Είπε χθες μεταξύ άλλων στην ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας κάτι που πολλοί και πολλές στον δημόσιο διάλογο έχουν ήδη αναλύσει -ότι η υπαρξιακή κρίση της Αριστεράς αντιμετωπίζεται με την παραγωγή πολιτικής, με συγκεκριμένο περιεχόμενο και προσανατολισμό. Νομίζω κανείς δεν το αρνείται αυτό ως γενική ιδέα (αν και μπορεί να διαφωνήσουμε μεταξύ μας ως προς το πόσο ριζοσπαστική πρέπει να είναι αυτή η πολιτική).
Το πρόβλημα όμως που παρατηρούμε αυτή τη στιγμή στην Αριστερά δεν είναι ότι λείπει παντελώς και από παντού το περιεχόμενο -οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι και Νέα Αριστερά και Μέρα 25 προτείνουν πολιτικά πλαίσια, κατευθύνσεις και περιεχόμενα, ενώ εκφράζουν θέσεις με σαφές πρόσημο.
Το πρόβλημα είναι ότι όσα λέει σήμερα η Αριστερά δεν αγγίζουν τους πολίτες στους οποίους απευθύνονται. Δεν τους αφορά η Αριστερά όπως εκφράζεται αυτή τη στιγμή. Υπάρχει τεράστια έλλειψη κοινωνικής γείωσης, απουσία κοινωνικής ενεργοποίησης από και προς τα αριστερά κόμματα, αδιαφορία εν πολλοίς για τα μηνύματα που εκπέμπουν.
Θα ήταν πολύ εύκολο -αλλά και ελιτίστικο- να πούμε ότι για αυτό ευθύνεται αποκλειστικά η διεθνής και η εγχώρια συνθήκη επικράτησης της δεξιάς λόγω ισχυρών συμφερόντων, η απόλυτη γελοιοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, οι κρίσεις που ενισχύουν τα ακροδεξιά ρεύματα, η κακή μας τύχη. Αλλά δεν θα ήταν αλήθεια.
Για την απουσία σύνδεσης της Αριστεράς με την κοινωνία, ευθύνεται η Αριστερά. Όχι όμως μόνο για όσα έχουν ήδη συντελεστεί (κυβερνητική Αριστερά, το τραύμα του 2015 και ο διαχωριστικός άξονας που δημιουργήθηκε από τότε και μετά, η αξιωματική αντιπολίτευση του 2019-2023 κ.α) αλλά και για όσα η Αριστερά κάνει ή δεν κάνει σήμερα.
Ένα τσιτάτο που χρησιμοποιείται συχνά στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο του coaching για την αύξηση παραγωγικότητας και την παραγωγή αποτελεσμάτων σε εταιρικά πλαίσια, λέει κάτι που έχει ψήγματα αλήθειας: αν θες να πετύχεις κάτι που δεν έχεις πετύχει ως τώρα, πρέπει να κάνεις κάτι που δεν έχεις κάνει ως τώρα. (αυτό δείχνει και πώς νικάει ο νεοφιλελευθερισμός, προτείνοντας ελκυστικές λύσεις σε υλικά προβλήματα τη στιγμή που αριστερές προσεγγίσεις αδυνατούν να δώσουν απαντήσεις σε όσα μας τρώνε τη ζωή).
Αν η Αριστερά θέλει να αρχίσει να κινητοποιεί μια κρίσιμη μάζα των πολιτών στους οποίους απευθύνεται, πρέπει να τολμήσει να κάνει κάτι που δεν έκανε τα προηγούμενα χρόνια, μέσα στην κυβερνησιμότητα, τον παραγοντισμό, το θολό μήνυμα από τη μία ή την επιμονή στην ιδεολογική καθαρότητα από την άλλη, και την αποκοπή από τη βάση της.
Αυτό θα μπορούσε να είναι κάτι που θα βασιζόταν σε δύο κεντρικούς άξονες:
Ανανέωση και σύνθεση δυνάμεων με πολιτικούς όρους και αλλαγή μεθοδολογίας και ουσιαστικό άνοιγμα κατά την απεύθυνση στις ομάδες που την αφορούν.
Η ανανέωση αναφέρεται στην πικρή παραδοχή ότι άτομα και μηχανισμοί που αποτελούν έκφραση του παλιού Σύριζα δεν μπορούν να προχωρήσουν ακάθεκτοι -τουλάχιστον όχι μόνοι και όχι μόνο με τον τρόπο που είχαν μάθει να λειτουργούν. Σαφώς αυτό συμπεριλαμβάνει μια ουσιαστική αυτοκριτική, αλλά δε σταματά εκεί.
Η ανανέωση δεν είναι μια απολίτικη διαδικασία προσθήκης προσωπικοτήτων σε μια συλλογική προσπάθεια.
Είναι μια διεργασία βαθιάς αλλαγής α) στη σύνθεση προσώπων, παλαιών και νέων, γύρω από αμοιβαίες πολιτικές αρχές β) στις δομές και την οργάνωση στο εσωτερικό ενός κόμματος ώστε να είναι ουσιαστικά πολυφωνικό και να ενισχύει τις φωνές που μέχρι τώρα απουσίαζαν ή αποκλείονταν από τη συζήτηση και γ) στην εκπροσώπηση ενός κόμματος προς τα έξω με τρόπο που να είναι σαφές ότι πλέον αυτό δίνει χώρο στις κοινωνικές δυνάμεις που το αφορούν και απέχει από αντανακλαστικά συντήρησης θέσεων και αξιωμάτων. Βασική αρχή της Αριστεράς είναι η ανατροπή των δοσμένων κοινωνικών δυναμικών ισχύος, η αναδιανομή της ισχύος με τρόπο που οι αποφάσεις που αφορούν την πλειοψηφία να μη λαμβάνονται ερήμην της -και ένα κόμμα που δεν μπορεί να δώσει εσωτερικά χώρο στη λήψη αποφάσεων σε άτομα και ομάδες που πριν δεν κατείχαν καμία εξουσία, δεν εμπνέει ότι θα μπορέσει να κάνει το αντίστοιχο σε μεγάλη κοινωνική κλίμακα.
Η αλλαγή της μεθοδολογίας δεν είναι κάτι ανεξάρτητο από τα προηγούμενα. Τα σύγχρονα κινήματα, που θα έπρεπε να είναι η βάση της Αριστεράς, έχουν αποκτήσει συλλογική γνώση γύρω από το πώς επιτυγχάνεται η ουσιαστική συμπερίληψη, η ριζοσπαστικοποίηση και η οργάνωση στην χάραξη θέσεων και πολιτικών, η ενεργή συμμετοχικότητα, το πώς μπορούν τα πιο αδύναμα και ευάλωτα στρώματα να νιώσουν ότι κάτι μπορεί να αλλάξει, και πώς να πειστούν ότι μια συλλογική προσπάθεια τα αφορά. Ένα παράδειγμα: το να κάνει ένα αριστερό κόμμα εθιμοτυπικές συναντήσεις με σωματεία, οργανώσεις και φορείς, ίσως έχοντας και κάποιους εκπροσώπους τους στο σώμα του, δεν είναι αρνητικό -σίγουρα όμως δεν είναι το ίδιο με το να δημιουργεί σταθερές ομάδες εργασίας μαζί τους για την παραγωγή θέσεων και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους, να δημιουργεί προτάσεις νόμων, να συνασπίζει δυνάμεις που μπορούν να έρθουν κοντά μόνο μέσα από την οργανική και συνεχή τριβή, γύρω από κοινούς στόχους. Αντίστοιχα, η δομή ενός κόμματος που αναπαράγει τον εαυτό του, χωρίς νέες προτάσεις για τη συμμετοχή σε αυτό, με ελάχιστα νέα μέλη και τις εσωτερικές οργανωτικές και πολιτικές θέσεις να ανατίθενται στα ίδια άτομα, αδυνατώ να φανταστώ πώς, εν μέσω της υπαρξιακής κρίσης που αναγνωρίζουμε, θα καταφέρει να διαφοροποιηθεί, να εμπνεύσει και να συσπειρώσει κοινωνικές δυνάμεις.
Με αυτές τις λίγες σκέψεις προφανώς δεν προτείνω ότι έχω την απάντηση για όσα απειλούν την Αριστερά σήμερα -ξέρω όμως ότι είμαστε πολύ μακριά από το να δώσουμε πειστικές απαντήσεις αν συνεχίσουμε να λειτουργούμε με τον ίδιο τρόπο. Όλα τα παραπάνω άλλωστε αποτελούν ταυτόχρονα αίτια και συνέπειες της σημερινής υπαξιακής κρίσης που συζητάμε -μπορούν όλα να αναλυθούν και να ερμηνευθούν με βάση γνώριμες θεωρητικές προσεγγίσεις, κι όμως αυτό δεν οδηγεί αυτόματα στο επίδικο, που είναι το πώς η Αριστερά μπορεί να ξεπεράσει τον εαυτό της και να μπορέσει να υπερασπιστεί ουσιαστικά τα αυτονόητα που είναι υπό απειλή.
Πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε ξανά μια Αριστερά αντάξια των κοινωνικών αναγκών.
Και επειδή ξεκίνησα προβοκατόρικα με Αλέξη Τσίπρα, ίσως αυτό να δείχνει και τον βαθμό της κρίσης στην οποία βρισκόμαστε, το ότι συζητιέται σήμερα ως μόνη εναλλακτική απέναντι στην αυταρχική δεξιά η επιστροφή ενός πρώην πρωθυπουργούν που παραδεχόμενος, έστω και επιφανειακά, τα λάθη του αποχώρησε μόλις πριν έναν χρόνο.
Αξίζουμε λοιπόν μια καλύτερη Αριστερά -ή έχουμε την Αριστερά που αξίζουμε;
Θα πιστεύω επίμονα το πρώτο, αναγνωρίζοντας ότι τώρα έχουμε κολλήσει στο δεύτερο.
Έλενα Όλγα Χρηστίδη