Είμαστε αρκετοί που έχουμε την τύχη να επιλέγουμε. Τους φίλους και τις συναναστροφές, το περιβάλλον μας, τα μαγαζιά που βγαίνουμε και τις περιοχές που ζούμε.
Ηδη από άγουρη ηλικία η επιλογή του μικρόκοσμου υπήρξε διαδικασία παράλληλη της συγκρότησης της ταυτότητάς μας.
Κάθε τι συνέκλινε ή απέκλινε με βάση τη διαδικασία της ταύτισης σε κοινές παραδοχές. Αισθητικές, πολιτικές, ηθικές, οντολογικές.
Ολα αυτά συνέβησαν σε ηλικίες πιο φανατικές, σε στιγμές όπου το απόλυτο είναι μονάχα ένας τρόπος για να κερδίζεις χρόνο και η άποψη μια συμπαγής κατάφαση που στην πραγματικότητα δεν εμφανίζει άλλο από αυριανές κατευθύνσεις. Κατευθύνσεις που θα ακολουθήσεις, κατευθύνσεις στις οποίες θα χαθείς. Λίγη διαφορά έχει.
Και σταδιακά ενώ οι επιλογές λειαίνονται από τον χρόνο, ενώ τα γύρω πρόσωπα λιγοστεύουν προς μια όλο και πιο έντονη συμφωνία που ακουμπάει τη ρουτίνα, ο μικρόκοσμος που διακοσμήσαμε με απόψεις και επιλογές, πρόσωπα και ήχους, τείνει να αλλάζει διαστάσεις. Οσες περισσότερες βεβαιότητες κουβαλά τόσο περισσότερο μεγεθύνεται.
Από μια ηλικία τείνει να πάρει το μέγεθος του ίδιου του κόσμου. Και ας φτάνουν με μόνιμη συχνότητα στα αυτιά μας φωνές που δεν ταιριάζουν.
Απόψεις και στάσεις ξένες, μακριά από κάθε δικό μας τρόπο σκέψης. Ξένες απόψεις δομημένες με τα ίδια υλικά με τα οποία χτίστηκαν τα δικά μας αυτονόητα. «Απλά τυχαίνει» σκεφτόμαστε και πάμε παρακάτω.
Ολο πιο βαθιά στον μικρόκοσμο που θα τρέξει να επιβεβαιώσει όλες τις βεβαιότητές μας.
Ο κόσμος μας είναι μια προέκταση φίλων γνωστών και οικείων. Βεβαιοτήτων στις γεύσεις, στη μουσική, στις πολιτικές επιλογές. Βεβαιότητες γύρω από την τυχαιότητα των πραγμάτων, όπως μια τυχαία συνάντηση σε ένα δρόμο ή η εξέλιξη μιας διαδικασίας και ενός γεγονότος.
Μα είναι φορές που οι κατασκευές μας δεν αρκούν. Ακριβώς τη στιγμή που θα είχε νόημα να επιβεβαιώσουν την ορθότητά τους. Ακριβώς τη στιγμή που έχεις ανάγκη την κανονικότητά τους. Ακριβώς τότε εμφανίζονται σε όλο το μικρό τους μέγεθος, την καχεκτική τους όψη, την αληθινή τους κλίμακα.
Ακριβώς τότε παρουσιάζουν τη μειοψηφική τους σημασία, αλλά και τους ίδιους τους λόγους για τους οποίους δημιουργήθηκαν.
Και τότε μοιάζει να επιστρέφουμε. Σε όλο τον ρεαλισμό που κουβαλά η καθημερινότητα. Μια καθημερινότητα που βρήκαμε έτοιμη δομημένη από βεβαιότητες άλλων και παράγοντες τύχης και ατυχίας.
Με πρόσωπα αντιπαθητικά στην όψη και τις απόψεις τους, σαν συγγενείς που προσπαθείς να αποφύγεις, δασκάλους που προσπαθείς να ξεχάσεις, εργοδότες που προσπαθείς να διαγράψεις.
Και η πραγματικότητα είναι εκεί. Για να επιβεβαιώσει τον εαυτό της με τρόπο συντριπτικό, αναιδή, αμετάκλητο.
Το τελευταίο διάστημα ο μικρόκοσμος πολλών από εμάς πλημμύρισε από πραγματικότητα. Το νομοσχέδιο για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου, το σκάνδαλο γύρω από τον Harvey Weinstein, τους βιασμούς και τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις του και η ανάδειξη της βίας κατά των γυναικών και της σεξουαλικής παρενόχλησης στους χώρους εργασίας και μαζί η πρώτη ελληνική διαφήμιση που δείχνει δύο ομοφυλόφιλους όχι ως ρατσιστικά στερεότυπα, αλλά ως ένα χαλαρό καθημερινό βαρετό ζευγάρι.
Τα τρία αυτά περιστατικά ήταν αρκετά για να σκάσει ο βόθρος του μίσους στον δημόσιο διάλογο.
Στις τηλεοράσεις, στα λεωφορεία και –φυσικά- στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σεξισμός, ομοφοβία, μισαλλοδοξία παίρνουν τη σειρά τους στο γαϊτανάκι του μίσους, τσιρίζοντας με ένα στόμα τις ασυνάρτητες κραυγές τους.
Ενα μείγμα άγνοιας και εξωστρεφούς βεβαιότητας, σκοταδιού και ηλιθιότητας, μίσους και σάχλας Δημήτρη Δανίκα (σόρι, μου ξέφυγε).
Κουβέντες τόσο συχνές που δεν μπορείς να τις αποφύγεις, ηθικοί πανικοί τόσο πανικόβλητοι που κατσικώνονται με το έτσι θέλω στο σαλόνι, στη διαδρομή, στη δουλειά σου.
Και συ μένεις εκεί με τις βεβαιότητες στο χέρι πάνω από τον θρυμματισμένο σου μικρόκοσμο. Με μια θλίψη και μια απορία. Μα όπως κάθε φορά που συμβαίνει το ίδιο καταλαβαίνεις πως οι μικρόκοσμοι είναι για να διαλύονται. Οσο νωρίτερα τόσο καλύτερα.
Γιατί οι μικρόκοσμοι δεν υπάρχουν για να τους κατοικούμε. Αλλά για να μας δείχνουν την απόσταση των θέλω μας απ’ όσα μας περιστοιχίζουν.
Για να μας υπενθυμίζουν τα πόσα πρέπει να γίνουν ακόμη. Και πως κάτι τέτοιο είναι αποκλειστικά δική μας ευθύνη.
Θωμάς Τσαλαπάτης
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών