Οι τράπεζες, και συγκεκριμένα η κουβέντα για ένα δημόσιο τραπεζικό σύστημα, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ταμπού για την Αριστερά, λες και αν κάνουμε πως δεν υπάρχουν, μαγικά θα εξαφανιστούν. Δεν είναι εύκολο φυσικά να διατυπωθεί μια ολοκληρωμένη άποψη για το πώς τράπεζες και Δημόσιο θα μπορούν να συνυπάρχουν σε μια πρόταση με αριστερή χροιά.
Στο πλαίσιο της αποεπένδυσης του Δημοσίου από τις συστημικές τράπεζες, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προχώρησε την περασμένη Τετάρτη στην πώληση του 20% της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος (ΕΤΕ) (από το 40% που είχε έως τώρα), παρά το γεγονός ότι εκτιμάται ότι το Δημόσιο θα έχει ζημιές πάνω από 40 δισ. με αυτή τη διαδικασία. Το ίδιο ισχύει και για άλλες συστημικές τράπεζες με πολύ μικρότερα φυσικά ποσοστά. Και φυσικά τα νέα των ημερών αναφέρονται σε ένα εκρηκτικό επενδυτικό ενδιαφέρον για την ΕΤΕ, σοβαρούς ξένους και έλληνες θεσμικούς επενδυτές κτλ, κτλ. Ποια είναι, όμως, η ουσία της διάσωσης των τραπεζών μέσω κρατικών ενισχύσεων και οι επιπτώσεις για την πραγματική οικονομία, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μα σπουδαιότερα, την οικονομική δημοκρατία;
Επαναπροσδιορισμός του ρόλου των τραπεζών
Ιστορικά, οι συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα, όπως η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η Τράπεζα Πειραιώς, η Alphabank και η Eurobank, έχουν αποτελέσει κομβικά στοιχεία της οικονομίας της χώρας. Ωστόσο, είναι υποκείμενες στη δυναμική μιας προσέγγισης που κυριαρχείται από την αγορά και που θέτει το κέρδος πάνω από την κοινωνική ευημερία. Οι προκλήσεις πολλές, μη εξυπηρετούμενα δάνεια, κεφαλαιακή ανεπάρκεια και εξωτερικές πιέσεις. Σε όλες αυτές, όμως, τις προκλήσεις η απάντηση πάντα επικεντρωνόταν στο κέρδος, με αποτέλεσμα η επίτευξη κοινωνικών στόχων να μπαίνει πάντα σε δεύτερη και τρίτη μοίρα.
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση του ΚΕΠΕ, προκύπτει ότι το ΤΧΣ από το 2011 έως σήμερα, έχει ενισχύσει τις ελληνικές τράπεζες με 46 δισ., μια ζημιά τεράστιας έκτασης για το ελληνικό Δημόσιο, παρά τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση ότι εξασφαλίζεται χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Παρόλο, όμως, που καθίσταται σαφές πως η εμμονική διάσωση συστημικών τραπεζών είναι ζημιογόνα για το Δημόσιο, σαν μια μέρα της μαρμότας επιστρέφουμε στις ίδιες συνταγές: όποιος έχει τα λεφτά, θα έχει και τα κλειδιά.
