Οι επικρίσεις στο άρθρο της Ρένας Λούνα λένε πολλά πράγματα: από το ότι το άρθρο επιχειρούσε canceling στον Καραγάτση, ότι ασκεί αυτό που λέμε ‘παρανοϊκή κριτική’, δηλ κρίνει με σημερινούς όρους ένα έργο του τότε, το αν ο Καραγάτσης έγραφε ή όχι υψηλή λογοτεχνία, μέχρι το ότι η εν λόγω κριτική συνδέεται με τη ‘woke κουλτούρα’, ότι η προσέγγιση της Λούνα συνιστά λογοκρισία και συνηχεί ακραίες προσεγγίσεις που ζητούν να διαγραφούν έργα και συγγραφείς αν δεν είναι πολιτικά ορθά, ότι συνδέεται με τον ελιτισμό της Αριστεράς που χάνει τις λαϊκές τάξεις με το να εμμένει στον δικαιωματισμό και άλλα τόσα.
Ούτε σε μια όμως από αυτές τις δήθεν σοβαρές και βαθύτερες του πρωταρχικού άρθρου αναλύσεις, δεν είδα να αποπειράται να απαντηθεί το βασικό ερώτημα που αναδύεται (ακόμα κι έμμεσα) από τη Λούνα:
Γυναίκες και θηλυκότητες τα τελευταία χρόνια μιλούν για πρώτη φορά για τον ελέφαντα στο δωμάτιο της κλασσικής και ‘υψηλής’ λογοτεχνίας: την κυριαρχία της από άνδρες, την μόνο παράπλευρη ή μεμονωμένη παρουσία γυναικών συγγραφέων και ποιητών σε αυτή, και συνεπακόλουθα την διαρκή (ανα)παραγωγή μιας λογοτεχνίας που, στο πλαίσιο του εκάστοτε συγκείμενου, έχει αναπαράξει και ακραίο σεξισμό. Πώς μπορούμε να επαναπροσεγγίσουμε τη σπουδαία και λιγότερο σπουδαία λογοτεχνία μέσα και από αυτό το πρίσμα;
Μας αφορά το πώς ήταν γυναίκες που αγαπούν τη λογοτεχνία να μεγαλώνουν διαβάζοντας, ως απόλυτα κανονικοποιημένα, έργα και συγγραφείς που αναπαρήγαγαν σε υψηλό βαθμό μια ακραία πατριαρχική προσέγγιση, μια βαθιά βίαιη για τις γυναίκες ματιά; Μας αφορά η κοινωνικοπολιτική προσέγγιση αυτού του δεδομένου;
Το ερώτημα αυτό δεν απαντάται με το “σβήστε τους συγγραφείς και τα βιβλία τους από την ιστορία” και ούτε η Λούνα βλέπω να προτείνει κάτι τέτοιο, θα ήταν φαιδρό.
Άλλωστε μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι έχει γραφτεί σπουδαία λογοτεχνία που ταυτόχρονα εγκιβωτίζει τον σεξισμό (τον ρατσισμό, το αποικιακό βλέμμα κλπ) της εποχής της, πώς αλλιώς;
Για να απαντηθεί όμως το ερώτημα, αν μας αφορά δηλαδή αυτό ως αναγνώριση, σημαίνει ότι απαιτείται μια δέσμευση στο παρόν. Μια δέσμευση που θα λέει ότι όντως ο γυναικείος (και κουήρ, και μαύρος) λόγος έχει διαγραφεί από την κυρίαρχη λογοτεχνία και πρέπει πια να γίνει χώρος για να τον ακούσουμε. Ότι πρέπει να γίνει χώρος όχι μόνο για την εξαιρετική γυναικεία/κουήρ/μαύρη λογοτεχνία, αλλά πρωτίστως για τις φωνές που εξηγούν γιατί είναι αυτή απαραίτητη, για τις φωνές που φωνάζουν όχι ότι η λογοτεχνία ευθύνεται πχ για τις γυναικοκτονίες, αλλά ότι τόσες και τόσες γυναίκες έχουμε διαβάσει ως κανονική, σε έργα που κάποτε ίσως αγαπήσαμε, τη βία που προηγουμένως ή μετέπειτα δεχτήκαμε. Μάθαμε (και) μέσα από αυτά να την κανονικοποιούμε. Πρέπει επομένως να τα διαγράψουμε; Όχι φυσικά. Μπορούμε όμως έστω να προτείνουμε τρόπους να ξαναδιαβαστούν;
Διάβασα σε 2-3 ποστ και για την επίκληση του τραύματος αρνητικά, ότι συνέχεια επιστρέφουμε σε μια οπτική θύματος και επιμονής στο τραύμα που δημιουργεί σύγχρονο πολιτισμικό κεφάλαιο, διάβασα από αριστερούς ανθρώπους επιχειρήματα που αναπαράγονται από την alt right που απειλούν τις σπουδές φύλου, διάβασα σχήματα που χρησιμοποιούν όσοι μιλούν για φεμιναζισμό.
