Σύνταγμα της Ελλάδος Άρθρο 1 παρ. 3 – Λαϊκή Κυριαρχία:
«Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.»
Η λαϊκή κυριαρχία αποτελεί θεμελιώδη αρχή της δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία η εξουσία πηγάζει από τον λαό και ασκείται προς όφελός του, όπως προβλέπει και το Σύνταγμα. Στην Ελλάδα, από την Παρασκευή το βράδυ, ζούμε μια ιδιότυπη περίοδο της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας. Έχουμε ξαναζήσει, βέβαια, περιόδους οριακές συνταγματικά ως απόρροια κυρίως της οικονομικής κρίσης την περίοδο 2010-2012. Λόγου χάρη, η κυβέρνηση Παπαδήμου, παρά την υποστήριξή της από τα δύο κυρίαρχα κόμματα της περιόδου, δεν είχε εκλογική νομιμοποίηση και η συνταγματική της νομιμότητα, παρά τις ιδιάζουσες και κρίσιμες συνθήκες, ήταν αμφισβητήσιμη.
Παρόλο που το 2025 η Ελληνική Δημοκρατία λειτουργεί υπό φυσιολογικές συνθήκες, υπάρχουν δύο θεσμοί που βρίσκονται σε υπαρξιακή κρίση.
Πρώτον, το Κράτος Δικαίου, αφού όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι καμία από τις βασικές διαστάσεις του (όπως α. η ανεμπόδιστη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών, β. η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών, γ. η ισότητα όλων ενώπιον του νόμου, δ. η αντικειμενικότητα και αμεροληψία της Δικαιοσύνης) δεν εμφανίζει θετικό ισοζύγιο στο ερώτημα εάν διασφαλίζεται σήμερα στην Ελλάδα. Και δεύτερον, η ίδια η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ο εκφραστής της εκτελεστικής εξουσίας, λόγω της πόρτας εξόδου που της υπέδειξε η κοινωνία που συνέρρευσε στις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις που έχει γνωρίσει η χώρα από συστάσεως του ελληνικού κράτους. Ενώ όμως ο κατα εκατοντάδες χιλιάδες κινητοποιημενος λαός βροντοφώναξε “φύγετε” και “πααιτηθείτε”, ο Πρωθυπουργός της χώρας νόμιζε ότι του ζητήσαμε αξιολόγηση στο δημόσιο, επέκταση του κτηματολογίου και panic button.
Η προοδευτική αντιπολίτευση, παρότι κατακερματισμένη, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και, χρησιμοποιώντας τα κοινοβουλευτικά εργαλεία που διαθέτει, ζήτησε να αρθεί η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση με 157 βουλευτές να καταψηφίζουν την πρόταση δυσπιστίας, συνεχίζει να κυβερνά.
Εδώ όμως τίθεται το υπαρξιακό ερώτημα. Παρόλο που δεν απώλεσαν την κυβερνητική πλειοψηφία, μπορούν ωστόσο να ασκούν την εξουσία που απορρέει από αυτήν;
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να εδραιώσει την πολιτική του κυριαρχία μέσα από:
• Εκλογικές νίκες που άφησαν την αντιπολίτευση αποδυναμωμένη.
• Απορρόφηση του κεντρώου χώρου, περιορίζοντας τη δυναμική άλλων κομμάτων.
• Έλεγχο της πολιτικής ατζέντας, προβάλλοντας την εικόνα του σταθερού και αποτελεσματικού ηγέτη.
Κυριάρχησε, δηλαδή, κατά κράτος επί των πολιτικών του αντιπάλων εντούτοις κατόρθωσε το ακατόρθωτο: να φέρει στη θέση του μεγαλύτερου πολιτικού του αντίπαλου την κοινωνία. Αυτό, είναι αλήθεια, θέλει προσπάθεια να το καταφέρεις, αφού συνήθως σε μέμφονται τα κοινωνικά στρώματα που ανήκουν σε αντίπαλες ιδεολογικές παρατάξεις. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατόρθωσε να τον αμφισβητεί η κοινωνία οριζόντια. Πλούσιοι, φτωχοί, αριστεροί, κεντρώοι, δεξιοί, ανήλικοι, οικονομικά ενεργοί πολίτες, συνταξιούχοι συμμετείχαν στις συγκεντρώσεις. Συγκεντρώσεις που δεν ήταν μνημόσυνα για τους 57 αδικαίωτους, αλλά ιστορικές εξελίξεις εν κινήσει, με δεδομένο το αίτημα για απομάκρυνση του Κυριάκου Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του από την εξουσία.
