Με την κατάθεση του αναπτυξιακού νομοσχεδίου, το οποίο αρχίζει να συζητιέται αύριο στη Βουλή, και αμέσως μετά το Υπουργικό Συμβούλιο της Πέμπτης, στο οποίο τέθηκε από τον πρωθυπουργό και συζητήθηκε από τους υπουργούς ο προγραμματισμός της νέας, μετά την αξιολόγηση, περιόδου, εγκαινιάζεται μία διαφορετική σελίδα στην προσπάθεια της κυβέρνησης. Φιλοδοξεί να κυριαρχείται από την προώθηση της δικής της πολιτικής και όχι, όπως συνέβαινε ως τώρα, από αυτή που ορίζουν οι μνημονιακοί καταναγκασμοί, τα λεγόμενα προαπαιτούμενα, που έχουν συμφωνηθεί για να εξασφαλίζεται ο απαραίτητος δανεισμός της χώρας.
Την πεποίθηση, που η κυβέρνηση επιθυμεί να εδραιώσει, την βλέπει κανείς σε ένα απόσπασμα της παρέμβασης του πρωθυπουργού. «Ανοίγεται μια προοπτική για το πέρασμα σε μια νέα εποχή, σε μια εποχή που θα την ονόμαζα εποχή της δίκαιης ανάπτυξης» σημείωσε. Είναι η νέα προσδοκία, που διαμορφώνει η κυβέρνηση απευθυνόμενη στα κοινωνικά στρώματα, που εξακολουθούν να υποφέρουν και στη δική της θητεία.
Δύσκολη εκπλήρωση
Το ότι η υπόσχεση αυτή είναι δύσκολη στην εκπλήρωσή της, το κατανοούν και στην ίδια την κυβέρνηση. «Για να αποδειχθούν βάσιμες οι προσδοκίες μας για τη νέα πορεία του τόπου» τόνισε ο Αλέξης Τσίπρας «οφείλουμε να έχουμε διαρκώς στραμμένη την προσοχή μας στην καθημερινότητα των πολιτών και στις μεγάλες θεσμικές παρεμβάσεις που έχει ανάγκη η χώρα». Προσδιόρισε, μάλιστα, και τους βασικούς άξονες προτεραιοτήτων: την κοινωνική προστασία, την αναπτυξιακή στροφή της οικονομίας, τη δίκαιη κατανομή βαρών αλλά και ωφελημάτων.
Ως σχεδιασμοί όλα αυτά είναι σωστά και απαραίτητα. Όπως είναι εύλογο να θεωρείται ότι το κλείσιμο της αξιολόγησης είναι ένας σταθμός, που ναι μεν δεν σου ανοίγει λεωφόρο, όμως εξασφαλίζει ένα χρονικό ορίζοντα, τουλάχιστον ως προς τη χρηματοδότηση, σχετικά ήρεμο. Έτσι η κυβέρνηση θα έχει τη δυνατότητα να ασχοληθεί με τα ζητήματα του «εσωτερικού μετώπου». Εύλογο είναι, ακόμη, να τονίζεται η σημασία της ανόδου της οικονομίας, διότι ναι μεν ως προς την ανεργία ή τη δυνατότητα αναδιανομής του εισοδήματος η σημασία της βραχυπρόθεσμα είναι μικρή, όμως ταυτόχρονα, δίνει στην κυβέρνηση ένα σαφές πολιτικό περιθώριο να δράσει σε πολλά μέτωπα, δηλαδή να επιχειρήσει να εφαρμόσει την πολιτική της. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό και καθόλου, αν υποστηρίζεται σωστά, success story, όπως ισχυρίζονται κάποιοι.
Κενά και προϋποθέσεις
Αλλά πόσο πειστικό είναι ότι μπορούν να υλοποιηθούν όλοι αυτοί οι σχεδιασμοί; Ποια τα κενά και ποιες οι προϋποθέσεις; Εν όψει του συνεδρίου είναι μια συζήτηση ανοιχτή, αλλά αλίμονο αν ΣΥΡΙΖΑ και κυβέρνηση περιμένουν τις αποφάσεις το Σεπτέμβριο για να δράσουν. Τα ζητήματα πρέπει να τεθούν από τώρα, να επιλύονται έτσι που στο συνέδριο να υπάρχει εμπειρία για να κριθεί.
