑ:
«Η ελληνοαμερικανική σχέση σε ζητήματα ασφαλείας σημαδεύεται από φιλική κι αποτελεσματική συνεργασία. Οι στρατιωτικές σχέσεις υψηλού επιπέδου, που είχαν ψυχρανθεί λίγο επί στρατηγού Αγγελή, ενός ξενόφοβου στραβόξυλου, έχουν βελτιωθεί επί του διαδόχου του, στρατηγού Ζαγοριανάκου. Η ελληνική ανώτατη διοίκηση επιβεβαίωσε πρόσφατα την προθυμία της Ελλάδας να προχωρήσει στη δεύτερη φάση του [προγράμματος] ελλιμενισμού [του αμερικανικού Εκτου Στόλου]. Από την άλλη, πρέπει να λάβουμε υπόψη ορισμένες συμπεριφορές του πρωθυπουργού Μαρκεζίνη και του ΥπΕξ Παλαμά. Και οι δυο τους υπήρξαν νωρίτερα επικριτικοί για τον ελλιμενισμό στην περιοχή των Αθηνών και αποδίδουν μεγάλη σημασία στις ελληνοαραβικές σχέσεις. Πρέπει να περιμένουμε πως οι αυξανόμενες απαιτήσεις μας για στρατιωτικές εγκαταστάσεις θα εξετάζονται εξονυχιστικά και δεν μπορούμε να θεωρούμε αυτόματα δεδομένη την ελληνική συναίνεση στη χρήση ελληνικών εγκαταστάσεων από τις ΗΠΑ για μη ΝΑΤΟϊκούς σκοπούς. Υπάρχει ένας αναδυόμενος αντιαμερικανισμός που εν μέρει οφείλεται σε ατυχή επεισόδια με ανάμιξη στρατιωτικού προσωπικού των ΗΠΑ, τα οποία έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από ορισμένες ελληνικές εφημερίδες για εθνικιστικούς λόγους. [Αυτό] το σκηνικό υπογραμμίζει τη σημασία της καλλιέργειας καλών σχέσεών μας με τον πρόεδρο Παπαδόπουλο και το ελληνικό στρατιωτικό κατεστημένο που έχουν πάντα δώσει προτεραιότητα στην ενίσχυση των στρατηγικών συμφερόντων του ΝΑΤΟ κατά τη διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. […] Στο Κυπριακό μπορούμε ν’ αναμένουμε πως θα συνεχιστεί κατά προτεραιότητα η έμφαση στη διατήρηση καλών σχέσεων με την Τουρκία και στην επιτυχή ολοκλήρωση των διακοινοτικών συνομιλιών. Ωστόσο, τόσο ο Μαρκεζίνης όσο και ο Παλαμάς είναι πιθανό να τείνουν να επιζητήσουν έγκαιρη συμφωνία αυξάνοντας την πίεση στον Μακάριο να είναι εποικοδομητικός. […] Συνοψίζοντας, δεν προβλέπω μονάχα συνέχιση των εξαίρετων σχέσεων μεταξύ των δύο κυβερνήσεων αλλά και πραγματική δυνατότητα ενίσχυσής τους και προώθησης της συνοχής του ΝΑΤΟ ως αποτέλεσμα της υπόσχεσης για εσωτερική πολιτική ομαλοποίηση. Εχω τώρα αληθινές ελπίδες για διαρκή δημοκρατική πρόοδο επί προέδρου Παπαδόπουλου στη νέα Ελληνική Δημοκρατία».