Ο Μητσοτάκης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια αγανακτισμένη κοινωνία που νιώθει προδομένη και οργισμένη. Η κοινωνική δυσαρέσκεια είναι απρόβλεπτη και είναι γεγονός ότι δεν περιορίζεται σε πολιτικά στρατόπεδα. Επίσης δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να την “νικήσεις” επικοινωνιακά, όπως συμβαίνει με τους πολιτικούς αντιπάλους. Σίγουρα όχι με κατηγορίες για πράκτορες, bots, κλέφτες κι αστυνόμους.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη από την 28η Φεβρουαρίου είναι μια απονομιμοποιημένη κυβέρνηση. Μπορεί λόγω των 157 βουλευτών της που ακολούθησαν το δρόμο της κομματικής πειθαρχίας και καταψήφισαν την πρόταση μομφής να έχει τη θεσμική εξουσία, έχει χάσει παρόλα αυτά την πολιτική και ηθική της νομιμοποίηση στα μάτια και τη συνείδηση του λαού. Κι έχασε τη λαϊκή στήριξη όχι γιατί τα πήγε άσχημα σε ό,τι αφορά την οικονομία, δηλαδή τη βάση, κατά τη μαρξική ανάλυση, αλλά σε ό,τι αφορά την αποσάρθρωση των θεσμών, δηλαδή το εποικοδόμημα. Ορίστε, ακόμη μια κατάκτηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Σε κάθε περίπτωση, η διάσταση μεταξύ κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης και κοινωνικής απονομιμοποίησης δείχνει ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ένα σύνολο κανόνων στο χαρτί, δεν είναι καν μόνο θέμα συνταγματικού τυπικού, αλλά πρωτίστως κοινωνικής αποδοχής. Είναι γεγονός πως η πρόταση δυσπιστίας ως κοινοβουλευτική πρακτική λόγω των εκλογικών συστημάτων της ενισχυμένης αναλογικής δεν παράγει απρόβλεπτα αποτελέσματα, με την έννοια ότι δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα στα πλαίσια της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας να πέσει κυβέρνηση μέσω της συγκεκριμένης διαδικασίας. Ωστόσο, οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας αυτή τη φορά, έχασαν μια ιστορική ευκαιρία. Να σταθούν στο ύψος της κοινωνικής δυναμικής, να την αφουγκραστούν και με πολιτική γενναιότητα να πράξουν το δέον. Ήταν σοκαριστικό να παρακολουθούμε σε πανελλήνια μετάδοση την κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ. να χειροκροτά όρθια τον έκπτωτο στη συνείδηση του κόσμου Πρωθυπουργό, να αγνοεί τους νεκρούς και τους συγγενείς τους, να προκαλεί, να υποτιμά, να περιφρονεί το πάνδημο αίτημα για δικαιοσύνη.
Η απώλεια της αξιοπιστίας της και της πολιτικής της αξιοπρέπειας ως κόμμα είναι δεδομένη. Οποιοσδήποτε βουλευτής της αν είχε υπερψηφίσει τη μομφή, θα μπορούσε εν δυνάμει να είναι ο επόμενος αρχηγός της ΝΔ. Μια χαμένη ευκαιρία για την κυβερνητική παράταξη, που γεννήθηκε το 1974, όταν ο ιστορικός της ηγέτης Κωνσταντίνος Καραμανλής έφερνε μαζί του από τη Γαλλία τη βούλησή του για τη δημιουργία ενός σύγχρονου συντηρητικού κόμματος, πυλώνα του νεότευκτου πολιτικού συστήματος. Σίγουρα ο ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας δε θα χαίρονταν πολύ με όσα βλέπει διάφανα πια περίπου το 80% της κοινωνίας για το κόμμα που κυβερνάει εδώ και πεντέ μιση χρόνια τη χώρα: ένα κέντρο επιχειρήσεων που διαχειρίζεται τη συγκάλυψη και συσκότιση εγκλημάτων, ένα κέντρο που αδιαφανώς διαχειρίζεται μεγάλες και αδιευκρίνιστες ροές χρημάτων.
Η αντιπολίτευση, και ειδικά η Αριστερά, θα πρέπει να αφουγκραστεί αυτό στο οποίο εσκεμμένα δεν ενσκήπτει η κυβέρνηση: να εκφράσει στο πολιτικό πεδίο την λαϊκή οργή και δυσαρέσκεια. Αν αυτό δεν συμβεί, με δεδομένο το ρευστό του πολιτικού σκηνικού, θα μπούμε σε αχαρτογράφητα πολιτικά νερά. Θα πρέπει να μη φοβηθεί να κάνει πολιτική θέτοντας στο επίκεντρο την έννοια του «λαού», ενάντια σε ένα πλέγμα εξουσίας που εκφράζει τις σύγχρονες ελίτ και τον απειλεί, θέτοντάς τον εν τέλει στο περιθώριο. Να μην φοβηθεί τις κατηγορίες περί λαϊκισμού έχοντας επίγνωση ότι ο λαϊκισμός μπορεί να αποτελέσει όχι απειλή, αλλά την απαραίτητη διόρθωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας.