Στις εθνικές εκλογές του 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται δεύτερος καταλαμβάνοντας το ισχυρό ποσοστό του 31,5%, μετά από μια δύσκολη περίοδο διακυβέρνησης εντός μνημονίων, και η εντύπωση τότε είναι ότι κατοχυρώνεται ως ο κύριος αντιπαραθετικός της δεξιάς πόλος, που θα ανταγωνίζεται μαζί της στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις για την ανάληψη της διακυβέρνησης. Αντ’ αυτού, στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του 2023, ο ΣΥΡΙΖΑ καταλαμβάνει ποσοστό 17,8%, πολύ μακριά από την πρώτη ΝΔ ώστε να θεωρείται πια απειλητικός, έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες στην επιρροή του, σε μια περίοδο που βρισκόταν στην αντιπολίτευση, και άρα δεν είχε αντικειμενική φθορά από την άσκηση της διακυβέρνησης. Τι συνέβη;
Πριν καταθέσω τις σκέψεις μου, είναι απαραίτητα δύο σχόλια. Πρώτον, θεωρώ ότι οποιαδήποτε εκτίμηση, πόσο μάλλον η εκτίμηση για την πολιτική επιρροή ενός κόμματος, ζήτημα που υπόκειται σε σειρά αστάθμητων μεταβλητών, δεν μπορεί να φέρει την «απόλυτη αλήθεια». Ως εκ τούτου, προφανώς δεν διεκδικώ και η δικιά μου εκτίμηση να φέρει αυτόν τον χαρακτήρα. Δεύτερον, η εκτίμηση και κριτική για το τι πήγε λάθος την κρίσιμη περίοδο για το ΣΥΡΙΖΑ, έχει προφανώς και χαρακτήρα αυτοκριτικής, καθώς, όπως όλοι γνωρίζουν, ήμουν κεντρικό στέλεχος του κόμματος, σε θέσεις υψηλής ευθύνης και με συμμετοχή στα ανώτατα όργανα. Είχα εκφράσει την απόψή μου; Ναι εντός των οργάνων του κόμματος, όχι δημοσίως. Την είχα εκφράσει με τη μέγιστη δυνατή ισχύ; Οχι.
Εχοντας πει αυτά, προχωρώ στο προκείμενο. Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2019 και μετά, και εκτιμώντας ότι το αδύναμο σημείο του βρίσκεται στην επιρροή του στη μεσαία τάξη, επιχειρεί τη λεγόμενη στροφή προς το Κέντρο, ταυτίζοντας τα δύο. Το ζήτημα εδώ ήταν ότι αυτές οι έννοιες είναι κατ’ εξοχήν ασαφείς και απροσδιόριστες. Το «Κέντρο» σήμαινε κοινωνικές δυνάμεις τελικά; Και αν ναι, ποιες; Ή σήμαινε μια πολιτική ταυτότητα, τάχα προκαθορισμένη εκεί έξω, που ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε με τον λόγο του και τις πράξεις του να την προσεγγίσει και να την αγκαλιάσει; Εμοιαζε λίγο με το ιερό δισκοπότηρο. Το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής ήταν μια μάλλον μπερδεμένη πορεία, με τον ΣΥΡΙΖΑ να αγκαλιάζει σειρά ακόμη και αντιθετικών αιτημάτων καθημερινά και τελικά να μην κατοχυρώνεται στη συνείδηση των πολιτών ως μια πολιτική δύναμη που μάχεται για το «χ» και το «ψ». Η άποψή μου είναι ότι ένα κόμμα εκπροσωπεί στο πεδίο του «αμιγώς πολιτικού» κοινωνικές δυνάμεις. Και η μάχη είναι, αξιοποιώντας τις τάσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό των δυνάμεων που θέλει να εκπροσωπεί, να (συν)διαμορφώνει ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο, μια στρατηγική βελτίωσης της ζωής και μετατόπισης των συσχετισμών. Η πολιτική είναι μια παραγωγική δύναμη. Δεν έρχεται να εκφράσει έτοιμους πολιτικούς προσδιορισμούς πολιτών που βρίσκονται τάχα από πάντα εκεί έξω στην κοινωνική ζωή. Διαφορετικά θα είχαμε να κάνουμε με μια κοινωνία ακίνητη, απαράλλακτη. Η πολιτική διαμορφώνει.
