Macro

Εκφάνσεις του σεξισμού στην πολιτική ζωή

Ο αποκλεισμός των γυναικών από τον δημόσιο βίο υπήρξε καθεστώς για αιώνες, ενώ ήταν δεδομένος ο τρόπος αντιμετώπισης όποιων γυναικών τολμούσαν να αμφισβητήσουν τον κανόνα. Ως συμμετοχή στην πολιτική ζωή θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν δραστηριότητες γυναικών από τις απαρχές ακόμα της ίδρυσης του ελληνικού κράτους, κυρίως η διατήρηση πολιτικών «σαλονιών» όπου μπορούσαν να ζυμώνονται απόψεις και να δρομολογούνται εξελίξεις. Επρόκειτο πάντα για μέλη οικογενειών σημαντικών πολιτικών ανδρών και άρα ανήκαν στα υψηλότερα στρώματα της κοινωνίας.

Αργότερα, με την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, εντάχθηκαν γυναίκες της εργατικής τάξης με συμμετοχή στους διεκδικητικούς αγώνες. Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή, το φαινόμενο δεν έπαψε να είναι μειοψηφικό, μιας και, στερούμενες του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, οι γυναίκες ήταν στην ουσία αποκλεισμένες από την κεντρική πολιτική σκηνή.

Στη δεκαετία του 1920 εκκίνησε η διεκδίκηση του δικαιώματος της ψήφου. Για το πώς αντιμετωπίστηκε από τον αστικό Τύπο, αλλά και, παραδόξως, από τον κομμουνιστικό Τύπο μιας συγκεκριμένης περιόδου, μας μιλούν κείμενα της εποχής, που σήμερα προκαλούν ανάμεικτα αισθήματα θλίψης και θυμηδίας.

Ακόμα όμως και έτσι, επειδή τίποτε δεν πάει χαμένο, η καχεκτική ελληνική δημοκρατία του Μεσοπολέμου, ταλαιπωρημένη από δικτατορίες και κινήματα, επέτρεψε να ψηφίσουν οι γυναίκες στις δημοτικές εκλογές του 1934. Οι προϋποθέσεις που απαιτούνταν (ηλικία άνω των 30 και εγγραμματοσύνη) είχαν αποτέλεσμα να επωφεληθούν από το «προνόμιο» μόνο μερικές εκατοντάδες γυναίκες.

Η κοσμογονία που επέφερε στην ελληνική κοινωνία η αντίσταση στη ναζιστική κατοχή, κατά συντριπτική πλειονότητα μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, εκφράστηκε και στο πεδίο των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών. Στις εκλογές του 1944 για την ανάδειξη προσωρινής κυβέρνησης οι γυναίκες συμμετείχαν πλήρως, έστω και αν εκλέχθηκαν μόνο 6 αντιπρόσωποι στους 202. Το 1952 δόθηκε οριστικά το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι με αφορμή την πλήρωση μίας έδρας στη Θεσσαλονίκη. Τελικά το δικαίωμα ασκήθηκε σε ολόκληρη τη χώρα στις εκλογές του 1956.

Εξήντα δύο χρόνια αργότερα γνωρίζουμε ότι η συμμετοχή στα κέντρα λήψης αποφάσεων είναι ένας σημαντικός δείκτης ισότητας. Στη σημερινή Βουλή το ποσοστό των εκλεγμένων γυναικών είναι 18,1% (56 βουλεύτριες), μετά το ελπιδοφόρο 23,3% (70 βουλεύτριες) του Ιανουαρίου του 2015. Βλέπουμε μια σταθερά αυξητική τάση του αριθμού των εκλεγόμενων γυναικών από τις εκλογές του 1990 και μετά, με σταυρό προτίμησης στη συντριπτική τους πλειονότητα. Τα ποσοστά είναι σταθερά υψηλότερα από τον μέσο όρο στην Αριστερά, τάση η οποία ενισχύθηκε αισθητά με την καθιέρωση της κατά φύλο ποσόστωσης 33% ανά την επικράτεια για κάθε συνδυασμό.

Παρατηρήθηκε για πρώτη φορά μείωση αυτού του αριθμού όταν οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν με λίστα υποψηφίων των οποίων τη σειρά εκλογής διαμόρφωσαν οι ηγεσίες των κομμάτων. Ειδικά στις λίστες του ΣΥΡΙΖΑ, όπου συμπληρώθηκαν κενά λόγω αποχωρήσεων, οι γυναίκες δεν αντικαταστάθηκαν από γυναίκες, επηρεάζοντας καθοριστικά την πτώση του ποσοστού των γυναικών που εκλέχθηκαν.

Επίσης, παρά τις παρεμβάσεις των γυναικείων οργανώσεων, η πρόβλεψη του επικείμενου εκλογικού νόμου είναι να φτάσει η κατά φύλο ποσόστωση των υποψηφίων στο 40%, αλλά όχι στο 50%. Οι αναλογίες επιδεινώνονται στην κορυφή της πυραμίδας, όπου η εκλογή δεν είναι άμεση. Στην κυβέρνηση συμμετέχουν 4 γυναίκες στους 20 υπουργούς, 1 αναπληρώτρια υπουργός στους 7 και 3 υφυπουργοί στους 14. Στους ΟΤΑ εκλέχτηκαν 2 μόνο περιφερειάρχισσες στις 13 Περιφέρειες και μόνο 15 δημάρχισσες στους 325 δήμους.

Στη Βουλή, που παραμένει «των Ελλήνων», στον χώρο όπου κατ’ εξοχήν γίνονται σεβαστές οι συνταγματικές αρχές, όπως αυτή της ισότητας, οι γυναίκες παραμένουν αόρατες για τον ίδιο της τον κανονισμό: δεν υπάρχουν ούτε βουλεύτριες ούτε ομιλήτριες ούτε ειδικές αγορήτριες ούτε ψηφολέκτριες ούτε καν ακροάτριες στα θεωρεία. Οι δύο μόνο γυναίκες πρόεδροι που υπήρξαν στην ιστορία του θεσμού δέχτηκαν πολύ περισσότερες επιθέσεις για την εμφάνισή τους παρά για τις απόψεις τους, ενώ στη δεύτερη εξαντλήθηκε από κάθε πλευρά το απόθεμα κακοήθειας που μπορεί να αφορά την προσωπική και κοινωνική ζωή ενός ανθρώπου.

Στις μέρες μας, η μοναδική από τα 7 μέλη του προεδρείου που είναι γυναίκα, η γ’ αντιπρόεδρος, αφού στοχοποιήθηκε άγρια κατά το διάστημα που ήταν αναπληρώτρια υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, έπεσε θύμα ελεεινού σεξιστικού σχολίου που έθιγε συνολικά την προσωπικότητά της, με αφορμή όχι πολιτική πράξη αλλά ευτυχές οικογενειακό γεγονός! Οι προσωπικές προσβολές σεξιστικού περιεχομένου προς βουλεύτριες, με αναφορά από την εμφάνιση μέχρι και οποιαδήποτε άλλη πραγματική ή υποθετική ιδιότητά τους, είναι αισθητά περιορισμένες σε σχέση με την τριετία 2012-2014, όταν οι γυναίκες της Αριστεράς, βοηθούσης της κρίσης των κυβερνητικών κομμάτων, αναδείχτηκαν στο βουλευτικό αξίωμα σε αριθμούς που ξεπερνούσαν την ανοχή των συναδέλφων τους του πρώην δικομματισμού.

Ωστόσο, και στις μέρες μας δεν λείπουν σεξιστικές αναφορές από και προς γυναίκες και άνδρες, ατομικά ή συλλογικά. Από το «έχουμε μια αντιπολίτευση η οποία είναι γεροντοκόρη, κακιά και ψεύτρα» μέχρι την έκκληση σε «αντρίκια στάση», που εκτοξεύτηκε ακόμα και από μία βουλεύτρια. Ή ακόμα συχνότερα εκτοξευόμενη παρότρυνση να αποδείξει κάποιος βουλευτής ότι «φοράει παντελόνια», με σαφή υπαινιγμό στο περιεχόμενό τους, αποτελεί μια ιδιόμορφη παγίδα, διότι το να διαμαρτυρηθεί ο ενδιαφερόμενος τον εκθέτει επίσης: δηλώνει ότι το θεωρεί προσβλητικό να παρομοιάζεται με γυναίκα.

