Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός και κατά συνέπεια οι Κυβερνήσεις που τον ενστερνίζονται αναμένεται να υπερασπίζονται τις ατομικές, πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες του ατόμου, την ελευθερία του Τύπου, την ελευθερία του λόγου, την ισότητα των φύλων. Ο οικονομικός δε φιλελευθερισμός προασπίζει το ελεύθερο εμπόριο και την ατομική ιδιοκτησία.
Το κόμμα που μας κυβερνά σήμερα, η Νέα Δημοκρατία, αυτοπροσδιορίζεται ως κόμμα που πρεσβεύει τις ιδέες του κοινωνικού και οικονομικού φιλελευθερισμού, δηλαδή όλων των παραπάνω και επιπλέον της πολιτικής πεποίθησης ότι οι ατομικές ελευθερίες πρέπει να συνυπάρχουν με την κοινωνική δικαιοσύνη. Λέγοντας κοινωνική δικαιοσύνη εννοούμε πως το κράτος οφείλει να έχει ως θεσμικό ρόλο τη διευθέτηση κοινωνικών ζητημάτων όπως η ανεργία, η μόρφωση, η υγειονομική περίθαλψη των πολιτών, κοκ.
Το ερώτημα που προκύπτει σήμερα είναι πόση σχέση έχουν όλα τα παραπάνω ιδεολογικά προτάγματα με την – εδώ και ενάμιση χρόνο – Κυβέρνηση της ΝΔ. Η απάντηση δεν είναι δύσκολη εάν κάνουμε μια επιγραμματική ανασκόπηση γεγονότων και πεπραγμένων της κυβέρνησης τους τελευταίους 18 μήνες.
Τα πρώτα δείγματα γραφής ήρθαν πολύ γρήγορα, από τη σύνθεση του πρώτου κυβερνητικού σχήματος του κ. Μητσοτάκη, όπου οι γυναίκες ήταν σχεδόν ανύπαρκτες και σε ερώτηση μεγάλου ξένου ειδησεογραφικού πρακτορείου, η απάντηση του Πρωθυπουργού ήταν τόσο απαξιωτική, κοντόφθαλμη και παρωχημένη, που κανείς δεν θα ισχυριζόταν ότι συνάδει με τις αρχές μιας σύγχρονης φιλελεύθερης κυβέρνησης: «Είναι γνωστό, ότι είναι ελάχιστες οι γυναίκες που θέλουν να ασχοληθούν με την πολιτική», είπε. Επόμενο βήμα οπισθοδρόμησης ήταν η υποβάθμιση των πολιτικών ισότητας των φύλων, που επισφραγίστηκαν και με τη μετονομασία της Γενικής Γραμματείας Ισότητας σε Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας και εσχάτως σε Γενική Γραμματεία Δημογραφικής & Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, αλλά και με τη μεταφορά της από το Υπουργείο Εσωτερικών (οριζόντιες πολιτικές) στο Υπουργείο Εργασίας (μονοθεματικές πολιτικές). Η πατριαρχία και οι κανόνες της φαντάζουν κάτι απολύτως φυσιολογικό για τη ΝΔ και πρέπει να διαιωνιστούν και με κυβερνητικές πρωτοβουλίες.
Δεν είναι όμως μόνο η πατριαρχία. Είναι και η καταστολή και η αστυνομική βία, που δείχνουν να είναι πυρηνικά στοιχεία για την Κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη και έχουν την τιμητική τους αυτόν τον ενάμιση χρόνο. Αστυνομοκρατία εντός των πανεπιστημίων, αστυνομοκρατία για την τήρηση των μέτρων κατά του κορονοϊού, αστυνομοκρατία μέσα στα ίδια μας τα σπίτια (βλ. περίπτωση οικογένειας Ινδαρέ). Και όπου δεν μπορεί να μπει η αστυνομία – ακόμη – μπαίνουν τα ελεγχόμενα από το Μέγαρο Μαξίμου ΜΜΕ. Με τα διόλου ευκαταφρόνητα ποσά από τις λίστες Πέτσα, ο κ. Μητσοτάκης έχει φροντίσει και έχει καταφέρει να ελέγχει τη συντριπτική πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης και να πλασάρει στο ποίμνιο τις ειδήσεις και τα γεγονότα που αυτός επιθυμεί, αποκρύπτοντας ταυτόχρονα όσα δεν συμφέρουν το κυβερνητικό αφήγημα. Το τοιχοκολλημένο σημείωμα κουκουλώματος στους διαδρόμους της ΕΡΤ για το κορονοπάρτι του Πρωθυπουργού στην Ικαρία και για την υπόθεση Λιγνάδη αποτελεί πλήγμα για την ελευθερία του Τύπου στη χώρα μας. Κυρίως γιατί δεν ήταν μεμονωμένο περιστατικό, αλλά ο καθρέφτης όλων αυτών που συμβαίνουν κάθε μέρα.
