Η πρόταση αυτή είναι αξίωμα πλέον. Καθημερινά παρακολουθούμε, εσχάτως από το στόμα της Υπουργού Παιδείας Σοφίας Ζαχαράκη, να εξαγγέλλονται κατασταλτικά μέτρα και να εκτοξεύονται απειλές απέναντι στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Η πρόσφατη δήλωση της Υπουργού Παιδείας, σύμφωνα με την οποία φοιτητές που συμμετέχουν σε επεισόδια θα χάνουν τη φοιτητική τους ιδιότητα, φέρνει στην επιφάνεια μια επικίνδυνη τάση διολίσθησης του κράτους δικαίου. Η απειλή αυθαίρετης πειθαρχικής ή διοικητικής κύρωσης, χωρίς σαφή κριτήρια και χωρίς δικαστική κρίση, εγείρει σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας και δημοκρατικής νομιμότητας.
Η φοιτητική ιδιότητα δεν είναι «διοικητικό προνόμιο» αλλά θεμελιωμένο δικαίωμα. Στην Ελλάδα, η φοιτητική ιδιότητα αποκτάται όχι κατόπιν αίτησης ή αξιολόγησης από κάποιο πανεπιστήμιο, αλλά μέσω του συστήματος των πανελλαδικών εξετάσεων. Πρόκειται για μία από τις ελάχιστες θεσμικές διαδικασίες εισαγωγής σε εκπαιδευτικό επίπεδο που διακρίνεται για την αντικειμενικότητα, τη διαφάνεια, την αξιοκρατία και παρά τις αδυναμίες του, παραμένει ίσως ο μοναδικός μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας. Η διαδικασία αυτή θεμελιώνει έναν έννομο δεσμό μεταξύ του πολίτη και του πανεπιστημίου, ο οποίος δεν αφορά και δεν μπορεί να είναι διαχειρίσιμος από την εκτελεστική εξουσία.
Εξάλλου, η φοιτητική ιδιότητα αποτελεί έκφανση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος. Το άρθρο 16 §2 και §4 του Συντάγματος ορίζει ρητά ότι η παιδεία αποτελεί θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα και παρέχεται χωρίς διακρίσεις. Επομένως, το να είσαι φοιτητής δεν συνιστά «διοικητικό καθεστώς», κάτι που χορηγείται ή ανακαλείται διακριτικά από το κράτος, αλλά απόρροια μιας αντικειμενικής, συνταγματικά εδραιωμένης διαδικασίας. Η διαγραφή ή αφαίρεση της φοιτητικής ιδιότητας ως πειθαρχική κύρωση συνιστά σοβαρή παρέμβαση στο δικαίωμα στην εκπαίδευση και πρέπει να πληροί αυστηρές προϋποθέσεις αναλογικότητας και νομιμότητας. Το ΣτΕ έχει επανειλημμένα τονίσει ότι κάθε δυσμενές διοικητικό μέτρο απαιτεί σαφή και ειδική νομική θεμελίωση, πλήρη αιτιολόγηση και σεβασμό στις διαδικαστικές εγγυήσεις.
Ζούμε στη χώρα που η αριστερή πολιτική τοποθέτηση αποτελούσε ιδιώνυμο, στη χώρα που χρειαζόσουν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για να προσληφθείς στο δημόσιο, για να εισαχθείς στο πανεπιστήμιο. Δεν θα ξαναγυρίσουμε στις εποχές που για να ζήσεις στη χώρα αυτή έπρεπε να επιδείξεις πολιτική και ιδεολογική νομιμοφροσύνη. Γιατί μη γελιόμαστε. Οι επαπειλούμενες διαγραφές, μπορεί να οδηγήσουν σε αυθαίρετες και επιλεκτικές εφαρμογές του μέτρου, δημιουργώντας κλίμα φόβου και ανασφάλειας στην φοιτητική κοινότητα που θα έχει ως αποτέλεσμα την αποθάρρυνση της συμμετοχής των φοιτητών σε δημοκρατικές διαδικασίες και την υπονόμευση της πολιτικής τους συνείδησης.