Από την άλλη, οι βουλεύτριες που είναι παρούσες δεν έχουν δικαίωμα να ζητήσουν τον λόγο επί του προσωπικού, διότι κανείς δεν έθιξε προσωπικά κάποια από αυτές! Μέχρι στιγμής μόνο ο Ευκλείδης Τσακαλώτος με έναν συνδυασμό ευαισθησίας και ευστροφίας έδωσε μια απάντηση με την οποία όχι απλώς ξέφυγε ο ίδιος, αλλά ουσιαστικά αποδόμησε την παγίδα, υπενθυμίζοντας ότι «η Αριστερά οραματίζεται μια κοινωνία όπου τόσο στα λόγια όσο και στην πράξη ό,τι είναι αρσενικό δεν θα είναι απαραίτητα καλό και ό,τι είναι θηλυκό δεν θα είναι απαραίτητα κακό».

Γενικότερα η αυξημένη ετοιμότητα και ο αυξανόμενος αριθμός μελών του κοινοβουλίου και του προεδρείου που αντιδρούν στις σεξιστικές αναφορές δημιουργεί ελπίδες για τον περιορισμό του φαινομένου.

Όσον αφορά το εκλογικό σώμα, αξιοσημείωτη είναι η μεταχείριση των γυναικών ως εκλογέων: το μοναδικό συνήθως φυλλάδιο της συντριπτικής πλειονότητας των σχηματισμών, που απευθύνεται στις γυναίκες, εντελώς στερεοτυπικά αναφέρεται στη μητρότητα, σε σχέση με τα εργασιακά μερικές φορές, και πιθανώς στην αναγκαιότητα για περισσότερους παιδικούς σταθμούς. Εντυπωσιακή όμως είναι η υποεκπροσώπηση των γυναικών και στο συνδικαλιστικό κίνημα, κυρίως στα εκλεγμένα του όργανα. Τρεις μόνο γυναίκες στα 45 μέλη του συμβουλίου της ΓΣΕΕ, 1 στα 11 μέλη του Κ.Σ. της ΟΛΜΕ, 2 στα 11 μέλη του Κ.Σ. της ΔΟΕ, για να αναφερθούμε ενδεικτικά στον κατεξοχήν γυναικείο κλάδο των εκπαιδευτικών.

Εδώ ίσως είναι χρήσιμη η συσχέτιση που κάνει το EIGE (Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Έμφυλη Ισότητα) ανάμεσα στον ελεύθερο χρόνο που διαθέτουν οι γυναίκες (ο οποίος προϋποθέτει ισότιμη κατά φύλο κατανομή των μη αμειβόμενων οικιακών εργασιών και της φροντίδας, στην οποία η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση στην Ε.Ε.) και στη συμμετοχή τους στη συνδικαλιστική δράση.

Αντίστοιχο είναι το έλλειμμα συμμετοχής γυναικών στα κόμματα και εκπροσώπησης στα ανώτερα όργανά τους, εφόσον μάλιστα δεν προβλέπεται κατά φύλο ποσόστωση και, ακόμη χειρότερα, εφόσον έχουν γίνει αποδεκτοί άλλοι μηχανισμοί ανάδειξης. Το φαινόμενο, παρά τις διακηρυγμένες προθέσεις τους, δεν κατόρθωσαν να το εξαλείψουν ούτε τα κόμματα της Αριστεράς. Στο επιχείρημα της πιθανής έλλειψης γυναικείων υποψηφιοτήτων απαντά η απόφαση της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ να αφήνονται κενές οι αντίστοιχες θέσεις αφού ληφθεί υπόψη η αναλογία των φύλων στο σώμα.

Η ετοιμότητα των γυναικών να διεκδικήσουν ανυποχώρητα την ισότιμη συμμετοχή τους στον δημόσιο βίο, όπως και κάθε άλλο τους δικαίωμα, από όποια θέση και αν βρίσκονται και απέναντι σε κάθε αμφισβήτηση, είναι η μόνη εγγύηση για ένα μέλλον χωρίς ανισότητες και διακρίσεις.

Η Αφροδίτη Σταμπουλή είναι βουλεύτρια Σερρών του ΣΥΡΙΖΑ και πρόεδρος της Επιτροπής Ισότητας, Νεολαίας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πηγή: Η Αυγή