Προς επίρρωση αυτής της εξέλιξης, ο Τάσκα εισηγούνταν μάλιστα «να επισκεφθεί σύντομα την Ελλάδα ο υπουργός» Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, και «να εξεταστεί η έγκαιρη ανακοίνωση μιας συνάντησης [Παπαδόπουλου-Νίξον] σε προεδρικό επίπεδο». Η τελευταία πρόταση απορρίφθηκε όμως από τον προϊστάμενό του ως «αδιανόητη σ’ αυτή τη φάση», καθώς ο δικτάτορας, «παρά τις πρόσφατες θετικές κινήσεις του, είναι ακόμη ανάθεμα για πολλούς επικριτές στο Κογκρέσο και αλλού». Αντ’ αυτού, ο Ντέιβις αντιπρότεινε «μια επίσκεψη του Μαρκεζίνη [που] θα μπορούσε να ενισχύσει τους δεσμούς ΗΠΑ-Ελλάδας και να προωθήσει την κίνηση προς την αποκατάσταση κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης, αποφεύγοντας τα εγγενή μειονεκτήματα μιας συνάντησης των δύο προέδρων». Προϋπόθεση για μια τέτοια κίνηση συνιστούσε ωστόσο η σχετική πρωτοβουλία «να προέλθει από την ελληνική πλευρά», ύστερα από συνεννόηση του Μαρκεζίνη με τον Παπαδόπουλο, προκειμένου να μη δοθεί η εντύπωση παραγκωνισμού του δικτάτορα από την Ουάσινγκτον.
Διλήμματα κατά συρροή
Αν οι Αμερικανοί διπλωμάτες νοιάζονταν περισσότερο για τον ελλιμενισμό του Εκτου Στόλου, οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί τους ήταν υποχρεωμένοι να λάβουν υπόψη τους περισσότερες παραμέτρους. Αποκαλυπτική για τους σχετικούς προβληματισμούς είναι λ.χ. η απόρρητη γραπτή ζύμωση μεταξύ στελεχών της εδώ βρετανικής πρεσβείας (23-30/10/1973, FCO 9/1712/70) σχετικά με τις προοπτικές του καθεστώτος. «Το πρόβλημα γι’ αυτόν [τον Παπαδόπουλο] υπήρξε εξαρχής όχι πώς θα παραμείνει στην εξουσία με τη βία, αλλά πώς θα μετατρέψει το καθεστώς σε ένα [καθεστώς] αποδεκτό από τον λαό και τυλιγμένο με τα εξωτερικά γνωρίσματα της νομιμότητας», επισήμανε λ.χ. ο διπλωμάτης Ρότζερ Τόμκις. «Αν αυτό είναι που επιχειρεί να κάνει τώρα, μείζονα ρίσκα είναι αναπόδραστα».
Ακόμα σαφέστερη, για το ίδιο ζήτημα, ήταν η προειδοποίηση του πολιτικού συμβούλου Τζον Ντένσον: «Το πείραμα Μαρκεζίνη θα μπορούσε ν’ αποτύχει. Ενδέχεται να υπάρξουν φασαρίες μεταξύ των φοιτητών και/ή μείζονες εργατικές ταραχές ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού. Η θεραπεία θα ήταν είτε σαρωτικές παραχωρήσεις, ανέφικτες πιθανόν, σίγουρα στο οικονομικό πεδίο· ή άλλος ένας γύρος καταστολής, που θα ρίξει τον Μαρκεζίνη, θα ενώσει την πολιτική αντιπολίτευση και θα ενισχύσει τη θέση των δυσαρεστημένων τέως συναδέλφων του Παπαδόπουλου στη χούντα».
Ζητούμενα αποτελούσαν άλλωστε η αξιοπιστία και πραγματική έκταση του υποσχόμενου εκδημοκρατισμού, καθώς και η πιθανότητα μελλοντικής υπέρβασης του εικονικού χαρακτήρα του προς την κατεύθυνση μιας αληθινής τομής. «Οι υποστηρικτές του πειράματος Μαρκεζίνη», διαβάζουμε σε έκθεση του νεαρού διπλωμάτη Τζον Μάρτιν για «τον εσωτερικό πολιτικό διάλογο» περί συμμετοχής ή όχι στις βουλευτικές εκλογές που είχε προαναγγείλει η χούντα (25/10/1973), «υποστηρίζουν πως οι εκλογές είναι η μόνη πιθανότητα επιστροφής στην κανονικότητα. Κατ’ ιδίαν, πολλοί θα παραδεχθούν πως οι εκλογές είναι πιθανό να στηθούν σε μεγάλο βαθμό υπέρ της κυβέρνησης και πως δεν υπάρχει πιθανότητα να τις κερδίσει κάποια ομάδα της αντιπολίτευσης. Μιλάνε για 40 ή 50 βουλευτές της αντιπολίτευσης στο πρώτο κοινοβούλιο και λένε πως, έτσι και η χώρα μπει σταθερά στον δρόμο για τη δημοκρατία, θα είναι ευκολότερο να οργανωθούν γνησιότερες εκλογές».
