Macro

Η δυναμική του συριακού εμφυλίου

Η συριακή σύγκρουση, αν και άρχισε ως απότοκο των αραβικών εξεγέρσεων, έλαβε άλλη δυναμική, ακριβώς γιατί η Συρία και το Ιράκ σημαίνουν πολύ διαφορετικά πράγματα για το περιφερειακό σύστημα της Μέσης Ανατολής, από ό,τι η Αίγυπτος, η Υεμένη ή Τυνησία. Περιέχουν σε μεγάλο βαθμό τα βασικά υλικά συγκρότησης των κρατών στην περιοχή, αλλά και πολλά από τα εκρηκτικά στοιχεία αποδόμησής του.

Στη Συρία και το Ιράκ ευδοκίμησαν οι «τοπικοί» αραβικοί εθνικισμοί, βασισμένοι στην προνομιακή σχέση μιας εθνοθρησκευτικής μειονότητας με το σκληρό πυρήνα του κράτους, αλαουϊτών στην περίπτωση της Συρίας και σουνιτών μουσουλμάνων στο Ιράκ. Οι παναραβικές ιδεολογίες, όπως ο μπααθισμός, όχι μόνο δεν κατάφεραν την πολιτική ενοποίηση ή έστω τη στενή συνεργασία των δύο αραβικών κρατών -παρά τη σχεδόν ταυτόχρονη επικράτησή του και στα δύο-, αλλά αντιθέτως αποτέλεσε το όχημα ενός σκληρού περιφερειακού ανταγωνισμού μεταξύ τους. Την ίδια στιγμή, ο τρόπος συγκρότησης των ηγετικών ελίτ απέκλεισε ουσιαστικά το ενδεχόμενο διαμόρφωσης ενός πλουραλιστικού πολιτικού σώματος, μέσω ενός μείγματος νεωτερικών μηχανισμών και προνεωτερικών δικτύων αφοσίωσης, το οποίο ενέταξε παραδοσιακά, προνεωτερικά στοιχεία της κοινωνικής ιεραρχίας (π.χ. φυλάρχους ή θρησκευτικούς ηγέτες) σε ένα άκρως πατερναλιστικό και αυταρχικό κράτος, χωρίς ουσιαστική  προσπάθεια κοινωνικού εκσυγχρονισμού.

Ανατροπή με στόχο την παγκοσμιοποίηση

Η εξέλιξη των αραβικών εξεγέρσεων απέδειξε με ανάγλυφο τρόπο ότι η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης δεν είναι ούτε ενιαία, ούτε μονοσήμαντη, αλλά ούτε και προς μία κατεύθυνση. Όταν, μετά το τέλος του 20ου αιώνα, τα καθεστώτα του συριακού και του ιρακινού εθνικισμού αποδεικνύονταν τροχοπέδη στην ένταξη, όχι μόνον των κρατών τους, αλλά και όλης της περιοχής στην οικονομική, πολιτιστική και πολιτική παγκοσμιοποίηση (η λεγόμενη διεθνής διακυβέρνηση), οι εξωτερικοί υποστηρικτές τους είτε ήταν αδύναμοι (Ρωσία) είτε απρόθυμοι (πετρο-μοναρχίες) να συνεχίσουν να τα στηρίζουν. Αντιθέτως, οι δυνάμεις που πρωτοστατούσαν στην παγκοσμιοποιητική διαδικασία, κυρίως οι ΗΠΑ, θεωρούσαν την ανατροπή τους ως έναν ογκόλιθο που θα αναταράξει τα στάσιμα ελώδη νερά του μεσανατολικού βάλτου, που καταπίνει κάθε πρωτοβουλία της ελεύθερης αγοράς, θρέφει την τρομοκρατία και χτίζει ένα πολύ επικίνδυνο άξονα εναντίον του Ισραήλ, από την Τεχεράνη ως τη Βηρυτό.  Για την επίτευξη του σκοπού αυτού υπήρχαν δύο τρόποι: η υποβοήθηση της ανατροπής του καθεστώτος από εσωτερικές εξεγέρσεις ή, αν κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, η έξωθεν στρατιωτική επέμβαση.

Στο Ιράκ επελέγη ο δεύτερος τρόπος, ενώ στη Συρία ο πρώτος. Αυτό βέβαια δεν μειώνει τις ευθύνες του πολιτικού τυχοδιωκτισμού και του κτηνώδους αυταρχισμού του Σαντάμ με την κατάληψη του Κουβέιτ και τη σφαγή των Κούρδων και των σιιτών ή την ανικανότητα του ασαντικού καθεστώτος να διατηρήσει επί Μπασάρ αλ-Άσαντ τις περίπλοκες ταξικές και εθνοθρησκευτικές συμμαχίες και ισορροπίες που επέτρεπαν τη μακροημέρευση της καθεστωτικής ελίτ. Πάντως, είναι γεγονός ότι χωρίς έξωθεν υποστήριξη τα προβλήματα αυτά θα ήταν δυνατόν να αντιμετωπισθούν από τα καθεστώτα.

Χωρίς σχέδιο για την τελική έκβαση

Εδώ βρίσκεται και η βάση του προβλήματος. Ενώ η υπερδύναμη και περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, ήξεραν τι ήθελαν να ανατρέψουν, δεν είχαν και δεν έχουν, ως φαίνεται, σχέδιο για το τι θα αντικαταστήσει τα καθεστώτα του ιρακινού και του συριακού αραβικού εθνικισμού. Ποιες ελίτ και με ποιο ιδεολογικό-κοινωνικό θεμέλιο θα ανασυγκροτήσουν τα κράτη αυτά. Ούτε στην περίπτωση του Ιράκ και πολύ περισσότερο στην περίπτωση της Συρίας δεν υπάρχει αξιόπιστη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία με πραγματική ισχύ και παρουσία στην κοινωνία, πέραν από σαλαφιστικές εξτρεμιστικές οργανώσεις  του τζιχαντιστικού Ισλάμ. Αυτές σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν τις ηγετικές δυνάμεις για  την ανασυγκρότηση του συριακού ή του ιρακινού κράτους.

