Macro

Ειρήνη Αγαθοπούλου: Από ένα προοδευτικό πλαίσιο, στην εργαλειοποίηση του γυναικείου σώματος

Η προσφυγή στην ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (ΙΥΑ) ζευγαριών που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπογονιμότητας ή μόνων προσώπων που αποφασίζουν να αποκτήσουν παιδί διαρκώς αυξάνεται τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτός ο τομέας της ιατρικής έχει λάβει σημαντική δημόσια προσοχή από τότε που γεννήθηκε το πρώτο μωρό μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1978. Σύμφωνα με παγκόσμιες εκτιμήσεις, ο αριθμός των κύκλων θεραπείας μόνο το 2011 άγγιζε τα 2 εκατομμύρια και ο αριθμός των γεννήσεων τις 500.000. Με βάση τις εκτιμήσεις υπήρξαν 5 εκατομμύρια γεννήσεις ΙΥΑ μεταξύ 1978 και 2013 και προβλέπεται ότι ο αριθμός των γεννήσεων ΙΥΑ παγκοσμίως ξεπέρασε τα 10 εκατομμύρια το 2020 και το 2021.
 
Σύμφωνα με τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις, μεταξύ 157 και 394 εκατομμυρίων ανθρώπων θα οφείλουν τη ζωή τους σε θεραπείες όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση στο τέλος του 21ου αιώνα. Σήμερα, σχεδόν οι μισές από όλες τις γεννήσεις ΙΥΑ στον κόσμο πραγματοποιούνται στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Η αγορά της εξωσωματικής γονιμοποίησης απέφερε έσοδα ύψους 10,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2017 και αναμένεται να αυξηθούν στα 22,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2025, χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις ότι πλησιάζει ο κορεσμός της αγοράς.
 
Η Ελλάδα διέθετε και διαθέτει ένα από τα πιο φιλελεύθερα, έναντι άλλων χωρών, ρυθμιστικά πλαίσια στην ΙΥΑ, τόσο σε επίπεδο ηλικιακών ορίων, κόστους, υπηρεσιών. Για παράδειγμα η Γαλλία, η Σουηδία, η Φινλανδία, η Ελβετία και μια σειρά άλλες χώρες απαγορεύουν την παρένθετη μητρότητα, ενώ στην Ελλάδα επιτρέπεται –μέχρι σήμερα– μόνο σε εθελοντική και αλτρουιστική βάση. Επίσης, το όριο ηλικίας για τις γυναίκες στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης είναι τα 45 έτη, ενώ στην Ελλάδα είναι τα 50.
 
Έρχεται, όμως, ένα νέο σχέδιο νόμου να «ξεχαρβαλώσει» και να αποσταθεροποιήσει το ήδη υπάρχον «γενναιόδωρο» πλαίσιο, ανοίγοντας παραθυράκια για το εμπόριο γεννητικού υλικού, αλλά και εμπορευματοποίησης της μεθόδου της παρένθετης μητρότητας (σύμφωνα με την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής), διευρύνοντας ακόμη τα ηλικιακά όρια χρήσης της ΙΥΑ, με ανεξέλεγκτες συνέπειες για την υγεία των γυναικών, υπό το πρόσχημα της δήθεν αντιμετώπισης του δημογραφικού, ενώ στην ουσία πριμοδοτεί τα υπερκέρδη, τους ιδιώτες και τις μονάδες ΙΥΑ.
 
Ο κίνδυνος της εργαλειοποίησης του γυναικείου σώματος είναι τεράστιος, το οποίο παύει να αντιμετωπίζεται ως όλο, επιμερίζεται σε εργαλεία, υλικά και εξαρτήματα, δημιουργώντας συνθήκες εμπορευματοποίησής του και φυσικά διαιωνίζεται το στερεότυπο που λέει ότι οι γυναίκες –ανεξαρτήτως ηλικίας– οφείλουν να κάνουν παιδιά, εάν θέλουν να ολοκληρωθούν ως άνθρωποι.
 
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής για τη σύνθεση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου διαβουλεύτηκε μόνο με τους εκπροσώπους των ιδιωτικών μονάδων ΙΥΑ και με κανέναν άλλον. Ούτε με την επιστημονική κοινότητα, ούτε με την κοινωνία των πολιτών, ούτε με άλλες εθνικές επιτροπές, όπως αυτή της βιοηθικής. Αυτοί ήταν που υποστήριξαν και στην ακρόαση φορέων της Βουλής την αύξηση του ηλικιακού ορίου των γυναικών που μπορούν να επωφεληθούν των μεθόδων ΙΥΑ από τα 50 στα 54 έτη. Γιατί μπορεί ο αριθμός των γυναικών άνω των 50 που επιλέγουν να τεκνοποιήσουν να είναι μικρός, όμως οι πολλαπλές προσπάθειες που χρειάζεται να καταβάλλουν, είναι ικανές να φέρουν ουκ ολίγα κέρδη στους ιδιώτες του τομέα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν τη Βουλή από τους ειδικούς, στις ηλικίες άνω των 50 ετών η πιθανότητα γέννησης τέκνου με φυσιολογικό τρόπο είναι σχεδόν μηδενική και με τις μεθόδους της ΙΥΑ το ποσοστό επιτυχίας αγγίζει το 20%.
 
Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το νομοθετικό πλαίσιο έπρεπε να παραμείνει ως έχει. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής –όπου οι γυναίκες επιλέγουν να αναβάλλουν για αργότερα την τεκνοποίηση– επέβαλλε τη νομιμοποίηση της κρυοσυντήρησης γενετικού υλικού και για κοινωνικούς λόγους. Επιπλέον, ήταν καιρός να καταργηθεί η διάταξη για την υποχρέωση συναίνεσης του συντρόφου ή συζύγου –νυν ή πρώην– γυναίκας που ήθελε να κρυοσυντηρήσει το μη γονιμοποιημένο γενετικό της υλικό.
 
Το γεγονός, όμως, ότι οι δημόσιες μονάδες ΙΥΑ που υπάρχουν στη χώρα μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, είναι υποστελεχωμένες με αποτέλεσμα οι ουρές αναμονής να ξεπερνούν τους 3–5 μήνες και η γραφειοκρατία του ΕΟΠΥΥ κουράζει –ψυχικά και σωματικά– το ζευγάρι πριν ακόμη ξεκινήσει την προσπάθεια, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στις ιδιωτικές μονάδες το κόστος μόνο για τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης αγγίζει τα 3.000 ευρώ (άλλα τόσα για την κρυοσυντήρηση), η όλη διαδικασία απευθύνεται σε μια μικρή μειοψηφία ευκατάστατων.
 
Μια πραγματικά, λοιπόν, ριζοσπαστική και προοδευτική παρέμβαση θα ήταν η ίδρυση δημόσιων μονάδων ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής –όχι μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και στα νοσοκομεία της περιφέρειας– και η καθολική αποζημίωση του κόστους φαρμάκων και επεμβάσεων για όλες τις γυναίκες ηλικίας μέχρι το φυσικό όριο αναπαραγωγής. Μόνο τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι αφουγκραζόμαστε την επιθυμία των γυναικών να μπορούν να τεκνοποιούν όπως και όποτε το επιθυμούν, με ασφάλεια για αυτές και τα παιδιά τους.
Ειρήνη Αγαθοπούλου