Αυτή η ελάχιστα αξιοζήλευτη προοπτική, σε συνδυασμό με τη θεσμική και ουσιαστική παντοδυναμία του Παπαδόπουλου, ήταν και το βασικό αντεπιχείρημα των υπέρμαχων της αποχής: «Οι ελευθερίες των πολιτών και οι νόμιμες πολιτικές δραστηριότητες εξακολουθούν να περιστέλλονται δραστικά», θυμίζει ο Μάρτιν. «Αν [οι πολιτικοί] συμμετάσχουν στις εκλογές, όχι μόνο θα συναινέσουν σιωπηρά σε όλα αυτά αλλά θα βάλουν μια σφραγίδα υπόληψης στο καθεστώς του Παπαδόπουλου, ενισχύοντάς τον τόσο στη χώρα όσο και στο εξωτερικό. Αν συνεργαστούν με τους όρους του Μαρκεζίνη, θα βρεθούν σ’ ένα κοινοβούλιο δίχως εξουσία σε τρεις ζωτικούς τομείς – εξωτερική πολιτική, άμυνα κι εσωτερική ασφάλεια. Για ν’ αλλάξει αυτό, απαιτείται πλειοψηφία 90%, η οποία θα είναι ουσιαστικά αδύνατο να επιτευχθεί. […] Υστερα από έξι χρόνια αντίθεσης είναι απρόθυμοι να συνεργαστούν σε εκλογές που μπορεί άνετα να καταλήξουν σε κάτι σαν τις ισπανικές Κορτές [του Φράνκο]. Δεν έχουν καμιά εγγύηση πως αυτό θα οδηγήσει σε κάτι καλύτερο και, με το μητρώο του καθεστώτος δεδομένο, η καχυποψία τους δεν μπορεί ν’ απορριφθεί σαν αβάσιμη» (FCO 9/1712/56).
Η διακριτική αυτή παραδοχή θα προκαλέσει την οργισμένη αντίδραση του Νοτιοανατολικού Τμήματος του Φόρεϊν Οφις (SED), διά χειρός Ρίτσαρντ Μπέικερ (2/11/1973): «Σε ανιδιοτελείς παρατηρητές (όπως εμείς στο SED θεωρούμε πως είμαστε), η αντιπολίτευση φαίνεται πως ενδιαφέρεται τόσο να κρατήσει καθαρά τα χέρια της, ώστε είναι απρόθυμοι να τα βάλουν ακόμα και στον αμυδρά λασπωμένο κουβά με νερό του Μαρκεζίνη· ενώ όλοι οι υπόλοιποι κουβάδες είναι πολύ πιο λασπωμένοι και δεν μπορούν να πετύχουν τίποτα δίχως να βρέξουν τα χέρια τους» (FO 286/1460/354).
«Παραδοσιακές ελληνικές μέθοδοι»
Το μαγείρεμα των επικείμενων εκλογών θεωρούνταν πάντως δεδομένο απ’ όλους όσοι αναφέρονταν σ’ αυτές – πλην του ίδιου του Μαρκεζίνη, εννοείται, που τις θεωρούσε εκ των προτέρων «άψογες». Κατά τη διάρκεια δείπνου στο σπίτι του Βρετανού πρέσβη Ρόμπιν Χούπερ (7/11/1973), ο Στυλιανός Παττακός ξεκαθάρισε λ.χ. στον συνομιλητή του πως, «ό,τι και να γίνει, ο Παπαδόπουλος θα κάνει εκλογές κι όχι μόνο με ένα κόμμα. Θα φτιάξει κάμποσα κόμματα, ένα ή δύο από τα οποία θα σχηματίσουν την αντιπολίτευση» (FO 286/1460/358). Σε προγενέστερη έκθεσή του, ο ίδιος ο πρέσβης εκτιμούσε πάλι πως ο Μαρκεζίνης «είναι επαρκώς ρεαλιστής για να εκτιμήσει πως η δημοκρατία στην Ελλάδα πρέπει να είναι αυστηρά ελεγχόμενη» κι ότι, «παρ’ όλα τα λόγια του περί εντελώς αμερόληπτων εκλογών, το μητρώο του υποδεικνύει πως μπορεί να μην απεχθάνεται τη χρήση παραδοσιακών ελληνικών μεθόδων για να εξασφαλίσει ένα αποτέλεσμα ευνοϊκό γι’ αυτόν» (25/10/1973, FΟ 286/1459/345).