Η ανυπαρξία πραγματικού σχεδίου για το τέλος του εμφυλίου αποδυναμώνει και τη στρατηγική θέση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Για να είναι πειστικοί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα πρέπει να παρουσιάσουν μια εναλλακτική πρόταση που δεν θα μεταφέρει στη Συρία το χάος της Λιβύης και του μετασανταμικού Ιράκ. Όταν γνωρίζεις την επιθυμητή καταληκτική έκβαση , το endgame όπως θα έλεγαν στην Ουάσινγκτον, τότε είναι ευκολότερος ο σχεδιασμός της οποιασδήποτε παρέμβασης, πολιτικής ή στρατιωτικής, και ισχυρότερα και πιο στέρεα τα επιχειρήματα στη διαπραγμάτευση. Όταν, όμως, δεν υπάρχει σχέδιο για την τελική έκβαση, τότε το μόνο που μπορούν να κάνουν, είναι να παρατείνουν τη σύγκρουση και την τραγική αιματοχυσία, μόνο και μόνο για να μην επιτρέψουν στον αντίπαλο να βρεθεί στην όποια τελική διαπραγμάτευση από καλύτερες θέσεις.

Ιράν και Ρωσία

Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές του ασαντικού καθεστώτος, το Ιράν και η Ρωσία, γνωρίζουν πολύ καλά τι θέλουν στην τελική έκβαση της μάχης. Η Τεχεράνη επιθυμεί την πάση θυσία διατήρηση του στρατηγικού άξονα Ιράν-Συρία-Χεζμπολλάχ, ανεξάρτητα από την παραμονή του Μπασάρ αλ-Άσαντ στην εξουσία. Προς το παρόν η παραμονή του φαίνεται να είναι η μόνη εγγύηση για τον άξονα αυτόν. Η Μόσχα από την πλευρά της έχει ήδη πετύχει την κατακόρυφη άνοδο του κύρους της στην παγκόσμια κονίστρα, αλλά για να διατηρηθεί θα πρέπει να εγγυηθεί είτε την παραμονή του Άσαντ στην εξουσία ή την αξιοπρεπή αποχώρησή του. Εάν ο Άσαντ ακολουθήσει την τύχη του Μιλόσεβιτς ή του Καντάφι, το κύρος της Ρωσίας θα τραυματισθεί ανεπανόρθωτα με αλυσιδωτές συνέπειες σε άλλα μέτωπα στην Ουκρανία ή ακόμη και τον Καύκασο.  Οι σαφείς στόχοι του Ιράν και της Ρωσίας κάνουν και την τακτική τους πιο ξεκάθαρη. Επιχειρούν την «εκκένωση» των μεγάλων αστικών κέντρων από τους κατοίκους τους, ώστε να είναι ευκολότερη η εξολόθρευση των ανταρτών. Πρόκειται για μια παραλλαγή της ρωσικής τακτικής στο Γκρόζνυ, στον πόλεμο κατά των Τσετσένων ανταρτών.

Ο στόχος της Τουρκίας

Στην ίδια γραμμή της αποσαφήνισης των στόχων ενόψει της τελικής έκβασης, η Τουρκία εγκαταλείπει σταδιακά, αλλά σταθερά μεγαλεπήβολους στόχους για περιφερειακή επιρροή στη Μέση Ανατολή μέσω ενός σουνιτικού «μετριοπαθούς» ισλαμιστικού καθεστώτος στη Δαμασκό και συγκεντρώνει τα επιχειρήματα και την ισχύ της σε ένα και μόνο στόχο: την εξάλειψη οποιασδήποτε πιθανότητας για δημιουργία οιονεί κράτους στο συριακό Κουρδιστάν στα πρότυπα της Κουρδικής Περιφερειακής Κυβέρνησης στο Ιράκ. Για την Άγκυρα είναι μάλλον αδιάφορο ποιος θα είναι στην κυβέρνηση στο τέλος του πολέμου, αρκεί αυτή η κυβέρνηση να αποτρέπει την ευόδωση της κουρδικής αυτοδιάθεσης.

Τέλος, προσπαθώντας να εξηγήσουμε την «αβελτηρία» των ΗΠΑ να περιγράψουν την επόμενη μέρα στη Συρία και να δράσουν αναλόγως, θα πρέπει να τονίσουμε ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή που το παγκόσμιο σύστημα, όχι μόνο αντέχει, αλλά και εμμέσως ενθαρρύνει την υβριδικότητα και την πολιτική «ασυναρτησίας». Το «Ισλαμικό Κράτος» για παράδειγμα αποτελεί την ίδια στιγμή ένα κρατικό μόρφωμα που έχει χαρακτηριστικά αντίστοιχα με αυτά ενός λειτουργούντος κράτους, αλλά και έναν μη κρατικό δρώντα. Το χάος στη Συρία μπορεί να παράγει την προσφυγική τραγωδία, αλλά για διάφορους λόγους δεν έχει απειλήσει τη σταθερότητα των γειτονικών κρατών, με εξαίρεση ίσως της Τουρκίας. Η κρίση στη Μέση Ανατολή και ο πόλεμος στη Συρία λειτουργεί, ηθελημένα ή μη, ως ένα τεράστιο αιματοβαμμένο εργαστήριο, που «ελέγχονται» νέες μορφές κράτους και κοινωνικής θέσμισης.

Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών.

Πηγή: Η Εποχή