Η υπόθεση Λιγνάδη έχει επίσης πληγώσει βάναυσα την αξιοπρέπεια της χώρας, αλλά και του πολιτικού συστήματος. Όχι για τις πράξεις του θεατρανθρώπου αυτές καθαυτές – για αυτές έχει ήδη επιληφθεί η δικαιοσύνη – αλλά για το γεγονός ότι η κυβερνώσα παράταξη και οι παραφυάδες της πασχίζουν να συγκαλύψουν την υπόθεση με κάθε τρόπο. Τόσο η Δικαιοσύνη – οι εισαγγελικές αρχές κινητοποιήθηκαν πολύ ετεροχρονισμένα – όσο και η Κυβέρνηση κινούνται σε επικίνδυνα και ολισθηρά μονοπάτια στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στα ίδια μονοπάτια κινούνται και στην περίπτωση του Δ. Κουφοντίνα. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές διανύει την 47η ημέρα απεργίας πείνας, διεκδικώντας απλά και μόνο την εφαρμογή των νόμων που ισχύουν σε αυτή τη χώρα. Και όσο και εάν είμαστε αντίθετοι με την τρομοκρατία και με τον τρόπου που λειτουργούσε ο Κουφοντίνας, δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι εν έτει 2021 το ελληνικό κράτος – ένα φιλελεύθερο ευρωπαϊκό κράτος – εκδικείται έναν άνθρωπο στέλνοντάς τον στο θάνατο. Ανάλογες τακτικές υιοθετούνται στο κράτους το Ερντογάν, όπου οι απεργοί πείνας οδηγούνται στον θάνατο. Όμως η Ελλάδα έχει κατακτήσει μια θέση ανάμεσα στις ευνομούμενες χώρες, σέβεται το διεθνές δίκαιο και δεν της αξίζει αυτή η ατιμωτική οπισθοδρόμηση. Η δημοκρατία δεν εκδικείται, δεν είναι αυτός ο ρόλος της. Ο Κ. Μητσοτάκης όμως δείχνει να έχει άλλη άποψη, παρά τις φωνές (βλ. Ντόρα Μπακογιάννη) που προσπαθούν να τον μεταπείσουν.
Η παράταξη του Κ. Μητσοτάκη, επίσης, αποδείχθηκε κραυγαλέα ανακόλουθη στις προεκλογικές της θέσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα, όπως π.χ. στο μακεδονικό ζήτημα. Ενώ υποδαύλισε τις ακραίες διαμαρτυρίες ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών, όταν ήρθε στην εξουσία τ
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός και κατά συνέπεια οι Κυβερνήσεις που τον ενστερνίζονται αναμένεται να υπερασπίζονται τις ατομικές, πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες του ατόμου, την ελευθερία του Τύπου, την ελευθερία του λόγου, την ισότητα των φύλων. Ο οικονομικός δε φιλελευθερισμός προασπίζει το ελεύθερο εμπόριο και την ατομική ιδιοκτησία.
