«Παντρεύοντας» δεξιοτεχνικά το πολιτικό σχόλιο με την υπαρξιακή καταβύθιση, ο Εμίν Αλπέρ, από τους πλέον ταλαντούχους σκηνοθέτες του σύγχρονου τουρκικού σινεμά και συνάμα ιστορικός, παραδίδει με τις Υποψίες ένα «καλοκουρδισμένο» κι εξαιρετικά επίκαιρο θρίλερ. Ένα θρίλερ εκτυλισσόμενο σε μια Ισταμπούλ βυθισμένη στη δίνη της κρατικής καταστολής και της πολιτικής βίας, με πρωταγωνιστές δύο αδέρφια, τον Καντίρ, που αποφυλακίζεται υπό τον όρο να γίνει πληροφοριοδότης της αστυνομίας, και τον Αχμέτ, που δουλεύει στην ομάδα εξολόθρευσης αδέσποτων σκύλων. Οι ζωές τους θα συναντηθούν, με δραματικές συνέπειες. Συνομιλώντας με τον Εμίν Αλπέρ, ενόψει της κυκλοφορίας της ταινίας του στις αίθουσες στις 2 Μαρτίου.
Έχοντας υπάρξει λάτρης του σινεμά πριν γίνεις σκηνοθέτης, απέκτησες έτσι μεγαλύτερη επίγνωση των απαιτήσεων της τέχνης σου και των δικών σου εκφραστικών τρόπων και αναγκών; Ποιοι σκηνοθέτες, εγχώριοι και από το εξωτερικό, υπήρξαν οι πιο θεμελιώδεις επιρροές σου και γιατί;
Πραγματικά αγαπώ τον Βισκόντι τον Φάσμπιντερ, τον Κιούμπρικ, τον πρώιμο Πολάνσκι και τον Χάνεκε. Βρίσκω τον κινηματογράφο τους οξύ, έντονο, κριτικό κι ευφυή. Έμαθα πολλά από τον Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν: πώς μπορούν οι λεπτομέρειες να είναι σημαντικές, πώς η σιωπή μπορεί να δημιουργήσει αγωνία. Το σινεμά του με δίδαξε τη σπουδαιότητα του σχεδιασμού του ήχου και, το πιο σημαντικό, πώς η νατουραλιστική και πειστική ηθοποιία μπορεί να αλλάξει τα πάντα σε μια ταινία. Αλλά πάντα νομίζω ότι οι λογοτεχνικές επιδράσεις είναι το ίδιο σημαντικές με εκείνες των σκηνοθετών για μένα. Νιώθω πως είμαι βαθιά εντυπωσιασμένος από τους Ρώσους συγγραφείς: τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, τον Τσέχοφ. Από πολλούς κλασικούς, όπως τον Τζόζεφ Κόνραντ, τον Ουίλιαμ Φόκνερ- και από την Τουρκία τον Γιασάρ Κεμάλ, βεβαίως.
Εκτός του ότι είσαι σκηνοθέτης, είσαι και ιστορικός. Με ποια έννοια αυτές οι δύο πτυχές των ενασχολήσεών σου συνυφαίνονται στην κινηματογραφική σου δουλειά;
Είναι δύσκολο να προσδιορίσω ακριβώς πώς αυτές οι δύο πλευρές μου αλληλεπιδρούν. Αλλά, αναμφίβολα, αλληλοτροφοδοτούνται. Συνειδητοποιώ ότι και στην Ιστορία και στο σινεμά διατυπώνω παρόμοια ερωτήματα. Προσπαθώ να καταλάβω τη «διαβολική» πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης. Ως ιστορικός, ενδιαφέρομαι για τους πολέμους, τις γενοκτονίες, τις πολιτικές συγκρούσεις. Προσπαθώ να κατανοήσω, όπως το θέτει ο Καρλ Σμιτ, πώς οι κατηγορίες του «εχθρού» και του «φίλου» κατασκευάζονται διαμέσου της Ιστορίας και γιατί οι ανθρώπινες υπάρξεις πάντα χρειάζονταν εχθρούς. Θέτω παρόμοια ερωτήματα στις ταινίες μου. Επιχειρώ να καταλάβω μέσα από τους χαρακτήρες μου πώς λειτουργεί η παράνοια στο ψυχολογικό τους σύμπαν και τους πείθει ότι η απειλή/εχθρός θα έπρεπε να εξαλειφθεί.
Γιατί επέλεξες την Ισταμπούλ ως τοποθεσία για τα γυρίσματα των Υποψιών, κατ’ αρχήν; Σε ποια γειτονιά γυρίστηκε το φιλμ και γιατί;
Οι εμπνεύσεις μου προέρχονται από τις φτωχογειτονιές της Ισταμπούλ. Έζησα εκεί τα τελευταία 25 χρόνια και την ξέρω πολύ καλά, και γνωρίζω ότι υπάρχουν τέτοιες τοποθεσίες στην περιφέρεια της πόλης, που έχουν καταληφθεί από παράνομες πολιτικές ομάδες, κι έγιναν το πεδίο μάχης ανάμεσα σ’ αυτές και την αστυνομία. Η γειτονιά, όπου γυρίσαμε την ταινία, βρίσκεται στα βορειοδυτικά της Ισταμπούλ. Η τοποθεσία με έλκυσε από την πρώτη φορά που την είδα, γιατί ήταν τριγυρισμένη με φυσικό τρόπο από τα καινούρια ψηλά κτίρια. Η εντύπωση του αποκλεισμού γινόταν αντιληπτή ακόμα κι από το τοπίο της γειτονιάς.
Η τελευταία σου ταινία μέχρι σήμερα δε θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρη τον καιρό της κυκλοφορίας της και, ίσως ακόμα περισσότερο, στις μέρες μας, καθώς καταπιάνεται με το σπιράλ της κρατικής καταστολής που εισχωρεί σε κάθε «πόρο» της κοινωνικής και προσωπικής ζωής και της εναντιωματικής πολιτικής βίας. Ποια ήταν η αφετηρία του σεναρίου σου και πώς θα οριοθετούσες την πολυσυζητημένη έννοια «τρομοκρατία» σήμερα- και όχι μόνο στην Τουρκία;
Το πρώτο προσχέδιο του σεναρίου γράφτηκε το 2009, πολύ πριν τα πρόσφατα γεγονότα. Η έμπνευσή μου προερχόταν, κυρίως, από τη δεκαετία του ’90, την περίοδο, κατά την οποία ο πόλεμος ανάμεσα στους Κούρδους ένοπλους και το κράτος ήταν στο ζενίθ του. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν ακόμα ένοπλες αριστερές ομάδες δραστήριες στις παραγκουπόλεις. Επηρεάστηκα από τις αναμνήσεις μου εκείνων των χρόνων. Επομένως, η διασταύρωση του περιεχομένου της ταινίας και της πολιτικής ατζέντας της χώρας μου είναι, από τη μία, ενός είδους σύμπτωση. Αλλά, από την άλλη, δεν είναι, γιατί, στη χώρα μας, βρισκόμαστε σε ένα τέτοιο σπιράλ κάθε τόσο. Η τουρκική κοινωνία αμαυρώνεται από συγκρούσεις και βαθιά κοινωνικά χάσματα. Και, δυστυχώς, οι πολιτικοί χρησιμοποιούν και χειραγωγούν αυτά τα χάσματα, για να παραμείνουν στην εξουσία. Πολύ σπάνια κάποιοι μεταρρυθμιστές τολμούν να λύσουν αυτά τα προβλήματα, αλλά γρήγορα καταλαβαίνουν ότι η επίλυσή τους δεν είναι προς το συμφέρον τους, μιας και δεν τους βοηθά να κρατηθούν στην εξουσία. Αναφορικά με την «τρομοκρατία», πρόκειται για εξαιρετικά αμφιλεγόμενη έννοια. Ως ιστορικός, προσπαθώ, επίσης, να βρω έναν ορισμό της με νόημα. Αλλά, προς το παρόν στη χώρα μου, αυτοί οι ακαδημαϊκοί ορισμοί είναι άσχετοι. Γιατί τώρα «τρομοκράτης» μπορεί να είναι κάθε είδους αντιπολιτευόμενος. Όλα τα είδη αντιπολίτευσης μπορούν να οριστούν ως βλαπτικά για τους ανθρώπους, και τόσο επικίνδυνα όσο κι η «τρομοκρατία».