Ακόμα σαφέστερος ήταν ο εφοπλιστής και τέως υπουργός Παύλος Βαρδινογιάννης, όταν στις παραμονές του Πολυτεχνείου ενημέρωσε τον Γάλλο πρέσβη Κριστιάν ντε Μαρζερί πως «επίκειται ανασχηματισμός», κατά τον οποίο «οι τεχνοκράτες υπουργοί θα αντικατασταθούν από πολιτικούς όπως ο ίδιος, καταλληλότερους να ετοιμάσουν εκλογές ευνοϊκές για το καθεστώς. Η έκβαση της ετυμηγορίας δεν του αφήνει την παραμικρή αμφιβολία. Πρόκειται, σκέφτεται, για εκλογές “α λα ελληνικά”, όπου οι πιέσεις κάθε είδους θα διασφαλίσουν μια συμπαγή ψήφο υπέρ της κυβέρνησης, τουλάχιστον στην ύπαιθρο» (12/11/1973, Νο.818/EU).
Με τυπικά βρετανικό φλέγμα, ο πρέσβης Χούπερ θα αποφανθεί έτσι, ενώ η κατάληψη του Πολυτεχνείου ήταν ήδη πραγματικότητα, πως «τα βρετανικά συμφέροντα θα εξυπηρετούνταν καλύτερα από την επιτυχία του εγχειρήματος Μαρκεζίνη, ακόμα κι αν αυτό δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να παράσχει ένα προσωπείο για τη συνέχιση ενός αυταρχικού ουσιαστικά καθεστώτος βασισμένου στην υποστήριξη του στρατού. […] Πιστεύουμε πως τα βρετανικά και δυτικά συμφέροντα εξυπηρετούνται καλύτερα από τη σταθερότητα παρά ρισκάροντας μια κατάρρευση της συντεταγμένης διακυβέρνησης, σε αναζήτηση ενός δημοκρατικού ιδεώδους που τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στο πραξικόπημα του 1967 υπονοούν ότι μπορεί να μην είναι εφικτό» (15/11/1973, FCO 9/1712/68A και FO 286/1460/363).
Η πολιτική αυτή εκτίμηση δεν ήταν προϊόν προσωπικής συμπάθειας. Σε εμπιστευτικό «ψυχογράφημα» του Μαρκεζίνη που συνέταξε τον ίδιο καιρό η βρετανική πρεσβεία, ο δοτός πρωθυπουργός φιλοτεχνείται με ελάχιστα κολακευτικά χρώματα: «κακομαθημένο παιδί», «μεγαλομανής», «εγγενώς εκκεντρικός», «θρησκόληπτος μέχρι δεισιδαιμονίας», προικισμένος με «λαμπρή διάνοια, δαιμονική ενεργητικότητα» και «αχόρταγη φιλοδοξία», «ίσως υπερβολικά εγωκεντρικός για να επιλέγει σωστά συναδέλφους ή υφισταμένους», «δυσκολεύεται να ανεχθεί όσους διαφωνούν μαζί του ή όποιον θεωρεί λιγότερο έξυπνο από τον ίδιο» – και υποκείμενος, επιπλέον, σε κατηγορίες για διαφθορά: «Φημολογείται πως καταχράστηκε κάποια από τα ποσά που του διοχετεύθηκαν το 1946 για να οργανώσει την επιστροφή του βασιλιά· το όνομά του ουδέποτε ξεπλύθηκε πλήρως από την κομπίνα λαθρεμπορίου συναλλάγματος του 1949· πιστεύεται δε ευρύτατα πως αυτός και οι φίλοι του ωφελήθηκαν από την υποτίμηση του 1953. Ακόμη και φίλοι του Μαρκεζίνη παραδέχονται ότι συνδέεται με ορισμένα σημαντικά οικονομικά συμφέροντα· οι δε επικριτές του υποστηρίζουν ότι στο παρελθόν ο Μαρκεζίνης και οι υποστηρικτές του (του Καψάλη συμπεριλαμβανομένου) πληρώνονταν από αυτά τα συμφέροντα για τις υπηρεσίες τους» (25/10/1973, FO 286/1459/345).