Αν το δούμε πιο συγκεκριμένα, ο νόμος.4957/2022 που επικαλείται η υπουργός Παιδείας, επιτρέπει την επιβολή κυρώσεων σε φοιτητές για συγκεκριμένα ακαδημαϊκά ή ηθικά παραπτώματα (π.χ. λογοκλοπή, αντιγραφή, βιαιοπραγίες). Η απόδοση μιας τόσο βαριάς ποινής όπως η διαγραφή, μπορεί να συμβεί εάν συντρέχει κάτι από τα ακόλουθα:
α) η καταστροφή περιουσίας του Α.Ε.Ι., κινητής ή ακίνητης, που χρησιμοποιείται από το Α.Ε.Ι. ή μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας,
β) η παρεμπόδιση της εύρυθμης λειτουργίας του Α.Ε.Ι., συμπεριλαμβανομένης τόσο της εκπαιδευτικής, ερευνητικής ή διοικητικής λειτουργίας του όσο και της λειτουργίας των μονομελών και συλλογικών οργάνων και των υπηρεσιών του, καθώς και της χρήσης των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού του,
γ) η χρήση απαγορευμένων ουσιών, που εμπίπτουν στον ν. 4139/2013 (Α’ 74), εντός του Α.Ε.Ι. και η οποιαδήποτε συμβολή στη διακίνηση αυτών,
δ) η τέλεση οποιουδήποτε πλημμελήματος ή κακουργήματος εφόσον συνδέεται με τη φοιτητική ιδιότητα.
Ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η φοιτητική ιδιότητα μπορεί να αφαιρεθεί ως πειθαρχική ή διοικητική κύρωση θα πρέπει να έχει προηγηθεί τελεσίδικη ποινική καταδίκη για ένα από τα παραπάνω. Συνεπώς η ρύθμιση αυτή καθίσταται πρακτικά αλυσιτελής και νομικά ανακόλουθη. Ο λόγος είναι ότι η τελεσίδικη ποινική καταδίκη εκδίδεται συνήθως 6–8 χρόνια μετά την τέλεση της πράξης, με δεδομένη την καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Άρα, κατά τον χρόνο που η Σύγκλητος θα κληθεί να συνεδριάσει και να αποφασίσει ενδεχόμενη διαγραφή, ο ενδιαφερόμενος κατά κανόνα δεν θα είναι πλέον φοιτητής, είτε γιατί θα έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του, είτε γιατί θα έχει αποβάλει τη φοιτητική ιδιότητα λόγω λήξης του μέγιστου χρόνου φοίτησης.
Πέρα από το τυπικά ανεφάρμοστο όμως, το σημαντικό είναι το τι σημαίνει και τι συνεπάγεται για την κοινωνία, τη χώρα, τι υποκρύπτει, με ποιο τρόπο υπηρετεί την ιδεολογικοπολιτική ατζέντα μιας νεοφιλελεύθερης δεξιάς κυβέρνησης. Η προτεινόμενη ρύθμιση περί αφαίρεσης της φοιτητικής ιδιότητας μετατρέπει το πανεπιστήμιο σε μηχανισμό πειθαρχικής καταστολής και απαξιώνει τον θεσμικό ρόλο του φοιτητή ως ενεργού πολίτη. Καθημερινά οι δημοσιολογούντες επισημαίνουν την κρίση του κομματικού φαινομένου, παρόλα αυτά η πολιτεία, αντί να ενισχύει την ακαδημαϊκή ελευθερία και τον δημοκρατικό διάλογο, διολισθαίνει στην ποινικοποίηση της κοινωνικής συμμετοχής. Μια τέτοια πρακτική δεν έχει θέση ούτε σε κράτος δικαίου ούτε σε πανεπιστήμιο που τιμά τον πολυσχιδή του ρόλο.
Η απειλή αφαίρεσης της φοιτητικής ιδιότητας για συμμετοχή σε επεισόδια ή για παρεμπόδιση της εύρυθμης λειτουργίας των ΑΕΙ —πόσο αφηρημένο ακούγεται άραγε – συνιστά σοβαρή υποχώρηση από τις αρχές του φιλελεύθερου συνταγματισμού και της δημοκρατικής ανεκτικότητας. Σε ένα κράτος δικαίου, η εκπαίδευση λειτουργεί ως δημόσιο αγαθό όχι ως προνόμιο που εξαρτάται από την πολιτική ή πειθαρχική συμμόρφωση του πολίτη.
Επιπλέον, η αυθαίρετη παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας σε θεσμούς με διοικητική ανεξαρτησία, όπως τα πανεπιστήμια, αλλοιώνει την έννοια της θεσμικής αυτονομίας και οδηγεί σε φαινόμενα «δημοκρατίας με επιτηρητικές τάσεις», παραπέμπει σε καθεστώτα όπου το κράτος μονοπωλεί τον ορισμό του “καλού πολίτη”. Η φοιτητική κινητοποίηση, ακόμα και με οξύ τόνο, αποτελεί θεμιτή μορφή πολιτικής συμμετοχής — όχι λόγο αποκλεισμού από την παιδεία.
Σε μια χώρα που το φοιτητικό κίνημα έχει ιστορικά συνδεθεί με την προάσπιση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, τέτοια μέτρα αποσκοπούν στον εκφοβισμό του ποινικοποιώντας τη διαφωνία, υπονομεύουν την κοινωνική ειρήνη και απομακρύνουν τη χώρα από τον πυρήνα του ευρωπαϊκού πολιτικού και νομικού πολιτισμού.