Θα έλεγες, λοιπόν, πως η Τουρκία μετατράπηκε σταδιακά εκ νέου σε αστυνομικό κράτος, κυρίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και την ανελέητη δίωξη σχεδόν όλων όσοι θεωρούνται «εχθροί του κράτους», είτε πραγματικοί ή φανταστικοί, από το τρέχον καθεστώς;
Ακριβώς. Τώρα δεν υπάρχει κράτος δικαίου στην Τουρκία. Η Τουρκία πάντα ήταν ενός είδους αστυνομικό κράτος. Αλλά, τώρα, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη. Δεν υπάρχει Σύνταγμα, δεν υπάρχει δικαιοσύνη, υπάρχουν μόνο εντολές. Όπως λες, η προτεραιότητα του κράτους είναι να εξαλείψει τους «εχθρούς». Και ο «εχθρός» δεν είναι δικαστική κατηγορία, είναι πολιτική κατηγορία κατασκευασμένη από την «ηγεσία» μας.
Από το Abluka (Μπλόκο) στο Frenzy (Φρενίτιδα) και στις Υποψίες (η ελληνική εκδοχή του τίτλου της ταινίας σου), το φιλμ σου μοιάζει να ενθαρρύνει διαφορετικές «αναγνώσεις», αν αυτό αντανακλάται στην επιλογή των αντίστοιχων τίτλων. Πού αποδίδεις το γεγονός αυτό;
Μου αρέσουν οι διαφορετικές «αναγνώσεις» και προτιμώ σενάρια που είναι ανοιχτά σε αυτές. Αλλά οι διαφορετικοί τίτλοι δε σχετίζονται με το γεγονός αυτό, αλλά με τις διαμάχες ανάμεσα σε μένα και τους παραγωγούς μας. Ήθελα να μείνω σταθερός στον τουρκικό τίτλο Abluka, που σημαίνει «μπλόκο», αλλά δε συμφώνησαν μαζί μου. Ο αρχικός τίτλος του εγχειρήματος ήταν Φρενίτιδα, και θεώρησαν πως αυτός ήταν πιο ελκυστικός για το διεθνές κοινό. Υποψίες είναι η επιλογή του Έλληνα διανομέα μας.
Από ένα ορισμένο σημείο κι εξής, τα όρια ανάμεσα στην «πραγματικότητα» και το «όνειρο» στις Υποψίες θολώνουν, κι αυτό είναι μια από τις αρετές της ταινίας. Γιατί η δημιουργία αυτής της αίσθησης αβεβαιότητας, αν όχι παράνοιας, είναι τόσο σημαντική;
Βρίσκω την παράνοια και την τρέλα και αισθητικά και πολιτικά αποκαλυπτικές. Η φαντασία των παρανοϊκών χαρακτήρων ανοίγει πολλούς δρόμους στο μυαλό μας και βελτιώνει τη φαντασία μας. Ίσως να πρόκειται για την ντοστογιεφσκική επιρροή, πάντα θεωρώ ότι οι ψευδαισθήσεις ενός τρελού μυαλού είναι καλλιτεχνικά έντονες. Για το πολιτικό μας πλαίσιο, η παράνοια λέει κάτι ακόμα σημαντικό. Σε μια συγκρουσιακή κοινωνία, όπου οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο και τείνουν να νομίζουν πως ο «εχθρός» είναι εντός, χάρη στην κρατική προπαγάνδα που διαρκώς μας λέει ότι είμαστε περικυκλωμένοι από εχθρούς- εκτός κι εντός-, η παράνοια είναι από τους κεντρικούς τρόπους να βλέπουμε τα πράγματα. Πάντα σκεφτόμαστε μέσω θεωριών συνωμοσίας. Καθένας πιστεύει πως η χώρα και ο ίδιος είναι θύματα διαρκών συνωμοσιών. Η παράνοια διογκώνει τη διάκριση ανάμεσα στον «εχθρό» κι «εμάς». Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο «εχθρός» πάντα οργανώνει συνωμοσίες εναντίον μας, και, στην πραγματικότητα, οι αποτυχίες, τα προβλήματα κι οι κρίσεις μας οφείλονται σ’ αυτές τις συνωμοσίες. Αυτός ο παρανοϊκός τρόπος σκέψης ενθαρρύνει την ιδέα πως, αν εξαλείψουμε τον «εχθρό», όλα θα γίνουν ειρηνικά και σπουδαία. Στην πραγματικότητα, η ίδια η παράνοια είναι εμπόδιο για την κοινωνική ειρήνη.
433 κινηματογραφιστές βρίσκονται υπό καθεστώς αστυνομικής έρευνας στην Τουρκία, επειδή συνυπέγραψαν μια διακήρυξη υποστήριξης της ειρήνης με τους Κούρδους και της επιστροφής της τουρκικής κυβέρνησης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ως σκηνοθέτης με πολιτική συνείδηση, αισθάνεσαι αλληλέγγυος απέναντί τους; Ή νομίζεις ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει, βασικά, να εκφράζεται μέσω της δουλειάς του;
Στην πραγματικότητα, οι 433 κινηματογραφιστές υπέγραψαν τη διακήρυξη για να υποστηρίξουν τους ακαδημαϊκούς, οι οποίοι είχαν υπογράψει την αρχική διακήρυξη υποστηρίζοντας την ειρήνη και ασκώντας κριτική στις κυβερνητικές πολιτικές. Και είμαι ανάμεσα σ’ εκείνους τους ακαδημαϊκούς. Είμαστε, επίσης, υπό καθεστώς έρευνας. Και πολλοί φίλοι μας έχουν απολυθεί από τα πανεπιστήμια κατά τις τελευταίες εκκαθαρίσεις εξαιτίας αυτού του γεγονότος. Πιστεύω πως, σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν μπορείς απλώς να λες «ο καλλιτέχνης πρέπει να εκφράζεται μέσω της δουλειάς του». Είμαστε πολίτες, και ως τέτοιοι πρέπει και να μιλάμε.
Μιλώντας για το τουρκικό σινεμά συνολικά, αλληλεπιδρά ικανοποιητικά με το εγχώριο κοινό; Κι αυτό αφορά στις ταινίες που κερδίζουν προβολή κι αναγνώριση σε ξένα φεστιβάλ, ή σε άλλους τίτλους, που δεν απολαμβάνουν απαραιτήτως διεθνή «καριέρα»;
Ο αριθμός των παραγωγών στην Τουρκία έχει αυξηθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια. Πέρσι παρήχθησαν 170 φιλμ. Τα περισσότερα είναι εμπορικά, αλλά και τα ανεξάρτητα αυξάνονται αριθμητικά. Όλα αυτά σημαίνουν έντονο ανταγωνισμό στις αίθουσες. Ούτε ο αριθμός των αιθουσών, ούτε το κοινό αυξάνονται εξίσου γρήγορα με τον αριθμό των παραγωγών. Δημιουργείται ενός είδους «μποτιλιάρισμα». Έτσι, οι καλλιτεχνικές ταινίες δυσκολεύονται να φτάσουν στο κοινό στις αίθουσες. Αν έχεις φεστιβαλική επιτυχία, πρέπει να νιώθεις τυχερός. Το πρώτο μου φιλμ έκοψε 30.000 εισιτήρια και το δεύτερο 22.000, συνεπώς η κατάσταση χειροτερεύει, λόγω του ανταγωνισμού. Αλλά η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη, αν έχεις μόνο μέτρια φεστιβαλική επιτυχία. Μερικές πολύ καλές ταινίες, των οποίων η φεστιβαλική φήμη ήταν σχετικά μέτρια, δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τα 10.000 εισιτήρια.
Όταν βρίσκεσαι σε φεστιβάλ στο εξωτερικό, αισθάνεσαι ως «εκπρόσωπος» μιας ορισμένης Τουρκίας- της δικής σου Τουρκίας, σε κάθε περίπτωση;
Δε νιώθω πως είμαι εκπρόσωπος του οτιδήποτε. Στα φεστιβάλ, μισώ τις ερωτήσεις που υποθέτουν ότι είμαι εκπρόσωπος ενός είδους Πολιτιστικού Γραφείου ή Υπουργείου Εξωτερικών της χώρας. Θέλω να κάνω τέχνη, κι η χώρα μου είναι το υλικό μου. Αυτό είναι όλο.
Υποθέτω πως δουλεύεις πάνω στην καινούρια σου ταινία μυθοπλασίας. Ξεδιπλώνει παρόμοια θεματικά, στιλιστικά κι αφηγηματικά «νήματα» με τις προηγούμενες;
Όχι. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει παράνοια, δεν υπάρχει τρέλα, δεν υπάρχει αυτή η εναλλαγή ονείρου-πραγματικότητας, και θα υπάρξουν περισσότερες γυναίκες πρωταγωνίστριες. Αλλά, καθόλου περιέργως, δεν μπορέσαμε να λάβουμε χρηματοδότηση από το Υπουργείο Πολιτισμού, το μόνο δημόσιο χρηματοδοτικό φορέα στην Τουρκία. Προσπαθούμε να βρούμε καινούριες πηγές.
Τη συνέντευξη πήρε ο Γιάννης Κοντός
Πηγή: Εναντιοδρομίες