Ο πειρασμός των νέων
Το πρώτο κρίσιμο διακύβευμα ήταν λοιπόν για τις δυτικές πρεσβείες η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή μετριοπαθών «παλιών» πολιτικών στις εκλογές Μαρκεζίνη, προκειμένου να επιβεβαιωθεί, επικοινωνιακά τουλάχιστον, η εικόνα εκδημοκρατισμού του καθεστώτος. Με τους ηγέτες της ΕΡΕ και της Ενωσης Κέντρου να κρατούν προς το παρόν εχθρική στάση απέναντι στο όλο εγχείρημα, οι ελπίδες τους επικεντρώνονταν κυρίως στη φιλόδοξη νέα γενιά.
Για τη στάση μιας μερίδας αυτής της τελευταίας, και τη ζύμωσή της από τους διπλωμάτες, χαρακτηριστικό είναι το «μνημόνιο συνομιλίας» που συνέταξε στις 5 Νοεμβρίου ο σύμβουλος της αμερικανικής πρεσβείας Ρόμπερτ Μπράντιν για τη συνάντησή του με τον κεντρώο Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, πρώην βουλευτή και υφυπουργό Αμυνας του Γεωργίου Παπανδρέου, μελλοντικό δε υπουργό Γεωργίας, Δικαιοσύνης κι Εξωτερικών του πατρός Μητσοτάκη (Box 23/POL 15-1/9): «Ρώτησα τον Παπακωνσταντίνου αν η Ε.Κ. και η ΕΡΕ έχουν αποφασίσει οριστικά να μποϊκοτάρουν τις εκλογές. Απάντησε ότι δεν το πιστεύει και πως οι παρούσες ενδείξεις γι’ αυτό είναι ως επί το πλείστον τακτικοί ελιγμοί για να συντηρήσουν την πίεση πάνω στον Παπαδόπουλο και τον Μαρκεζίνη. Κατέστησε αρκετά σαφές ότι επ’ ουδενί δεν ευνοεί την αποχή από τις εκλογές, γιατί τα κενά στην πολιτική καλύπτονται πάντα. Αφησε δε να εννοηθεί πως ακόμα κι αν οι παλιοί πολιτικοί ηγέτες αποφασίσουν να μη συμμετάσχουν, τα νεότερα μέλη θα βρουν κάποιο τρόπο να πάρουν μέρος, έστω και μόνο για ν’ αποτρέψουν την πόλωση μεταξύ Ακροδεξιάς και Αριστεράς. Είπε πως είναι παράλογο να καλείς σε αποχή, όταν ο κόσμος είναι υποχρεωμένος να ψηφίσει».
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι, στο ίδιο μνημόνιο, και η στιχομυθία των δύο ανδρών γύρω από τον ρόλο ενός άλλου παράγοντα σ’ αυτή τη διελκυστίνδα: «Τον ρώτησα αν η θέση του Λαμπράκη, εκδότη του “Βήματος”, πάνω στη συμμετοχή θα ασκούσε επιρροή. Υστερα από λίγη σκέψη, απάντησε πως θα ασκούσε κάποια επιρροή αλλά όχι αποφασιστική. Ενας αριθμός πρώην βουλευτών παίρνει γραμμή από τις εφημερίδες του, σε κάποιες περιπτώσεις επειδή τους υποστήριξε οικονομικά, άλλοι όμως, του ιδίου συμπεριλαμβανομένου, δεν το κάνουν».