Δεύτερον, σε κρίσιμες στιγμές της περιόδου 2019-2023, ο ΣΥΡΙΖΑ εγκόλπωνε και εξέφραζε στα μεγάλα ζητήματα αντιφατικές θέσεις. Αμφιταλαντευόταν μεταξύ μιας επίσημης γλώσσας που υποστήριζε το «χ» και ενός υποστρώματος εύκολου λαϊκισμού που υποστήριζε το «ψ». Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της πανδημίας. Το αποτέλεσμα ήταν αφενός το ίδιο με αυτό του πρώτου σημείου, να θολώνει το στίγμα του, αφετέρου να βρίσκεται συχνά σε θέση απολογούμενου.
Τρίτον, η διεύρυνση ορθώς επιδιώχτηκε. Ορθώς, διότι είναι απολύτως λογικό μια πολιτική δύναμη να διεκδικεί τη μέγιστη δυνατή επιρροή της, και αυτό για ένα κόμμα με την παράδοση του ΣΥΡΙΖΑ προφανώς δεν θα συνεπαγόταν να εντέλλει τα πλήθη, αλλά να είναι ανοιχτό στην κοινωνία και να συνδιαμορφώνει, αποδεχόμενο και τη δικιά του αλλαγή και εξέλιξη, κρατώντας σταθερό το πλαίσιο των αρχών του. Αυτή η διεύρυνση, όμως, κατέληξε τελικά να είναι εν πολλοίς μια μεταγραφή προσωπικοτήτων συχνά από το παλιό κομματικό σύστημα, πράγμα που πιθανότατα απώθησε και αρκετούς πολίτες ή και κοινωνικές δυνάμεις.
Ενδιαφέρον έχει ίσως και το πώς ερμηνευόταν εντός του ΣΥΡΙΖΑ η καθίζηση είτε από τα δημοκοπικά ευρήματα πριν τις εκλογές – που έδειχναν την πτώση, όχι φυσικά αυτή που αποτυπώθηκε στις εκλογές – είτε από το αποτέλεσμα μετά τις εκλογές. Δύο αντιπαραθετικές θέσεις κυριαρχούσαν. Η μία έλεγε ότι η στρατηγική ήταν λάθος, εξ ου και οι απώλειες. Η άλλη έλεγε ότι η στρατηγική ήταν σωστή, αλλά δεν εφαρμόστηκε σωστά. Νομίζω ότι τα πράγματα ήταν λίγο πιο σύνθετα.
Η υποχώρηση της εκλογικής και κοινωνικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2019-2023 δεν ήταν ασφαλώς μόνο αποτέλεσμα δικών του αδυναμιών. Θα ήταν ανεπίτρεπτο από πλευράς μου να παραλείψω κάτι που κι εγώ βίωνα καθημερινά, κι αυτό αφορά τον ρόλο των κυρίαρχων ΜΜΕ που σε μεγάλο βαθμό συνδέονταν και συνδέονται με τη ΝΔ. Εχοντας προφανώς κατανοήσει ότι η ευθεία αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ σε προηγούμενες περιόδους, έφερνε τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, την περίοδο 2019-2023 επέλεξαν την τακτική της εξαφάνισης. Γι’ αυτό και συχνά και σε μεγάλο βαθμό οι πολίτες είχαν την εντύπωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρχε, ή ότι υπήρχε μόνο για τον ανταγωνισμό των στελεχών του, πράγμα που δεν ήταν αληθές. Ασκούσε αντιπολιτευτικό έργο και μάλιστα εντατικό.
Αυτό που συμβαίνει τον τελευταίο έναν χρόνο στον ΣΥΡΙΖΑ βεβαίως συνδέεται με τα προηγούμενα, αλλά συνιστά ταυτόχρονα και μια τομή με την ιστορική του διαδρομή μέχρι το 2023. Είναι η πορεία απαξίωσης και εκφυλισμού όχι μόνο ενός κόμματος, αλλά ενός ολόκληρου πολιτικού χώρου. Μια πορεία που δίνει χώρο στους πολιτικούς αντιπάλους της Αριστεράς να ξαναγράφουν την ιστορία της αναδρομικά. Κι αυτό οπωσδήποτε είναι μια συνθήκη για την οποία υπάρχουν ευθύνες ιστορικών διαστάσεων.
Έφη Αχτσιόγλου