Η πρώτη και μέγιστη δυσκολία, που όλοι αντιλαμβανόμαστε, είναι η επιτήρηση των δανειστών, η επιμονή τους να θέλουν να επηρεάσουν στις λεπτομέρειές του το κάθε νομοσχέδιο, την κάθε δράση. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι το 70% των προαπαιτούμενων είναι πίσω μας, πολύ περισσότερο ότι έχουν τελειώσει ουσιαστικά τα δημοσιονομικά μέτρα, ωστόσο οι «ευκαιρίες» για να παρεμβάλλουν οι δανειστές εμπόδια, να θέτουν όρους είναι ατέλειωτες. Το ζήσαμε την προηγούμενη βδομάδα με την εφεύρεση των νέων προαπαιτούμενων, που έμοιαζαν περισσότερο ως επίδειξη δύναμης των δανειστών, παρά οτιδήποτε άλλο. Η πολιτική σκόπευση ήταν ολοφάνερη: ήθελαν να περάσουν το μήνυμα στην ελληνική κοινωνία ότι αυτοί έχουν το πάνω χέρι, υποβοηθώντας έτσι και τις αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες στο άμεσο μέλλον θα είναι απαραίτητες.
Η δεύτερη μεγάλη δυσκολία που υπάρχει, αλλά είναι μαχητή, είναι η ικανότητα της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ να θέτουν προτεραιότητες, να συγκροτήσουν το σχέδιό τους και να εξασφαλίσουν τους τρόπους και τις δυνάμεις για να συντονιστεί και υλοποιηθεί αυτό. Η ως τώρα εμπειρία είναι αρνητική, αλλά καθώς είναι ευρέως αποδεκτό αυτό, τότε μπορεί να υπερνικηθεί, είναι ρεαλιστικό. Η αποκατάσταση κανόνων λειτουργίας όπως η συμμετοχή, η συλλογικότητα, η ευθύνη, η αποτελεσματικότητα, η δημοκρατική λειτουργία είναι εκ των ον ουκ άνευ.
Με ποιο πολιτικό στίγμα;
Υπάρχει, όμως, και ένα τρίτο ζήτημα που πρέπει να επιλύσει, κυρίως, το συνέδριο. Και αυτό είναι η αποσαφήνιση του πολιτικού στίγματος, που πρέπει να συγκροτεί όλη αυτή η προσπάθεια. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της επιτήρησης, στην προοπτική του απεγκλωβισμού από τα μνημόνια, ο έξυπνος τρόπος που θα υπερασπίζεται η κυβέρνηση τις θέσει της, η επιμονή στις αξίες που χαρακτηρίζουν τη ριζοσπαστική αριστερά, πρέπει να διακρίνουν κάθε πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Οι μεταρρυθμιστικές τομές είναι αυτές που συγκροτούν την αντίληψη της αριστεράς για την κοινωνία, την οικονομία και τους θεσμούς. Η παρέμβαση για την καθημερινότητα των πολιτών είναι αυτό που δίνει την αναγκαία λαϊκότητα στην κυβέρνηση.
Ασφαλώς υπάρχουν πάρα πολλές πιέσεις και δυσκολίες, που δεν πρέπει να υποτιμούνται. Πιέσεις που πηγάζουν είτε από το εσωτερικό, είτε από το εξωτερικό. Ακόμα και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας που σίγουρα έχουν τους δικούς τους κανόνες και στόχους που είναι ευρύτεροι του κόμματος, οι απόψεις της αριστεράς που βρίσκεται στην κυβέρνηση δεν πρέπει να διαθλώνται. Οι χαιρετισμοί, που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του Έλληνα και του Γάλλου πρωθυπουργού μπορούσαν να προσεγγίζει σε αυτό που με την απόφαση εξέπεμψε, ως αλληλεγγύη προς τους Γάλλους εργαζόμενους και νέους, η ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ, λέγοντας ότι «… η συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων αποτελούν κεντρική επιλογή της ευρωπαϊκής χρηματοοικονομικής ελίτ».
Χωρίς στρατηγική
Η αντιπολίτευση, μπροστά σ’ αυτή την πυκνή εξέλιξη των πολιτικών γεγονότων, βρίσκεται χωρίς γραμμή, πολύ περισσότερο χωρίς στρατηγική. Η αποχώρηση της ΝΔ από τη συζήτηση της τροπολογίας για τις οφ σορ είναι, ακριβώς, απόρροια αυτού του κενού, της έλλειψη στρατηγικής. Ο Κ. Μητσοτάκης τρέχει πίσω από τα γεγονότα, προσπαθώντας να παρέμβει με ανακοινώσεις του επιπέδου ενός μέτριου Γραφείου Τύπου, όταν έχουν τεθεί μείζονα ζητήματα για τα οποία δεν έχει ακόμα διαμορφώσει θέση. Έχει ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ότι ενώ η κυβέρνηση θα έπρεπε να αμύνεται κατά τη συζήτηση των πρόσφατων νομοσχεδίων, καθώς τα μέτρα που προέβλεπαν δεν ήταν δική της πολιτική, τελικά ήταν η ΝΔ που δεν μπόρεσε να σταθεί στην αντιπαράθεση.