«Αν οι εκλογές πραγματοποιηθούν όντως το 1974», εκτιμούσε απ’ την πλευρά του στις 4 Οκτωβρίου ο Γάλλος πρέσβης, «είναι αμφίβολο αν τα επιτελεία των παλιών κομμάτων μπορέσουν να εμποδίσουν τις υποψηφιότητες όσων μελών τους ανυπομονούν περισσότερο να τεστάρουν τη δημοφιλία τους. Τα πάντα θα εξαρτηθούν από την επιτυχία της εμπειρίας Μαρκεζίνη. Αν αυτός ο τελευταίος κατορθώσει να επιβληθεί σε σχέση με τον κ. Παπαδόπουλο και να δημιουργήσει τις αναγκαίες συνθήκες για μια προσφυγή σε εκλογές όπου τα κόμματα θα μπορούν να εκθέσουν τα προγράμματά τους σε σχετικά ελεύθερη ατμόσφαιρα, μπορούμε να περιμένουμε συσπειρώσεις πολιτικών ανδρών. Ο κ. Παπαδόπουλος θα έχει έτσι καταφέρει να βγει από τη δικτατορία και να δώσει μια δεύτερη πνοή στο καθεστώς του» (Νο.730/EU).
Στενός οικογενειακός φίλος του Παπαδόπουλου (και κυρίως της συζύγου του), ο περιφερειακός διοικητής Αττικής Αντώνιος Χωριατόπουλος θα εξομολογηθεί από την άλλη στον Τάσκα τη δική του προτίμηση για μιαν άλλη εναλλακτική επιλογή: «Ο Μαρκεζίνης είναι λαμπρός και ικανός, δεν έχει όμως λαϊκή απήχηση. Αν ο Καραμανλής επιστρέψει για να κατέβει σε καμπάνια, θα νικήσει όλους τους αντιπάλους του. […] Σκέφτεται πως ο Παπαδόπουλος θα ήταν μάλλον διατεθειμένος, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, να δεχτεί τον Καραμανλή ως πρωθυπουργό» (RG59/P-750023, 1/11/1973, No.7610, απόρρητο).
Η σκιά της ταξικής πάλης
Αν ο Μαρκεζίνης δεν τραβούσε, αυτό δεν οφειλόταν μονάχα στη δύστροπη ιδιοσυγκρασία και τον δοτό χαρακτήρα της πρωθυπουργίας του. Εξίσου κρίσιμη παράμετρος ήταν και οι επιλογές του όσον αφορά την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
«Οι επιχειρηματικοί κύκλοι, που εκπροσωπούνται ισχυρά στη νέα κυβέρνηση», επισήμανε χαρακτηριστικά ο Κριστιάν ντε Μαρζερί, «δεν μπορεί παρά να συμπαθούν τον οικονομικό φιλελευθερισμό του κ. Μαρκεζίνη, που διακήρυξε στην ομιλία του της 8ης Οκτωβρίου ότι δεν πιστεύει πως πρέπει να πολεμήσει τον πληθωρισμό και την εισοδηματική ανισότητα με αυταρχικά μέτρα. “Κατ’ αρχήν”, υποσχέθηκε, “ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης θα μπορεί να λειτουργεί ελεύθερα”. Δεν κρύβει όμως ότι μια ορισμένη περίοδος λιτότητας θα είναι απαραίτητη για να βγούμε από τις τωρινές δυσκολίες» (10/10/1973, Νο.751/EU). Δύο βδομάδες αργότερα, ο ίδιος πρέσβης εκτιμά πως «αν τα αντιπληθωριστικά μέτρα που υιοθετήθηκαν στις 20 Οκτωβρίου αποφέρουν τις επιπτώσεις που αναμένονται απ’ αυτά, αυτές οι τελευταίες θα γίνουν αισθητές κατά τον Φεβρουάριο-Μάρτιο», γεγονός «όχι και πολύ κατάλληλο για τη δημιουργία των βέλτιστων συνθηκών για μια λαϊκή ετυμηγορία» (26/10/1973, Νο.785/EU).
