Το παραπάνω σύνθημα, στον βαθμό που έγινε αποδεκτό σε διαφορετικά μέρη του πλανήτη ως οδηγός συμπεριφοράς μέσα στην πανδημία, παρακίνησε τους πολίτες να εφαρμόζουν τα μέτρα και να προστατεύουν ο ένας τον άλλον. Πολλοί ερευνητές υπογραμμίζουν τη δύναμη της συλλογικής κινητοποίησης που το σύνθημα εμπνέει και γι’ αυτό την έχουν προτείνει ως μια σημαντική στρατηγική για την έξοδο από την πανδημία (Haslam et al., 2021). Για ποιους λόγους όμως το σύνθημα, και κυρίως το πνεύμα της συλλογικότητας που υπονοεί, υπονομεύτηκε στην Ελλάδα με αρνητικές συνέπειες για τη διαχείριση της πανδημίας;
Μπορούμε να σκεφτούμε ότι η ηγεσία μιας χώρας (πολιτική, θρησκευτική κ.ά.) συνδέεται με τους πολίτες της με δύο γενικούς τρόπους. Στην πρώτη περίπτωση, η εξουσία εκπορεύεται από τη διαφορετική ιεραρχική τους θέση (power over*): η ηγεσία δίνει οδηγίες και αναμένει από τους πολίτες να τις ακολουθήσουν, γιατί έτσι πρέπει να κάνουν. Στη δεύτερη περίπτωση, η εξουσία εκπορεύεται από τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τους (power through): η ηγεσία πείθει τους πολίτες ότι είναι προς το συμφέρον όλων να υιοθετήσουν συγκεκριμένες συμπεριφορές, και έτσι τους καθιστά συμμέτοχους στην κοινή προσπάθεια. Μέσα στην πανδημία, το δεύτερο μοντέλο ηγεσίας αναγνωρίστηκε ως αποτελεσματικότερο, διότι οι πολίτες και ακολουθούν πιστά τις ενδεδειγμένες συμπεριφορές και αισθάνονται εμπιστοσύνη και συμμέτοχοι σε έναν κοινό αγώνα.
Στην Ελλάδα εν πολλοίς υιοθετήθηκε το πρώτο μοντέλο ηγεσίας, με συνέπεια το σύνθημα να γίνει λιγότερο πιστευτό και αποδεκτό. Πώς και γιατί υπονομεύτηκε η στενή ψυχολογική δέσμευση των πολιτών με την ηγεσία στον κοινό αγώνα κατά του κορονοϊού; Πιθανές εξηγήσεις βρίσκονται στα εξής: Πρώτον, στην αντίληψη ότι δεν είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στην εφαρμογή των μέτρων (βλ. συμπεριφορές της ηγεσίας που φαίνονταν να μη συμμορφώνονται στους κανόνες της καραντίνας ή όταν αρνούνταν δημόσια να τους εφαρμόσουν ή όταν μέλη της ηγετικής ομάδας προσπερνούσαν την ουρά των εμβολιασμών).
Τέτοιου τύπου συμπεριφορές δημιουργούν την πεποίθηση ότι η εφαρμογή των μέτρων δεν γίνεται με δίκαιο τρόπο (procedural justice), πράγμα που υπονομεύει τον κοινό αγώνα. Δεύτερον, στην κριτική της ηγεσίας απέναντι σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και τη στοχοποίησή τους για κάποια αρνητικά αποτελέσματα. Αυτό μπορεί να γίνει με δύο τρόπους, είτε με την αποστασιοποίηση (ή και τον διαχωρισμό) της ηγεσίας από τους πολίτες («εμείς κάνουμε τη δουλειά μας, εσείς δεν κάνετε τη δική σας», η αρχή της ατομικής ευθύνης) είτε με τον διαχωρισμό των πολιτών σε συμμορφούμενους και μη, συνοδευόμενο και από την ανάλογη κριτική (από τη στοχοποίηση των νέων κατά τη διάρκεια της καραντίνας έως τον διχαστικό χωρισμό σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους).
Και οι δύο διαχωρισμοί υπονομεύουν την κοινή ταυτότητα (shared social identity), ότι πράγματι είμαστε όλοι μαζί απέναντι στον ιό. Η υπονόμευση αυτή οδηγεί στη μείωση της εμπιστοσύνης του πολίτη προς την ηγεσία και τους συμπολίτες του, οδηγώντας σε αυτό που κακώς είχε περιγραφεί ως «κόπωση λόγω εφαρμογής των μέτρων». Ουσιαστικά πρόκειται για την απομειωμένη εμπιστοσύνη ότι όλοι μαζί μπορούμε να τα καταφέρουμε (collective efficacy). Τρίτον, στην περιορισμένη έμφαση στην αλληλεγγύη, η οποία έχει βρεθεί ως αξία ότι κινητοποιεί τους πολίτες να αναλάβουν φιλοκοινωνική συμπεριφορά (όπως το να τηρούμε τα μέτρα και να εμβολιαζόμαστε), και κάτω από το βάρος της έμφασης στην ατομική ευθύνη, περιόρισε την πειθώ και συνετέλεσε στην ψυχολογική αποστασιοποίηση των πολιτών από τον κοινό αγώνα κατά του κορονοϊού.
Εχει, τέλος, σημασία να δούμε ποια εικόνα του πολίτη έχουν στο μυαλό τους τα δύο γενικά μοντέλα ηγεσίας. Το πρώτο βασίζεται σε μια εικόνα των πολιτών ως «αδύναμων» και «ευάλωτων» (ή ακόμη και ως μέρος του προβλήματος) και γι’ αυτό υιοθετεί μια πατερναλιστική προσέγγιση. Δυστυχώς όμως, η άσκηση αυτού του είδους της ηγεσίας ταυτόχρονα διαπαιδαγωγεί τους πολίτες και εμπεδώνει μια τέτοια εικόνα ανάμεσά τους. Βέβαια, επιβεβαιώνει και ενισχύει τον ατομικισμό που βρίσκεται ήδη ψηλά στον αξιακό κώδικα της σημερινής κοινωνίας. Αντίθετα, το δεύτερο μοντέλο βασίζεται σε μια εικόνα των πολιτών ως «συμμέτοχων» και «φορέων της αλλαγή» (και συνεπώς μέρος της λύσης του προβλήματος). Πώς τελικά θέλουμε να μας βλέπουν ως πολίτες οι ηγεσίες μας;
Συμπερασματικά, για να εμβολιάζονται οι πολίτες, αλλά και για να τηρούν τα μέτρα, θα πρέπει να ενισχυθεί σε όλους η αντίληψη ότι πράγματι είμαστε όλοι μαζί απέναντι στον κορονοϊό· αυτό θα έπρεπε να είναι το κεντρικό σύνθημα των ηγεσιών του τόπου, με λόγια, αλλά και με έργα.
* Οροι της Κοινωνικής Ψυχολογίας που εξηγούν ότι οι πολίτες συμπεριφέρονται ως κοινωνικά όντα και μέσα στην πανδημία.
Ο Αντώνης Γαρδικιώτης είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας και ΜΜΕ, Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, ΑΠΘ
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών