Η δημοκρατία και η ανάπτυξη αποτελούν σημαντικά επίδικα για την κοινωνία. Στη διασταύρωσή τους συναντάμε την έμφυλη ανισότητα, η οποία επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο τη δημοκρατία από ό,τι την ανάπτυξη, και γι’ αυτό ίσως χρειάζεται να γίνει μια επανεξέταση των στρατηγικών στόχων.
Η δημοκρατία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα κλειστό σύστημα εκλογικής και πολιτικής εκπροσώπησης, αλλά ως ανοιχτό αίτημα μιας κοινωνικής διαδικασίας διαρκούς εμβάθυνσης. Έχοντας αυτό ως δεδομένο, παρατηρούμε ότι η έμφυλη ανισότητα ασκεί σημαντική επίδραση στη δημοκρατία. Η περιορισμένη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ζωή και οι ανισότητες στην πρόσβαση στην εξουσία μπορεί να δημιουργήσουν ανισορροπίες στην αντιπροσώπευση και να περιορίσουν την εκφραστική τους ικανότητα στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας, με αρνητικές συνέπειες για τη δημοκρατική διαδικασία. Επομένως, η προώθηση της έμφυλης ισότητας αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την ενίσχυση της δημοκρατίας και τη διασφάλιση μιας ισότιμης και ανοικτής κοινωνικής συμμετοχής.
Από την άλλη πλευρά, η επίδραση της έμφυλης ανισότητας στην ανάπτυξη εμπεριέχει διάφορες πτυχές, οι οποίες καθιστούν τη σχέση πολύπλοκη, με αποτέλεσμα η διατύπωση ενός συμπεράσματος όπως το παραπάνω που αφορά τη δημοκρατία να είναι δυσκολότερη. Η προσέγγιση των λεγόμενων έξυπνων οικονομικών (smart economics), η οποία προβλήθηκε εμφατικά από την Παγκόσμια Τράπεζα, είναι η κυρίαρχη και υποστηρίζει ότι η ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στην οικονομία, η διευκόλυνση της πρόσβασής τους σε εκπαιδευτικές και οικονομικές ευκαιρίες, καθώς και η μείωση των ανισοτήτων στον τομέα της εργασίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, μπορεί να οδηγήσει σε οικονομικά οφέλη για ολόκληρη την κοινωνία. Ωστόσο, η μαρξιστική ανάλυση αντιτίθεται στη νεοκλασική θέση που λέει ότι η διάκριση είναι οικονομικά ανορθολογική, καθώς αποτελεί στρατηγική της καπιταλιστικής τάξης για να διαιρέσει και να ποδηγετήσει την εργατική τάξη. Οι καπιταλιστές έχουν όφελος όταν κάνουν διακρίσεις, προσφέροντας χαμηλότερους μισθούς σε ορισμένες ομάδες εργαζομένων, επειδή αυξάνουν την υπεραξία που μπορούν να αποσπάσουν από την εργασία. Σε αυτό το πλαίσιο, η σύγχρονη φεμινιστική οικονομική στρουκτουραλιστική θεωρία τεκμηριώνει την πιθανότητα το μισθολογικό χάσμα των φύλων να λειτουργεί προωθητικά για την οικονομική ανάπτυξη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Το επιχείρημα, το οποίο έχει υποστηριχθεί και εμπειρικά1, συμπυκνώνεται στα εξής: Οι χαμηλότεροι μισθοί των γυναικών μειώνουν το συνολικό μερίδιο του εισοδήματος της εργασίας, αυξάνοντας αυτό του κεφαλαίου, το οποίο οδηγεί σε υψηλότερες επενδύσεις, με αποτέλεσμα να αυξάνονται η παραγωγή από κοινού με τη μεγέθυνση. Ως εκ τούτου, η έμφυλη ανισότητα στους μισθούς είναι πιθανό να δίνει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη, μέσω της εντονότερης εκμετάλλευσης της γυναικείας εργασίας.
Η προσήλωση στην έννοια της οικονομικής ανάπτυξης, όπως αυτή είναι ευρέως αντιληπτή μέσω της αύξησης του ρυθμού της οικονομικής μεγέθυνσης, μπορεί να οδηγήσει στο γκροτέσκο συμπέρασμα ότι πρέπει να θυσιαστεί το αίτημα της ισότητας στην αμοιβή μεταξύ των φύλων για χάρη της ανάπτυξης. Ο λόγος ωστόσο που χρειάζεται να φωτιστεί μια πτυχή της έμφυλης ισότητας, ανάμεσα σε τόσες άλλες, η οποία φέρεται ότι επιδρά αρνητικά στην οικονομική ανάπτυξη, είναι η ανάγκη που αναδύεται για αλλαγή ορισμού και μέτρησης της τελευταίας. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι η ανάπτυξη δεν είναι ουδέτερη και ότι οι κυρίαρχοι δείκτες που την μετρούν έχουν σχεδιαστεί με τρόπο που αγνοεί επιδεικτικά σημαντικές πτυχές των κοινωνικών -και περιβαλλοντικών- επιδιώξεων. Έτσι, είναι απαραίτητο να ορίσουμε εκ νέου την ανάπτυξη, όπως προτάσσει το κίνημα «πέρα από το ΑΕΠ». Το ΑΕΠ έχει επικρατήσει ως ο πλέον αποδεκτός δείκτης προόδου, παρά τις σημαντικές αδυναμίες του. Η χρήση εναλλακτικών δεικτών, οι οποίοι ενσωματώνουν οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, στοχεύει στην ολιστική και συμπεριληπτική αξιολόγηση της ευημερίας των χωρών[1]. Απαιτείται λοιπόν επαναπροσδιορισμός της έννοιας της ανάπτυξης, ώστε οι προσπάθειες μείωσης των έμφυλων ανισοτήτων να εξυπηρετούν εξίσου και τα δύο δομικά για την κοινωνία μας ιδεώδη, της δημοκρατίας και της ανάπτυξης.
Η Ελένη Γκρίνγουδ είναι δρ Οικονομικών, Ερευνήτρια Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς
1. Βλ. Seguino, S. (2000). Gender inequality and economic growth: A cross-country analysis. World development, 28(7), 1211-1230.