Στο πεδίο αυτό, συμπληρώνει πάντως στις παραμονές του Πολυτεχνείου, ούτε η αντίπαλη πλευρά είχε να επιδείξει κάποια αξιοσημείωτη δραστηριότητα: «Η αντιπολίτευση δεν καταφέρνει να οργανώσει προς όφελός της τη δυσαρέσκεια που έχει γεννηθεί από την επιτάχυνση του πληθωρισμού. Μολονότι η επίσημη αύξηση των τιμών της λιανικής στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη ήταν 5,8% μονάχα μέσα στον Σεπτέμβριο, καμιά καμπάνια δεν ανακοινώθηκε από την αντιπολίτευση γι’ αυτό το ζήτημα και το παραμικρό συγκεκριμένο πρόγραμμα πάλης κατά του πληθωρισμού δεν προτάθηκε από τους ηγέτες των παλιών κομμάτων» (12/11/1973, Νο.818/EU).
Στην κουβέντα του με τον Τάσκα, ο Χωριατόπουλος τόνισε έτσι ότι «δέχεται πολλά παράπονα για τις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων, ιδιαίτερα του κρέατος, ως αποτέλεσμα των πρόσφατων μέτρων που ανακοίνωσε η κυβέρνηση». Ταυτόχρονα, ο ίδιος θα ομολογήσει πως «ανησυχεί για τις απεργίες» που είχαν αρχίσει να ξεσπούν, «στις οποίες ανατρεπτικές προσπάθειες χρηματοδοτημένες από τους κομμουνιστές βλέπει ν’ αποτελούν ένα στοιχείο».
Στον ίδιο παράγοντα θα αποδώσει ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Λεωνίδας και τις φοιτητικές κινητοποιήσεις, μιλώντας -κι αυτός- με τον Αμερικανό πρέσβη: «Ο μητροπολίτης αισθάνεται πως οι φοιτητές θα είναι πολιτικά ενεργητικότεροι τούτη τη χρονιά. Αισθάνεται πως οι ακτιβιστές περιλαμβάνουν μικρή μόνο μερίδα της ελληνικής νεολαίας. Ωστόσο, επισήμανε, ορισμένοι είναι σίγουρα εμπνεόμενοι από τους κομμουνιστές και πρέπει να ξεκαθαριστούν οι λογαριασμοί μαζί τους» (7/9/1973, Box 19/ADMIN MemCons 1973).
Αναλύοντας στους προϊσταμένους του την κατάσταση, ενώ η κατάληψη του Πολυτεχνείου έχει ήδη αρχίσει, ο Βρετανός πρέσβης διαπιστώνει έτσι πως «ο Παπαδόπουλος έχει αναμφίβολα εμπλακεί σε μια επιχείρηση γεμάτη ρίσκα», καθώς «δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα είναι ικανός να ελέγξει τις δυνάμεις που απελευθέρωσε»: «Στο οικονομικό πεδίο, ο πληθωρισμός μαίνεται σε μια χώρα που μέχρι πρόσφατα απολάμβανε υψηλό -αν και απατηλό- βαθμό νομισματικής σταθερότητας. […] Η οργανωμένη εργατική δύναμη έχει αρχίσει -προς το παρόν διστακτικά- να επιβεβαιώνει τη διαπραγματευτική της ισχύ σε συνθήκες υπερπλήρους απασχόλησης. Τα οικονομικά μέτρα που πήρε ο Μαρκεζίνης, μολονότι αρχικά καλοδεχούμενα από την επιχειρηματική κοινότητα, μέχρι στιγμής έχουν απλά συνοδευτεί από περισσότερο πληθωρισμό. Αν, εκτός από μια αδιάλλακτη αντιπολίτευση, ο Μαρκεζίνης βρεθεί αντιμέτωπος με διαρκή και επιδεινούμενο πληθωρισμό, συνδυασμένο με εργατική αναταραχή και φοιτητική αναταραχή, το εγχείρημα Μαρκεζίνη θα εξελιχθεί πολύ άσχημα. Μπορεί παρ’ όλα αυτά να πετύχει, αν και οι προοπτικές του, και οι προοπτικές μιας ειρηνικής αλλαγής, αν και όταν έρθει, είναι κάθε άλλο παρά λαμπρές».
Τάσος Κωστόπουλος
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