Το κόμμα που μας κυβερνά σήμερα, η Νέα Δημοκρατία, αυτοπροσδιορίζεται ως κόμμα που πρεσβεύει τις ιδέες του κοινωνικού και οικονομικού φιλελευθερισμού, δηλαδή όλων των παραπάνω και επιπλέον της πολιτικής πεποίθησης ότι οι ατομικές ελευθερίες πρέπει να συνυπάρχουν με την κοινωνική δικαιοσύνη. Λέγοντας κοινωνική δικαιοσύνη εννοούμε πως το κράτος οφείλει να έχει ως θεσμικό ρόλο τη διευθέτηση κοινωνικών ζητημάτων όπως η ανεργία, η μόρφωση, η υγειονομική περίθαλψη των πολιτών, κοκ.
Το ερώτημα που προκύπτει σήμερα είναι πόση σχέση έχουν όλα τα παραπάνω ιδεολογικά προτάγματα με την – εδώ και ενάμιση χρόνο – Κυβέρνηση της ΝΔ. Η απάντηση δεν είναι δύσκολη εάν κάνουμε μια επιγραμματική ανασκόπηση γεγονότων και πεπραγμένων της κυβέρνησης τους τελευταίους 18 μήνες.
Τα πρώτα δείγματα γραφής ήρθαν πολύ γρήγορα, από τη σύνθεση του πρώτου κυβερνητικού σχήματος του κ. Μητσοτάκη, όπου οι γυναίκες ήταν σχεδόν ανύπαρκτες και σε ερώτηση μεγάλου ξένου ειδησεογραφικού πρακτορείου, η απάντηση του Πρωθυπουργού ήταν τόσο απαξιωτική, κοντόφθαλμη και παρωχημένη, που κανείς δεν θα ισχυριζόταν ότι συνάδει με τις αρχές μιας σύγχρονης φιλελεύθερης κυβέρνησης: «Είναι γνωστό, ότι είναι ελάχιστες οι γυναίκες που θέλουν να ασχοληθούν με την πολιτική», είπε. Επόμενο βήμα οπισθοδρόμησης ήταν η υποβάθμιση των πολιτικών ισότητας των φύλων, που επισφραγίστηκαν και με τη μετονομασία της Γενικής Γραμματείας Ισότητας σε Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας και εσχάτως σε Γενική Γραμματεία Δημογραφικής & Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, αλλά και με τη μεταφορά της από το Υπουργείο Εσωτερικών (οριζόντιες πολιτικές) στο Υπουργείο Εργασίας (μονοθεματικές πολιτικές). Η πατριαρχία και οι κανόνες της φαντάζουν κάτι απολύτως φυσιολογικό για τη ΝΔ και πρέπει να διαιωνιστούν και με κυβερνητικές πρωτοβουλίες.
Δεν είναι όμως μόνο η πατριαρχία. Είναι και η καταστολή και η αστυνομική βία, που δείχνουν να είναι πυρηνικά στοιχεία για την Κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη και έχουν την τιμητική τους αυτόν τον ενάμιση χρόνο. Αστυνομοκρατία εντός των πανεπιστημίων, αστυνομοκρατία για την τήρηση των μέτρων κατά του κορονοϊού, αστυνομοκρατία μέσα στα ίδια μας τα σπίτια (βλ. περίπτωση οικογένειας Ινδαρέ). Και όπου δεν μπορεί να μπει η αστυνομία – ακόμη – μπαίνουν τα ελεγχόμενα από το Μέγαρο Μαξίμου ΜΜΕ. Με τα διόλου ευκαταφρόνητα ποσά από τις λίστες Πέτσα, ο κ. Μητσοτάκης έχει φροντίσει και έχει καταφέρει να ελέγχει τη συντριπτική πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης και να πλασάρει στο ποίμνιο τις ειδήσεις και τα γεγονότα που αυτός επιθυμεί, αποκρύπτοντας ταυτόχρονα όσα δεν συμφέρουν το κυβερνητικό αφήγημα. Το τοιχοκολλημένο σημείωμα κουκουλώματος στους διαδρόμους της ΕΡΤ για το κορονοπάρτι του Πρωθυπουργού στην Ικαρία και για την υπόθεση Λιγνάδη αποτελεί πλήγμα για την ελευθερία του Τύπου στη χώρα μας. Κυρίως γιατί δεν ήταν μεμονωμένο περιστατικό, αλλά ο καθρέφτης όλων αυτών που συμβαίνουν κάθε μέρα.
Η υπόθεση Λιγνάδη έχει επίσης πληγώσει βάναυσα την αξιοπρέπεια της χώρας, αλλά και του πολιτικού συστήματος. Όχι για τις πράξεις του θεατρανθρώπου αυτές καθαυτές – για αυτές έχει ήδη επιληφθεί η δικαιοσύνη – αλλά για το γεγονός ότι η κυβερνώσα παράταξη και οι παραφυάδες της πασχίζουν να συγκαλύψουν την υπόθεση με κάθε τρόπο. Τόσο η Δικαιοσύνη – οι εισαγγελικές αρχές κινητοποιήθηκαν πολύ ετεροχρονισμένα – όσο και η Κυβέρνηση κινούνται σε επικίνδυνα και ολισθηρά μονοπάτια στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στα ίδια μονοπάτια κινούνται και στην περίπτωση του Δ. Κουφοντίνα. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές διανύει την 47η ημέρα απεργίας πείνας, διεκδικώντας απλά και μόνο την εφαρμογή των νόμων που ισχύουν σε αυτή τη χώρα. Και όσο και εάν είμαστε αντίθετοι με την τρομοκρατία και με τον τρόπου που λειτουργούσε ο Κουφοντίνας, δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι εν έτει 2021 το ελληνικό κράτος – ένα φιλελεύθερο ευρωπαϊκό κράτος – εκδικείται έναν άνθρωπο στέλνοντάς τον στο θάνατο. Ανάλογες τακτικές υιοθετούνται στο κράτους το Ερντογάν, όπου οι απεργοί πείνας οδηγούνται στον θάνατο. Όμως η Ελλάδα έχει κατακτήσει μια θέση ανάμεσα στις ευνομούμενες χώρες, σέβεται το διεθνές δίκαιο και δεν της αξίζει αυτή η ατιμωτική οπισθοδρόμηση. Η δημοκρατία δεν εκδικείται, δεν είναι αυτός ο ρόλος της. Ο Κ. Μητσοτάκης όμως δείχνει να έχει άλλη άποψη, παρά τις φωνές (βλ. Ντόρα Μπακογιάννη) που προσπαθούν να τον μεταπείσουν.
Η παράταξη του Κ. Μητσοτάκη, επίσης, αποδείχθηκε κραυγαλέα ανακόλουθη στις προεκλογικές της θέσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα, όπως π.χ. στο μακεδονικό ζήτημα. Ενώ υποδαύλισε τις ακραίες διαμαρτυρίες ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών, όταν ήρθε στην εξουσία την αποδέχτηκε πλήρως, ενώ υψηλόβαθμα στελέχη δεν παρέλειψαν να τοποθετηθούν με εγκωμιαστικούς χαρακτηρισμούς.
Η συγκεκριμένη Κυβέρνηση έχει διαλέξει πλευρά και τακτική. Είναι με την καταστολή, με τη λογοκρισία, με τον αυταρχισμό, με την προπαγάνδα, με τη βία, με την οπισθοδρόμηση, με τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. Η ακροδεξιά ατζέντα κατέχει πλέον κεντρικό ρόλο στην κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη, όσο και εάν κάνει γενναίες προσπάθειες για να χαρακτηρίζεται κεντρώα και φιλελεύθερη.
Και κάτι τελευταίο: Στη συζήτηση που άνοιξε ο ΣΥΡΙΖΑ για το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στο γάμο και την τεκνοθεσία, η άποψη του κ. Τσιάρα – για τα μη φυσιολογικά ζευγάρια και τα προβληματικά παιδιά που μεγαλώνουν σε αυτά (sic) – είναι η κεντρική γραμμή της ΝΔ ή όχι; Περιμένουμε με ενδιαφέρον την απάντηση, αναρωτώμενοι και αναρωτώμενες πόσα ακόμη πλήγματα μπορούν να υποστούν οι φιλελεύθερες ιδέες από αυτήν την Κυβέρνηση Ανακολουθιών και Καταστρατήγησης Δικαιωμάτων, την Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η Ειρήνη Ελένη Αγαθοπούλου είναι Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στο νομό Κιλκίς
Πηγή: The President