ΔΝΤ: Υπερεκτιμημένος ο νεοφιλελευθερισμός;
Για μια ακόμη φορά, από υψηλούς αξιωματούχους του ΔΝΤ, εκπέμπονται σήματα μιας κάποιας επαναξιολόγησης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που εφαρμόζει επί δεκαετίες. Χθες, σε συνέντευξή του ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου, Μόρις Ομπστφέλντ, όταν ρωτήθηκε για την Ελλάδα, γενίκευσε την απάντησή του για τα όρια της πολιτικής λιτότητας που εφαρμόζεται σε μία χώρα και την ανάγκη, αν αυτά προσεγγιστούν, να αναδιαρθρωθεί το χρέος. «Υπάρχουν όρια στα πλήγματα που μπορούν ή θα έπρεπε να υποστούν οι οικονομίες, άρα σε ιδιαίτερα δύσκολες περιπτώσεις προτείνουμε αναδιάρθρωση ή ελάφρυνση του χρέους, η οποία ζητεί από τους πιστωτές να αναλάβουν μέρος του κόστους της προσαρμογής. Αυτή είναι η προσέγγιση που υιοθετούμε αυτή τη στιγμή για την Ελλάδα».
«Η ελληνική οικονομία» πρόσθεσε «έχει φθάσει στα όριά της και το χρέος της χώρας είναι τόσο δύσκολα διαχειρίσιμο, που χρειάζεται οι Ευρωπαίοι να αναλάβουν μέρος του κόστους». Την ίδια στιγμή και ο εκπρόσωπος Τύπου του Ταμείου, Ουίλιαμ Μάρεϋ, δήλωσε ότι μετά το Eurogroup η ελάφρυνση του χρέους «βρίσκεται σταθερά στην ημερήσια διάταξη». «Έχουμε συμφωνήσει» σημείωσε «ότι η ελάφρυνση θα εξαρτηθεί από τους στόχους που θα επιτυγχάνει η Ελλάδα κατά τη διάρκεια του προγράμματος … Χρειάζεται σημαντική ελάφρυνση του χρέους».
Λίγες μέρες πριν, ένα σημαντικό θεωρητικό άρθρο από τρεις οικονομολόγους του ΔΝΤ με το χαρακτηριστικό τίτλο «Νεοφιλελευθερισμός: Υπερεκτιμημένος» έκανε μια αυστηρή κριτική στις θεμελιώδεις παραδοχές της πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού. Οι J. D. Ostry, P. Loungani και D. Furceri στο Finance and Development, που είναι τριμηνιαία επιθεώρηση του Ταμείου, αναφέρονταν, ασκώντας έντονη κριτική σε θεμελιώδεις παραδοχές του νεοφιλελευθερισμού όπως στις «ανοιχτές ή κλειστές αγορές», στο μέγεθος του κράτους, άρα στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και των περικοπών, στην αύξηση των ανισοτήτων όπου τη θεωρούν κίνητρο για ανάπτυξη.
Η κριτική είναι σχετικά μετριοπαθής, αλλά κατευθύνεται σε καίρια σημεία, στηριζόμενη σε εμπειρικά, πλέον, δεδομένα. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι υπονομεύει την πολιτική του ΔΝΤ με τα ίδια τα αποτελέσματά της. Ο αρθρογράφος – οικονομολόγος της Guardian, Αντ. Τσακραμπόρτυ, σχολιάζοντας το άρθρο αυτό (εκτενής ανάλυση στο Commonality), υποστηρίζει ότι ίσως γινόμαστε μάρτυρες ενός τέλους, ότι η οικονομική θεωρία που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες περνά σε μια φάση αργού θανάτου υπό το βάρος της ίδιας της αναποτελεσματικότητάς της, των αλλεπάλληλων κρίσεων που προκαλεί και του κόστους που απαιτεί η επανόρθωσή τους, αν μπορεί να επιτευχθεί κιόλας.
πηγή: Εποχή