Και σκέφτομαι ότι στο πρώτο κομμάτι όντως, έχουμε δρόμο μέχρι να προτείνουμε συλλογικούς τρόπους να προσεγγίζουμε τραυματοφιλικά (όπως λέει και η Αυγή Σακετοπούλου) κάποια θέματα, έξω δηλαδή από το σχήμα τραύμα/θύμα/καταστροφή, με πιο δημιουργικούς και χειραφετητικούς όρους.
Ένα πρώτο βήμα όμως προς αυτή την κατεύθυνση είναι η κατοχύρωση χώρου για όσες επικαλούνται συστημικές καταπιέσεις και συλλογικά τραύματα. Να διασφαλίζουμε ότι θα μπορούν να μιλούν για αυτά με τους όρους τους/μας. Οι προηγούμενοι όροι άλλωστε, των Άλλων, έχουμε δει πού μας έχουν φτάσει.
Αναρωτιέμαι λοιπόν πώς διασφαλίζουμε χώρο όταν η κριτική που δέχεται μια από εμάς είναι τόσο έντονη (ανά στιγμές λυσσαλέα) και τόσο dismissive, που πολλές ακόμα θα το ξανασκεφτούν πριν πουν την παραμικρή γνώμη που αμφισβητεί ιερά τοτέμ, λογοτέχνες, έργα.
Κι επειδή διαφωνώ κάθετα ακριβώς με την προσέγγιση που λέει ότι όπου υπάρχει τραύμα πρέπει να το αντιμετωπίζουμε συγκαταβατικά, και διαφωνώ και με την απουσία κριτικής, και διαφωνώ και με την (ακραία συντηρητική) ιδέα ότι όσες είμαστε γυναίκες/φεμινίστριες κλπ συμφωνούμε a priori σε τέτοιες περιπτώσεις και έχουμε δίκιο έναντι του φαντασιακού εχθρού (πχ των ανδρών), και διαφωνώ με το βίωμα ως όχημα χωρίς θεωρία και πολιτικό πλαίσιο, θα ήθελα να δω μία αυστηρή κριτική προς την ανάλυση της Λούνα που να απαντά όμως ταυτόχρονα και στο κεντρικό ερώτημα: πώς στέκεστε απέναντι στο γεγονός ότι είχατε την τεράστια προνομιάρα να διαβάζετε λογοτεχνία που δε σας έχει απειλήσει, καταποντίσει, τραυματίσει, αποσιωπήσει ποτέ -ή έστω δεν έχει ποτέ προτείνει κάτι που να αντιστέκεται ή να αμφισβητεί την καθημερινή καταπίεση που (δεν) έχετε δεχτεί ;
Αλλά δεν διάβασα ούτε μια τέτοια κριτική που να κάνει ΚΑΙ αυτό μαζί με όλες τις άλλες πολιτικές και λογοτεχνικές αναλύσεις.
Και επειδή πολλούς από εσάς τους πνευματικούς άνδρες σας έπιασε τέτοια λύσσα με ένα άρθρο λίγων σειρών που σε ένα βασικό μέρος του λέει κάτι αυτονόητο που σας ξεπερνά έστω το να το δείτε, πρέπει εμείς να αναλύσουμε τη λύσσα αυτή πρώτα πριν γίνει χώρος ώστε ακόμα και να σκεφτούμε να γράψουμε μια βαθιά, γόνιμη και δημιουργική κριτική προς αυτό, που να επιθυμεί όμως να συνομιλήσει μαζί του αντί να το ισοπεδώσει.
Και αυτό είναι το πρόβλημα που η Λούνα (άθελά της) απέδειξε ότι υπάρχει -και σε αυτό κανέναν ρόλο δεν παίζει αν έγραψε μια αρκετά καλή ή βαθιά ή πολύπλευρη ανάλυση.
Έλενα Όλγα Χρηστίδη