Προκύπτει ως εκ τούτου η ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε τον ρόλο του τραπεζικού συστήματος και το δημόσιο έλεγχο αυτού. Τι σημαίνει αυτό; Το να πωλείται το 20% της ΕΤΕ δεν είναι από μόνο του το πρόβλημα. Διότι ακόμα και αν έχεις δημόσιο χαρακτήρα, θα πρέπει να υπάρχει και η πρόθεση και η πολιτική βούληση να δράσεις αναλόγως. Να θες να ελέγχεις τη ροή του χρήματος (Προσοχή! Όχι του νομίσματος). Θα πρέπει, λοιπόν, να υπάρξει η βούληση για ένα δημόσιο τραπεζικό σύστημα και να εισαχθούν στοιχεία δημοκρατίας σε αυτό. Η κουβέντα για ένα παράλληλο τραπεζικό σύστημα είχε ξεκινήσει. Ας την ξανακάνουμε, λοιπόν, επίκαιρη. Ας μιλήσουμε για ανάπτυξη δημοτικών ή συνεταιριστικών τραπεζών, με μοχλό μια μεγάλη δημόσια τράπεζα. Το παράδειγμα δεν είναι νέο. Πολλές χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Ιταλία στηρίζουν ένα μεγάλο κομμάτι του τραπεζικού τους συστήματος στις συνεταιριστικές και δημοτικές τράπεζες. Στην Ελλάδα, η ανάγκη αυτή μπορεί να προκύψει από διάφορους λόγους που σχετίζονται με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Αρχικά, οι συνεταιριστικές τράπεζες μπορούν να επικεντρωθούν στην υποστήριξη των τοπικών κοινοτήτων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, εξασφαλίζοντας χρηματοδότηση στις επιχειρήσεις αυτές με πιο ευνοϊκούς όρους, καθώς τέτοιου είδους επιχειρήσεις βλέπουμε να συναντάνε διαρκώς εμπόδια σε ό,τι αφορά πρόσβαση σε πίστωση από τις συστημικές τράπεζες.
Επιπλέον, το παράλληλο τραπεζικό σύστημα μπορεί να προωθήσει την κοινωνική συνοχή και την κοινωνική αλληλεγγύη, θέτοντας προτεραιότητες με βάση τις ανάγκες των μελών τους. Βασικό συστατικό του χαρακτήρα ενός τέτοιου οικονομικού υποδείγματος, ή καλύτερα εργαλείου, είναι ο αυξημένος έλεγχος και διαφάνεια βάσει του δημόσιου χαρακτήρα τους, διασφαλίζοντας την εξυπηρέτηση κοινών συμφερόντων. Μια δημόσια τράπεζα μπορεί να προσεγγίσει το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων με κοινωνικό φακό, εφαρμόζοντας πολιτικές που δίνουν προτεραιότητα στην αναδιάρθρωση του χρέους με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες των δανειοληπτών. Αυτή η προσέγγιση έρχεται σε αντίθεση με τις παραδοσιακές τραπεζικές πρακτικές, που μπορεί να επικεντρώνονται αποκλειστικά σε χρηματοοικονομικές μετρήσεις.
Λύσεις, όχι μπαλώματα
Συμπερασματικά, μιλώντας αριστερά για τις τράπεζες, είναι απαραίτητο να βάλουμε στο μικροσκόπιο κάποια πραγματάκια. Τη θεραπεία, δηλαδή, της ρίζας των προβλημάτων, της οικονομικής ανισότητας δηλαδή, και των τρωτών σημείων, παρά μπαλώματα με κοινούς αγοραίους μηχανισμούς. Η προτεραιότητα του μέγιστου κέρδους πάνω από την κοινωνική ευημερία μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις όπου οι τράπεζες προσπαθούν να πληρούν κεφαλαιακές απαιτήσεις, θέτοντας σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η ευπάθεια της ελληνικής οικονομίας στις παγκόσμιες οικονομικές τάσεις θέτει ερωτήματα για την αυτονομία της χώρας στον καθορισμό οικονομικών πολιτικών. Ένα δημόσιο τραπεζικό ίδρυμα, ριζωμένο στην οικονομική δημοκρατία, μπορεί να παρέχει ένα μέσο για την Ελλάδα να ασκεί μεγαλύτερο έλεγχο στη χρηματοπιστωτική της μοίρα.
Όσο η γλώσσα των τραπεζών αποτελεί γρίφο για την Αριστερά, θα οδηγούμαστε διαρκώς σε σκοτεινά μονοπάτια και κλειστά γραφεία, όπου η δημόσια λήψη αποφάσεων και η κοινωνική ευημερία θα αποτελούν ανέκδοτο, συνεπώς έχουμε μια τεράστια ευθύνη να κάνουμε, όπως συχνά λέμε, «ταληράκια» τα ευρώ του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα.
Η Ελευθερία Αγγελή είναι οικονομολόγος, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς.